Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 20/03/2021.
Η φεμινιστική γλωσσολογία είναι μια κοινωνική επιστήμη που αναλύει και αξιολογεί τη γλώσσα και τη χρήση της υπό το πρίσμα του φεμινισμού. Οι ρίζες της βρίσκονται στην αγγλόφωνη επιστημονική κοινότητα. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος ένα αυξημένο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη διαφορετική χρήση της γλώσσας μεταξύ των δυο φύλων. Πρωτοπόρα έργα ήταν τα Language and Women's Place (η γλώσσα και η θέση των γυναικών) (1973) από τον Robin Lakoff, Male/Female Language (ανδρική/γυναικεία γλώσσα) (1975) από τη Mary Richie Key (1924–2003)[1] και Language and Sex(η γλώσσα και το φύλο) (1975) από τη Nancy Henley (1934–2016).[2] Σε αντίθεση με την γλωσσολογία η φεμινιστική γλωσσολογία βλέπει τον εαυτό της όχι μόνο ως περιγραφική, αλλά και ως παρεμβατική επιστήμη και συνεπώς ως μέρος ενός πολιτικο-κοινωνικού κίνηματος που αναλύει και κρίνει τη γλώσσα και τη χρήση της με βάση κοινωνιολογικά και πολιτικά κριτήρια. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά δεν θεωρείται ως μέρος της γλωσσολογικής θεωρίας αλλά γλωσσολογικής κριτικής υπό το πρίσμα του φεμινισμού.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έχουν αναδυθεί δύο βασικά θέματα της φεμινιστικής γλωσσολογίας: η φεμινιστική ανάλυση της γλώσσας (η ανάλυση της χρήσης της γλώσσας και των δομών και των συστημάτων αξιών που μεταδίδονται μέσω της γλώσσας) και η φεμινιστική ανάλυση της συνομιλίας (η ανάλυση των μορφών επικοινωνίας και της γλώσσας που σχετίζεται αλλά και διαμορφώνει το φύλο και τους φυλετικούς κανόνες).
↑Daniela Wawra: Männer und Frauen im Job Interview. Eine evolutionspsychologische Studie zu ihrem Sprachgebrauch im Englischen (Reihe: Beiträge zur Englischen Sprache und Kultur, Bd. 1), LIT Verlag 2004, ISBN 3-8258-7283-1, S. 2.