Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρυσοβασιλίσκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρυσοβασιλίσκος
Ενήλικος θηλυκός χρυσοβασιλίσκος (υποείδος R. r. regulus)
Ενήλικος θηλυκός χρυσοβασιλίσκος (υποείδος R. r. regulus)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Βασιλισκίδες (Regulidae)
Γένος: Βασιλίσκος (Regulus) (Cuvier, 1800) M
Είδος: R. regulus
Διώνυμο
Regulus regulus (Βασιλίσκος ο γνήσιος) [1]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Regulus regulus azoricus
Regulus regulus buturlini
Regulus regulus coatsi
Regulus regulus ellenthalerae
Regulus regulus himalayensis
Regulus regulus hyrcanus
Regulus regulus inermis
Regulus regulus japonensis
Regulus regulus regulus
Regulus regulus sanctaemariae
Regulus regulus sikkimensis
Regulus regulus teneriffae
Regulus regulus tristis
Regulus regulus yunnanensis

Ο Χρυσοβασιλίσκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Βασιλισκιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Regulus regulus και περιλαμβάνει 14 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Regulus regulus regulus (Linnaeus, 1758).[4]

  • Ο χρυσοβασιλίσκος, μαζί με τον συγγενικό πυροβασιλίσκο, αποτελούν τα μικρότερα σε μέγεθος πτηνά της Ευρώπης.[5] Χαρακτηριστικό είναι ότι, τα αυγά του ζυγίζουν λιγότερο από ένα (1) γραμμάριο το καθένα (βλ Αναπαραγωγή).

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολύ μικρό μέγεθος
  • Εξαιρετικά λεπτή, υψίσυχνη φωνή

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [6]

Το συνθετικό regulus στην επιστημονική ονομασία του πτηνού, σημαίνει «μικρός βασιλιάς, βασιλίσκος» [7] και παραπέμπει στο στενό, αλλά φωτεινό λοφίο στο στέμμα του κεφαλιού, που μοιάζει με μικρό βασιλικό διάδημα (κορώνα).

Από εκεί προήλθε η λαϊκή ονομασία του πτηνού στα ελληνικά, με το πρόθημα χρυσο- να το διαφοροποιεί από τον συγγενικό πυροβασιλίσκο Regulus ignicapillus. Η αγγλική ονομασία του πτηνού είναι goldcrest «αυτός που έχει χρυσό λοφίο».

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία από τον Λινναίο ως Motacilla regulus , το 1758,[8] με τη χαρακτηριστική αναφορά [Motacilla] remigibus secundaras exteriori margine flavis, medio albis.[9] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Regulus, από τον Γάλλο ζωολόγο Ζορζ Κυβιέ (Georges Cuvier, 1769-1832) το 1800.[10] Ενδιάμεσα είχε «περάσει» στο γένος Sylvia από τον Άγγλο φυσικό και φυσιοδίφη Τζον Λέιδαμ (John Latham, 1740-1837), το 1790.[11]

Οι βασιλίσκοι (Regulus) είναι μια μικρή ομάδα (sensu lato) πτηνών που, μερικές φορές, περιλαμβάνονται στις συλβίες του Παλαιού Κόσμου, αλλά η φυλογενετική του κατάσταση που συχνά περιγράφεται,[12] ιδίως όσον αφορά σε πρόσφατες έρευνες -και παρά τις επιφανειακές ομοιότητες-, δείχνει να είναι «απομακρυσμένη» από αυτές.[13][14][15]

Χάρτης εξάπλωσης του είδους Regulus regulus Πράσινο = όλο το έτος (επιδημητικό), Κίτρινο = καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Γαλάζιο = περιοχές διαχείμασης

Οι φυλογενετικές του σχέσεις με το είδος Regulus goodfellowi της Ταϊβάν, έχει γίνει, επίσης, αφορμή μεγάλης συζήτησης. Μερικές φορές θεωρείται ως «φυλή» του πυροβασιλίσκου (Regulus ignicapillus), αλλά το τραγούδι του μοιάζει με εκείνo των πληθυσμών χρυσοβασιλίσκων των Ιμαλαΐων, ενώ γενετικά δεδομένα δείχνουν ότι είναι το πιο κοντινό με αυτό, είδος και, παρά το εναλλακτικό όνομα του, μόνο μακρινή συγγένεια έχει με τον πυροβασιλίσκο.[16] Ο χρυσοβασιλίσκος απέκλινε από τον συγγενικό του πυροβασιλίσκο 3.0-3.1 εκατομμύρια χρόνια πριν.[17]

Υπάρχουν μερικά απολιθώματα από το Πλειστόκαινο (2,6 εκατομμύρια έως 12.000 χρόνια πριν), που είναι ως επί το πλείστον αδιευκρίνιστα taxa «χρυσοβασιλίσκων». Το μόνο αναγνωρισθέν απολίθωμα είναι μια αριστερή ωλένη, 2,6- 1,95 εκατ. ετών από τη Βουλγαρία, που ανήκει σε ένα εξαφανισμένο είδος, το Regulus bulgaricus. Το αρτίγονο είδος χρυσοβασιλίσκου αποκλίνει από αυτόν τον -φαινομενικό- πρόγονο κατά το Μέσο Πλειστόκαινο.[18]

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γενετική ποικιλότητα στην οικογεωγραφική ζώνη της Μακαρονησίας, όπου καταγράφονται δύο ταξινομικές ομάδες με 5 υποείδη, 3 στις Αζόρες και 2 στα Κανάρια (βλ. πίνακα υποειδών), με τα τελευταία να έχουν παλαιότερη φυλογενετική προέλευση. Ωστόσο, ο χρυσοβασιλίσκος απουσιάζει από τη Μαδέιρα, που ανήκει στην ίδια οικοζώνη και, αντικαθίσταται από τον βασιλίσκο της Μαδέιρα (Regulus madeirensis).[19][20] Ο αποικισμός φαίνεται ότι ξεκίνησε από τα νησιά Λα Γκομέρα και Τενερίφη πριν από 1,9-2,3 εκατ. χρόνια και συνεχίστηκε στα νησιά Λα Πάλμα και Ελ Ιέρρο, 1,3-1,8 εκατ. χρόνια πριν.[21]

Οι διαφορές στo τραγούδι, τη γενετική και τη μορφολογία υποδηλώνουν ότι οι Αζόρες αποικίστηκαν με ενιαία «εισβολή» κατά το ύστερο Πλειστόκαινο, περίπου 100.000 χρόνια πριν. Είναι πιθανόν ότι ο αρχικός αποικισμός ξεκίνησε από τα ανατολικότερα νησιά, με επακόλουθη εξάπλωση στις κεντρικές και δυτικές ομάδες νησιών, από τη δυτική καλντέρα του Σάο Μιγκέλ, όπου και οι δύο τύποι τραγουδιού υφίστανται.

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος εμφανίζει ευρύτατο φάσμα κατανομής στην Ευρασία, από τη Μακαρονησία στα δυτικά μέχρι την Ιαπωνία στα ανατολικά. Είναι κοινό στα μέσα και βόρεια, εύκρατα και μεγάλα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης, μεταξύ των 13-24°C ισοθερμικών του Ιουλίου και, ως εκ τούτου, απαντά σε ψυχρότερα κλίματα από τον συγγενικό πυροβασιλίσκο. Ανατολικά, η ζώνη κατανομής του εμφανίζει ασυνέχειες και, μέσω της νότιας Σιβηρίας φθάνει μέχρι τη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία, στα βουνά Τιεν Σαν και στο βόρειο Ιράν, και από τα Ιμαλάια ανατολικά στην κεντρική Κίνα.[2][22]

Στην ευρωπαϊκή ήπειρο αναπαράγεται και στην Ισλανδία περίπου από το 1999, μάλιστα, ήταν ευρέως διαδεδομένο μέχρι το 2004, αν και οι αριθμοί του επηρεάζονται από τους δριμείς χειμώνες.[23] Περιστασιακά, αναπαράγεται και στις Νήσους Φερόες.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Regulus regulus azoricus Α Αζόρες (Σάο Μιγκέλ) Ενδημικό στο νησί Μοιάζει με το 7 αλλά έχει περισσότερο ελαιοκιτρινωπή κάτω επιφάνεια
2 Regulus regulus buturlini Μικρά Ασία, Κριμαία, Τρανσκαυκασία Β Ιράν Έχει πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 9 και, γενικότερα, είναι πιο γκριζοπράσινο παρά ελαιοπράσινο
3 Regulus regulus coatsi ΝΚ Σιβηρία προς Οροσειρά Αλτάι και προς Τρανσβαϊκαλία Έχει πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 9
4 Regulus regulus ellenthalerae Δ Κανάρια, (Λα Πάλμα, Ελ Ιέρρο Ενδημικό στα νησιά Έχει μαύρη ταινία στο μέτωπο, ελαφρά μακρύτερο ράμφος, ροζ-κιτρινωπή κάτω επιφάνεια σώματος και τα τριτεύοντα ερετικά φτερά, λιγότερο αχνά στο άκρο τους.[24] Διαφέρει από το 12 ως προς τη φωνή [25]
5 Regulus regulus himalayensis Α Αφγανιστάν ανατολικά προς ΒΔ και ΔΚ Ιμαλάια Έχει ελαφρά πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 9 και πιο λευκωπή κάτω επιφάνεια. Πιο ανοικτόχρωμο από το 11
6 Regulus regulus hyrcanus Β Ιράν Ενδημικό στην περιοχή Μοιάζει με το 2, αλλά είναι ελαφρά σκουρότερο
7 Regulus regulus inermis Δ και Κ Αζόρες (Φλόρες, Φαϊάλ, Σάο Ζόρζε, Πίκο, Τερσέιρα) Ενδημικό στα νησιά Μοιάζει με το 1, αλλά έχει λιγότερο ελαιοκιτρινωπή κάτω επιφάνεια και, επίσης, περισσότερο ελαιοπράσινη άνω επιφάνεια από το 9
8 Regulus regulus japonensis Α Τρανσβαϊκαλία, περιοχή Αμούρ-Ουσούρι και ΒΑ Κίνα προς Σαχαλίνη, Ν Κουρίλες, Ιαπωνία (Χοκκάιντο, Χονσού) και Βόρεια Κορέα Α Κίνα Πιο πράσινο και με σκουρότερη κάτω επιφάνεια από το 9, ενώ διαθέτει πλατιές λευκές μπάρες στις πτέρυγες
9 Regulus regulus regulus Ευρώπη και Δ Σιβηρία Νησιά της Μεσογείου
10 Regulus regulus sanctaemariae ΝΑ Αζόρες (Σάντα Μαρία) Ενδημικό στο νησί Πιο ανοικτόχρωμο από τα 1 και 7 και με λευκωπή κάτω επιφάνεια σώματος
11 Regulus regulus sikkimensis Α Νεπάλ, Α Ιμαλάια, ΒΚ Κίνα Σκουρότερο από το 5 και πιο πράσινο από το 9
12 Regulus regulus teneriffae ΔΚ Κανάρια (Λα Γκομέρα, Τενερίφη) Ενδημικό στα νησιά Έχει μαύρη ταινία στο μέτωπο η οποία προέρχεται από τη συνένωση των μαύρων περιθωρίων του λοφίου. Διαθέται ελαφρά μακρύτερο ράμφος, ροζ-κιτρινωπή κάτω επιφάνεια σώματος και τα τριτεύοντα ερετικά φτερά, λιγότερο αχνά στο άκρο τους.[24] Διαφέρει από το 12 ως προς τη φωνή [25] Παλαιότερα θεωρείτο ξεχωριστό είδος (Regulus teneriffae) [26]
13 Regulus regulus tristis Κίνα (Οροσειρά Τιεν Σαν) ΝΔ Ασία (ΒΑ Αφγανιστάν) Δεν διαθέτει τις χαρακτηριστικές μαύρες γραμμές στο λοφίο. Το στέμμα του αρσενικού είναι πιο κίτρινο από τα άλλα υποείδη, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι πιο αχνή γκριζόχρωμη
14 Regulus regulus yunnanensis Κίνα (ΒΑ Σιζάνγκ), ΒΑ Μιανμάρ προς Β Γιουνάν, Σιτσουάν, Ν Σααντσί και Γκουιτζού Μοιάζει με το 11, αλλά είναι γενικά πιο σκούρο, με σκούρα πράσινη άνω επιφάνεια και σκούρα κιτρινωπή κάτω επιφάνεια

Πηγές:[2][8][27] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χρυσοβασιλίσκος είναι αποκλειστικά ευρασιατικό είδος που, στο μεγαλύτερο εύρος της κατανομής του, παραμένει όλο το έτος (επιδημητικό), εκτός από τις νοτιότερες περιοχές, όπου έρχεται για να διαχειμάσει. Επίσης, αρκετοί πληθυσμοί αναπαράγονται σε βόρεια γεωγραφικά πλάτη, ιδιαίτερα στη σιβηρική τάιγκα. Γενικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καθιστικό-μερικώς μεταναστευτικό είδος.

Όσοι από τους πληθυσμούς του είδους είναι αποδημητικοί, μεταναστεύουν ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των εδαφών αναπαραγωγής, συνήθως νότια. Τα πουλιά στη βόρεια Φιννοσκανδιναβία και Ρωσία, εγκαταλείπουν τα εδάφη τους από τα τέλη Αυγούστου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, με τα περισσότερα να φεύγουν στα τέλη Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Οκτωβρίου, καθώς έρχονται τα πρώτα κρύα. Δυσμενείς συνθήκες μπορεί να τα αποπροσανατολίσουν, με πολλά από αυτά να συναθροίζονται πάνω σε πλοία (sic), όταν οι νύκτες είναι συννεφιασμένες ή υγρές.[28] Μεγάλες «εισβολές» έγιναν τον Οκτώβριο του 1982, με 15.000 πουλιά στο νησί Μέι της Σκωτίας και, σχεδόν, 21.000 πουλιά σε μία (1) και μόνο θέση στη Λετονία κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1983.[29]

Η εαρινή μετανάστευση έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου για τα νησιά της Μεσογείου, αλλά συνεχίζεται έως τα τέλη Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου στη βόρεια Ευρώπη. Το ανοιξιάτικο μεταναστευτικό πλήθος είναι πολύ μικρότερο από το φθινοπωρινό, υποδηλώνοντας υψηλή θνητότητα κατά τη μετανάστευση.[28]

Μελέτη στην περιοχή της Βαλτικής έδειξε ότι, οι βόρειοι πληθυσμοί είναι πιο πιθανό να μεταναστεύσουν, και πραγματοποιείται αύξηση της μάζας του σώματός τους εκ των προτέρων, ενώ τα μη αποδημητικά πουλιά δεν αυξάνουν τα αποθέματα λίπους τους. Η ταχύτητα ταξιδιού των αποδημητικών χρυσοβασιλίσκων είναι αυξημένη για όσα πουλιά φεύγουν αργότερα το φθινόπωρο και μεγαλύτερη, επίσης, για τους βορειότερους πληθυσμούς. Η μετανάστευση είναι ταχύτερη στις διαδρομές πάνω από τη Βαλτική Θάλασσα από ό, τι διά μέσου των ακτών, και τα πουλιά με τα μεγαλύτερα αποθέματα λίπους ταξιδεύουν με υψηλότερες ταχύτητες.[30] Πάντως, η δυνατότητα αποθήκευσης λίπους επηρεάζεται αρνητικά σε αυτό το μικρό πουλί, όταν η υγεία του είναι κακή.[31]

Στην Ουγγαρία, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί σταματούν προσωρινά, κυρίως σε θαμνότοπους ή αγκαθωτά δένδρα (Prunus spinosa, Crataegus monogyna κ.ο.κ), που παρέχουν κάποια προστασία από τα ξεφτέρια. Τα θηλυκά μεταναστεύουν λίγο νωρίτερα από τα αρσενικά αλλά, συνολικά, υπάρχουν περισσότερα αρσενικά, με μέση αναλογία φύλου 1,6: 1. Οι χρυσοβασιλίσκοι, παρά το πολύ μικρό τους μέγεθος, μπορούν να ταξιδέψουν από 250 έως 800 χλμ. σε μία (1) ημέρα, αν και οι διανυόμενες αποστάσεις είναι αρκετά μικρότερες όταν ο άνεμος φυσάει αντίθετα.[32] Οι κουρασμένοι «μετανάστες» δεν διστάζουν να προσγειωθούν κοντά σε οικισμούς, μερικές φορές ψάχνοντας για φαγητό κοντά στα σπίτια.[33]

Οι ατμοσφαιρικές διαταράξεις του Βόρειου Ατλαντικού (ΝΑΟ) είναι ένα ατμοσφαιρικό φαινόμενο που επηρεάζει τον καιρό στη δυτική Ευρώπη. Όταν οι μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης στον Βόρειο Ατλαντικό είναι μεγάλες, η άνοιξη στην Ευρώπη είναι πιο ζεστή. Αυτό επισπεύδει την προς βορρά μετανάστευση εκείνων των πτηνών που διαχειμάζουν κυρίως στη δυτική και νότια Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένου του χρυσοβασιλίσκου). Η γενική κλιματική αλλαγή που έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες συχνές ατμοσφαιρικές διαταράξεις του Βόρειου Ατλαντικού, έχει οδηγήσει σε νωρίτερη ανοιξιάτικη αποδημία αυτών των μεταναστών μικρής απόστασης, μετά τη δεκαετία του 1980.[34] Ο θερμότερος καιρός την άνοιξη οδηγεί σε πρωιμότερη ανάπτυξη των φυτών, προετοιμάζοντας έτσι το βιότοπο για την επιστροφή των μεταναστών. Το φαινόμενο είναι εντονότερο στη δυτική και κεντρική Ευρώπη.[35]

Τα πουλιά που μεταναστεύουν, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στο αποθηκευμένο λίπος, ενώ μεταβολίζουν και πρωτεΐνες ως συμπληρωματική πηγή ενέργειας.[36] Εκείνα με σχετικά μεγάλη ποσότητα λίπους, μπορούν να κάνουν στάσεις κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, μόνο για 1-2 ημέρες. Αν και έχουν χάσει βάρος από την έναρξη του ταξιδιού τους, έχουν αρκετά αποθέματα ενέργειας για να φτάσουν τις περιοχές διαχείμασης. Υπάρχει φυλετικός ανταγωνισμός εντός του είδους, κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης και, τα αρσενικά ως πιο επιθετικά, διεκδικούν και παίρνουν περισσότερη τροφή. Το ποσοστό θανάτου τους είναι, επομένως, μικρότερο από εκείνο των θηλυκών, τόσο κατά τη μετανάστευση προς το νότο, όσο και στους επιδημητικούς πληθυσμούς.[32]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιορδανία και το Μαρόκο.[19][28]

Στην Ελλάδα, όπως και σε μεγάλο τμήμα της υπόλοιπης Ευρώπης, ο χρυσοβασιλίσκος είναι, τόσο καθιστικό είδος, μένει δηλαδή μόνιμα στη χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους,[37] όσο και χειμερινός επισκέπτης.[38] Από την Κρήτη αναφέρεται ως διαβατικό κατά τις μεταναστεύσεις,[39] ενώ από την Κύπρο αναφέρεται ως χεμερινός επισκέπτης.[40]

Τα ελατοδάση αποτελούν ιδανικό οικοσύστημα για τον χρυσοβασιλίσκο

Ο χρυσοβασιλίσκος αναπαράγεται σε ώριμα πεδινά και ορεινά δάση κωνοφόρων, κυρίως μέχρι τα 3.000 μ., αν και μερικές φορές φθάνει μέχρι τα 4.800 μ. Στο Νεπάλ αναπαράγεται μέχρι τα 4.000 μ., ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει στα 2.220-3.050 μ.[41]

Στα «αγαπημένα» του δένδρα συμπεριλαμβάνονται η ερυθρελάτη, ο λάριξ, η δασική πεύκη, η λευκή ελάτη και το βουνόπευκο (Pinus mugo), ενώ σε ανθρωπογενή τοπία τα εισηγμένα κωνοφόρα όπως το έλατο του Ντάγκλας (Pseudotsuga menziesii).[28] Μεγάλες πυκνότητες αναπαραγομένων ατόμων, μέχρι 591 ζεύγη/ χμ² έχουν καταγραφεί στα δάση ερυθρελάτης στην Ιρλανδία, με τους χρυσοβασιλίσκους να αποτελούν πάνω από το 60% του συνόλου των εκεί αναπαραγομένων πτηνών.[29] Τα δάση πλατύφυλλων δένδρων χρησιμοποιούνται, μόνον όταν και κάποια κωνοφόρα υπάρχουν στην περιοχή. Θέσεις, όπως πάρκα και νεκροταφεία χρησιμοποιούνται μόνο όταν προσφέρουν τα κατάλληλα κωνοφόρα, που δεν είναι αλλού διαθέσιμα. Το ύψος και η φύση του υποορόφου είναι άνευ σημασίας.[28] Σε αντίθεση με πιο «εξειδικευμένα» πουλιά, όπως ο δενδροτσοπανάκος (Sitta europaea) και ο βουνοδενδροβάτης (Certhia familiaris), τα οποία αναζητούν τροφή σε κορμούς δέντρων, οι χρυσοβασιλίσκοι δεν χρειάζονται μεγάλες δασικές εκτάσεις, και η πυκνότητα του πληθυσμού τους είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος του δάσους.[42]

Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, το είδος απαντά και σε φυλλοβόλα δέντρα και θάμνους, ερεικώνες και παρόμοιους, πιο ανοικτούς οικοτόπους.

Το υποείδος της Τενερίφης απαντάται στην ορεινή περιοχή που, παλαιότερα, υπήρχαν δένδρα της οικογενείας Lauraceae, αλλά τώρα κυριαρχείται από ρείκια. Είναι κοινό μόνο στoν εν λόγω οικότοπο, και γίνεται σπάνιο στα πευκοδάση, όπου εμφανίζεται μόνον όταν και τα ρείκια είναι, επίσης, διαθέσιμα.[25]

Στην Ελλάδα, οι κύριοι οικότοποι αναπαραγωγής του χρυσοβασιλίσκου περιλαμβάνουν ελατοδάση και μικτά δάση, ενώ κατά τον χειμώνα απαντά σε φυλλοβόλα και κωνοφόρα δάση, θάμνους και κήπους.[37]

Πορτρέτο ενήλικου αρσενικού χρυσοβασιλίσκου

Ο χρυσοβασιλίσκος είναι το μικρότερο σε μέγεθος ευρωπαϊκό πτηνό, «τίτλο» που μοιράζεται με τον συγγενικό πυροβασιλίσκο. Γενικά, έχει ελαιόχρωμη άνω επιφάνεια σώματος, ενώ η κάτω είναι πιο ανοικτόχρωμη γκρίζα-κιτρινωπή. Ο κοντός λαιμός του σε συνδυασμό με το σχετικά μεγάλο κεφάλι, τού δίνουν «στρουμπουλό» παρουσιαστικό. Σε κάθε πτέρυγα διακρίνονται δύο λευκές μπάρες, μία (1) στο κέντρο και μία στη βάση της. Κατά τα άλλα, οι πτέρυγες είναι γκριζόμαυρες όπως και τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς. Το ράμφος είναι λεπτό, μυτερό και μαύρο, και στη βάση του έχει το ίδιο πλάτος και ύψος. Οι ταρσοί και τα πόδια είναι σκούρα σαρκόχρωμα-καφέ. Το πρόσωπο είναι απλό σε μοτίβο, αλλά οι κατάμαυρες ίριδες τού προσδίδουν έντονη εκφραστικότητα. Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από λευκό δακτύλιο, που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τα ελαιοπράσινα φτερά του προσώπου.

Η κορυφή του κεφαλιού (στέμμα) είναι από τα πιο χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία του πτηνού, με την παρουσία ενός λεπτού, μακρόστενου λοφίου που ξεκινάει πάνω από τη βάση του ράμφους και καταλήγει στην αρχή του τραχήλου. Αποτελείται από μικρά φτερά κιτρίνου χρώματος, που οριοθετούνται από μαύρο περιθώριο. Στο αρσενικό, τα φτερά του λοφίου περιλαμβάνουν και κάποια πορτοκαλί χρώματος στο κέντρο που, όμως, δεν είναι ορατά από απόσταση, οπότε είναι δύσκολο να διακριθούν τα δύο φύλα. Ωστόσο, όταν το λοφίο είναι ανορθωμένο. το πορτοκαλί χρώμα τού λοφίου τού αρσενικού ξεχωρίζει.[29]

Εκτός από το χρώμα του λοφίου τα φύλα είναι παρόμοια, αν και -σε νέο πτέρωμα- το θηλυκό μπορεί να έχει ελαφρά πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια και πιο γκρίζα κάτω επιφάνεια από το αρσενικό. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια θηλυκά που εμφανίζουν λίγο πορτοκαλί στο κέντρο του λοφίου τους, αλλά αυτό δεν φαίνεται στην παρατήρηση πεδίου.[43]

Τα νεαρά άτομα ξεχωρίζουν από τους ενήλικες διότι στερούνται του χαρακτηριστικού λοφίου και του λευκού οφθαλμικού δακτυλίου, έχουν πιό «θαμπή» άνω επιφάνεια σώματος, ενώ το ράμφος τους είναι ανοικτόχρωμο και όχι μαύρο. Ωστόσο, ήδη από τον 1ο χειμώνα τα νεαρά άτομα είναι απαράλλακτα με τους ενήλικες, αν και διατηρούν ακόμη τα πτητικά τους φτερά.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (8,5-) 9 (-9,5) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 13,5 έως 15,5 εκατοστά
  • Βάρος: 4,5 έως 7,0 γραμμάρια

(Πηγές:[5][26][41][43][44][45][46][47][48][49][50][51][52])

Οι χρυσοβασιλίσκοι είναι αποκλειστικά εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενοι με μικρά αρθρόποδα που έχουν σχετικά μαλακό κέλυφος, όπως κολλέμβολα, αφίδες, ημίπτερα και αράχνες. Τρώνε ακόμη και τα κουκούλια και τα αυγά από αράχνες και έντομα, ενώ περιστασιακά μπορεί να λαμβάνουν γύρη. Συχνά πιάνουν ιπτάμενα έντομα, ενώ πετούν. Σπανιότερα, συλλαμβάνουν μεγαλύτερα έντομα, όπως ορθόπτερα και ετερόνευρες νυχτοπεταλούδες.

Παρόλο που, συχνά, βρίσκεται μαζί με τον πυροβασιλίσκο, υπάρχει μια σειρά από παράγοντες που ελαχιστοποιούν τον άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, για την τροφή, αφού οι χρυσοβασιλίσκοι προτιμούν λεία μικρότερου μεγέθους. Τον χειμώνα, τα σμήνη των χρυσοβασιλίσκων καλύπτουν μια δεδομένη απόσταση σε, μόνο, το ένα τρίτο της ταχύτητας των πυροβασιλίσκων, συλλαμβάνοντας τα μικρότερα είδη εντόμων, τα οποία αγνοούνται από τον συγγενή τους.[53] Παρά το γεγονός ότι και οι δύο βασιλίσκοι τρώνε παγιδευμένα έντομα από ιστούς αράχνης κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, οι πυροβασιλίσκοι τρώνε επίσης και τις μεγάλες αγριόπες (orb-web spiders) που τους έχουν υφάνει.

Οι χρυσοβασιλίσκοι αναζητούν την τροφή τους κρεμάμενοι στην κάτω πλευρά των κλαδιών και των φύλλων, αντίθετα με τους πυροβασιλίσκους που εκμεταλλεύονται κυρίως την άνω επιφάνεια των κλαδιών σε κωνοφόρα και φυλλοβόλα δέντρα. Λιγότερο συχνά, η αναζήτηση τροφής γίνεται στο έδαφος, στη στρωμνή των φύλλων, συνήθως μαζί με παπαδίτσες. Πολύ σπάνια, έχουν παρατηρηθεί να «πίνουν» χυμό από σπασμένα κλαδιά σημύδας, μαζί με παπαδίτσες και τσοπανάκους.[29]

Οι διαφορές στην ηθολογική συμπεριφορά των δύο βασιλίσκων διευκολύνεται από λεπτές μορφολογικές διαφορές. Οι πυροβασιλίσκοι έχουν μεγαλύτερο ράμφος και σμήριγγες, που προστατεύουν τα μάτια τους, οπότε μπορούν να συλλαμβάνουν μεγαλύτερα θηράματα. Η λιγότερο διχαλωτή ουρά τους, τούς επιτρέπει να αιωρούνται περισσότερο, ενώ κυνηγούν. Οι πυροβασιλίσκοι έχουν, επίσης, πόδια καλύτερα προσαρμοσμένα για κούρνιασμα και περπάτημα, οπότε αναζητούν συχνότερα την τροφή τους στο έδαφος, ενώ ο πίσω δάκτυλος των χρυσοβασιλίσκων αντανακλά τη συνήθειά τους να κινούνται κατακόρυφα στους κορμούς. Έχουν, επίσης, βαθιά αυλάκια στα πέλματα των ποδιών τους, ικανά να τους στηρίζουν στα βραχυκλάδια των κωνοφόρων, ενώ οι πυροβασιλίσκοι έχουν πιο λεία επιφάνεια.[54]

  • Οι χρυσοβασιλίσκοι είναι τόσο μικρά και ελαφριά πουλιά που, μερικές φορές, παγιδεύονται στους ιστούς των αραχνών όπου αναζητούν έντομα και, πεθαίνουν, αδυνατώντας να δραπετεύσουν.[53]
Ο αρσενικός χρυσοβασιλίσκος έχει κίτρινο-πορτοκαλί λοφίο

Η πτήση είναι του χρυσοβασιλίσκου είναι αρκετά χαρακτηριστική, αποτελούμενη από μικρούς, συνεχείς πτερυγισμούς με σποραδικές, απότομες αλλαγές κατεύθυνσης. Γενικά, χαρακτηρίζεται ως αδύναμη [5] και κυματιστή.[44] Εκτελεί μικρότερες πτήσεις ενώ τρέφεται, μίξη από ζωηρά φτερουγίσματα και αιωρισμούς (hovering).

Ο χρυσοβασιλίσκος είναι υπερκινητικό πτηνό, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του μοναχικά, ψηλά στον θόλο των δένδρων. Κινείται νευρικά μεταξύ των φυλλωμάτων, ενώ, τακτικά ανεβοκατεβαίνει πάνω και κάτω στους κορμούς. Σπάνια κατεβαίνει στο έδαφος,[44] ενώ είναι πολύ διακριτικός και προσεκτικός στις εμφανίσεις του (confiding).[43]

Εκτός αναπαραγωγικής εποχής, μικρές ομάδες χρυσοβασιλίσκων σχηματίζονται και διατηρούν αποκλειστικές περιοχές σίτισης τον χειμώνα, τις οποίες θα υπερασπιστούν έναντι γειτονικών ομάδων. Δεδομένου ότι περιφέρονται γύρω από την περιοχή τους, συχνά συναντώνται με χαλαρά σμήνη άλλων πτηνών, όπως είναι οι παπαδίτσες και οι τσιροβάκοι. Όπως συμβαίνει και με άλλα πουλιά, τον χειμώνα τρέφονται ομαδικά καλύπτοντας μεγαλύτερο εύρος υψομέτρων και τύπων βλάστησης από ό, τι όταν είναι μόνα τους. Αυτό συμβαίνει διότι, τα είδη που τείνουν να τρέφονται κατά κοπάδια, έχουν περίπου διπλάσιο ποσοστό επιτυχίας από τα μοναχικά πουλιά.[55]

Όπως πολλά μικρά είδη στρουθιόμορφων, οι χρυσοβασιλίσκοι επιβιώνουν τις πολύ κρύες νύκτες του χειμώνα, μειώνοντας τον μεταβολικό ρυθμό τους και «προκαλώντας» υποθερμία, μέχρι και 10 °C κάτω από την κανονική θερμοκρασία του σώματός τους, προκειμένου να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο, σε σοβαρές συνθήκες παγετού, αυτό μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό διότι, η «οικονομία» στην ενέργεια από την υποθερμία μπορεί να είναι ανεπαρκής για να αντισταθμίσει την ενέργεια που απαιτείται για την αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, πίσω στο φυσιολογικό όριο την αυγή.[56]

Μελέτη που βασίστηκε στην παρατήρηση 5 -επαρκώς τρεφομένων- ατόμων έδειξε ότι διατηρούσαν κανονική θερμοκρασία σώματος κατά τη διάρκεια των κρύων νυκτών, μεταβολίζοντας το λίπος που συσσώρευσαν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επίσης, ότι χρησιμοποιούσαν πραγματικά στρατηγικές συμπεριφορές θερμορύθμισης, όπως ότι κουρνιάζουν ομαδικά σε πυκνά φυλλώματα ή χιονότρυπες για να επιβιώνουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα.[56] Όταν δύο (2) πουλιά κουρνιάζουν μαζί μειώνουν την απώλεια θερμότητας απο το σώμα τους κατά το 1/4, ενώ τρία (3) πουλιά κατά το 1/3.[57] Κατά τη διάρκεια μιας παγερής νύχτας του χειμώνα με διάρκεια 18 ώρες, στο βόρειο τμήμα του εύρους κατανομής και, με θερμοκρασίες τόσο χαμηλές όσο -25 °C, οι χρυσοβασιλίσκοι κουρνιάζοντας μαζί, μπορεί ο καθένας να κάψει λίπος ισοδύναμο με το 20% του σωματικού βάρους, για να κρατηθούν ζεστοί.[58]

Η φωνή του χρυσοβασιλίσκου είναι από τις χαρακτηριστικότερες που υπάρχουν, διότι είναι εξαιρετικά λεπτή και υψίσυχνη, απόλυτα ταιριαστή με το μικρό του μέγεθος και, αρκετές φορές, είναι δύσκολο να ακουστεί καν. Διαρκεί 1-4 δευτερόλεπτα, με όλες τις «νότες» στο ίδιο τονικό ύψος. Μερικές φορές έχει απότομη κατάληξη ή αρθρώνεται πιο γρήγορα. Διαφέρει από το κάλεσμα του πυροβασιλίσκου, επειδή είναι πιο υψίσυχνο και λιγότερο τραχύ.

Το κελάηδημα του αρσενικού είναι, επίσης, πολύ υψίσυχνο, αδύναμο, δισύλλαβο, επαναλαμβάνεται 5-7 φορές και καταλήγει σε μικρής διάρκειας τερέτισμα.[5] Συνολικά, διαρκεί 3-4 δευτερόλεπτα και επαναλαμβάνεται 5-7 φορές το λεπτό. Συχνά αρθρώνεται όταν το αρσενικό αναζητά την τροφή του και μπορεί να ακουστεί τους περισσότερους μήνες του έτους. Αρκετές φορές ακούγεται, επίσης, ένα πολύ όμορφα διανθισμένο «υποκελάηδημα» (subsong). Τα αρσενικά αρκετές φορές ανταποκρίνονται σε ηχογραφημένα καλέσματα και τραγούδια του πυροβασιλίσκου, αλλά το αντίστροφο δεν ισχύει, διότι το τραγούδι του χρυσοβασιλίσκου είναι πιο «σύνθετο».[29][59]

Οι χρυσοβασιλίσκοι αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα μετά το 1ο έτος της ηλικίας τους και είναι μονογαμικά πτηνά. Το αρσενικό τραγουδάει κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, συνήθως ενώ αναζητάει την τροφή του και όχι από θέση ποσταρίσματος (perching). Οι επιδείξεις του περιλαμβάνουν «υποκλίσεις» και ανόρθωση του χρωματιστού λοφίου. Υπερασπίζονται πολλές φορές τον ζωτικό τους χώρο έναντι των πυροβασιλίσκων, αλλά όχι ιδιαίτερα έντονα. Ισπανική μελέτη έδειξε ότι οι εδαφικές διενέξεις μεταξύ τους ήταν πιο συχνές, όταν το ένα από τα δύο είδη υπερίσχυε σαφώς, αριθμητικά, έναντι του άλλου και, σε κάθε άλλη περίπτωση, τα δύο είδη αγνοούν τα τραγούδια μεταξύ τους. Ωστόσο, σε πολύ μικρές περιοχές κωνοφόρων είναι σπάνιο για τους δύο βασιλίσκους να μοιράζονται τα εδάφη. Είτε το ένα είδος, είτε το άλλο είναι παρόν, αλλά όχι και τα δύο. Μάλιστα, μερικές φορές, ένας αρσενικός χρυσοβασιλίσκος συμπεριλαμβάνει φωνητικά καλέσματα από το «ρεπερτόριο» του πυροβασιλίσκου, στο τραγούδι του.[60]

Ο θηλυκός χρυσοβασιλίσκος έχει κίτρινο λοφίο, χωρίς πορτοκαλί φτερά

Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), ο χρυσοβασιλίσκος κατασκευάζει τη φωλιά του σε κωνοφόρα που βρίσκονται σε δάση, αλλά και σε πάρκα, θάμνους και κήπους με κατάλληλα δένδρα.[61] Η φωλιά του χρυσοβασιλίσκου είναι μια καλά μονωμένη, κυπελλόσχημη δομή κτισμένη σε δύο στρώματα.[58] Το εξωτερικό στρώμα απαρτίζεται από βρύα, μικρά κλαδιά λειχήνες και ιστούς αράχνης, με τους τελευταίους να χρησιμοποιούνται, αρκετές φορές, ως συνδετικό υλικό της φωλιάς με τα λεπτά κλαδιά που τη στηρίζουν. Το μεσαίο στρώμα είναι κυρίως βρύα, επενδεδυμένα με φτερά και τρίχες. Η φωλιά είναι μεγαλύτερη, πιο ρηχή και λιγότερο συμπαγής από εκείνη του πυροβασιλίσκου, με εσωτερική διάμετρο περίπου 9,0 εκ.[62] Στην κατασκευή της συμμετέχουν και τα δύο φύλα, αν και το θηλυκό κάνει το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κρέμεται από ένα διχαλωτό κλαδί κωνοφόρου, κάτω από το φύλλωμα και στην άκρη του κλαδιού. Συνήθως βρίσκεται όχι σε μεγάλο ύψος από το έδαφος, αν και έχουν αναφερθεί φωλιές σε ύψος μέχρι 22 μ.

  • Η είσοδος της φωλιάς βρίσκεται ακριβώς κάτω από την κάτω επιφάνεια του κλαδιού από το οποίο κρέμεται, έτσι ώστε να χωράει να περάσει παρά μόνον ο γονέας.[61]

Η εναπόθεση αυγών ξεκινά στα τέλη Απριλίου και στις αρχές Μαΐου.[28] Η γέννα στην Ευρώπη είναι συνήθως (7-) 9 έως 10 (-11) αυγά, αλλά μπορεί να εναποτεθούν μέχρι και 13 αυγά, διαστάσεων 13,6 × 10,7 χιλιοστών [63] και βάρους 0,8 γραμμαρίων, εκ των οποίων 5% είναι κέλυφος.[64] Τα αυγά στιβάζονται στη μικρή φωλιά και επωάζονται από το θηλυκό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέγεθος των αυγών αυξάνεται από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, που μπορεί να είναι κατά 20% μεγαλύτερο από το πρώτο.[65]

Συχνά υπάρχει και δεύτερη ωοτοκία, ενόσω η πρώτη εξακολουθεί ακόμη να έχει νεοσσούς στη φωλιά. Το αρσενικό κατασκευάζει τη δεύτερη φωλιά,[58] και στη συνέχεια σιτίζει τους νεοσσούς στην πρώτη φωλιά, ενώ το θηλυκό επωάζει τα αυγά στη δεύτερη. Όταν η πρώτη γενιά φθάσει στην πτέρωση (fledging), τότε βοηθάει το θηλυκό στην ανατροφή της δεύτερης.[28] Ωστόσο, το θηλυκό δεν τρέφεται κανονικά από τον σύντροφό της, ενώ επωάζει. Είναι επίμονη στο έργο της, απρόθυμη να εγκαταλείψει τη φωλιά όταν διαταραχθεί και, μάλιστα, έχει καταγραφεί να συνεχίζει να παρακολουθεί τη φωλιά, ακόμη και όταν αυτή έχει μετακινηθεί.[66] Τα αυγά διατηρούνται σε θερμοκρασία 36,5 °C, με το θηλυκό να τη «ρυθμίζει» μέσω της εναλλαγής του χρόνου που δαπανάται κατά την επώαση. Αφήνει τη φωλιά περισσότερο με την αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα, ενώ επωάζει πιο επίμονα όταν η ένταση του φωτός είναι χαμηλότερη, στις αρχές και το τέλος της ημέρας.[67]

Η επώαση διαρκεί 16-19 ημέρες και οι εκκολαφθέντες νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι. Ανοίγουν τα μάτια τους στις 7-8 ημέρες και πτερώνονται στις 17-22 ημέρες. Και οι δύο γονείς αναλαμβάνουν την ανατροφή των νεοσσών, ενώ σε πολύ ζεστό καιρό, το θηλυκό έχει καταγραφεί να φέρνει σταγόνες νερού στα μικρά, κρατώντας τις προσεκτικά στο ράμφος της.[29]

Η ετήσια θνησιμότητα ενήλικων ξεπερνάει το 80%, δίνοντας ένα προσδόκιμο ζωής περίπου 8 μήνες (!), που είναι από τα μικρότερα για οποιοδήποτε πτηνό.[68]. Υπάρχουν ωστόσο στοιχεία για κάποιο άτομο που έζησε 4 έτη και 10 μήνες,[64] ενώ ένας (1) χρυσοβασιλίσκος που δακτυλιώθηκε στο Winchester του Ηνωμένου Βασιλείου το 1989, βρέθηκε νεκρός στο Μαρόκο, 7 χρόνια και 7 μήνες αργότερα.[69]

Αν και οι επικράτειές τους αλληλοεπικαλύπτονται σημαντικά, ο υβριδισμός μεταξύ χρυσοβασιλίσκων και πυροβασιλίσκων φαίνεται να παρεμποδίζεται από τις διαφορές στα τελετουργικά φλερταρίσματος και από τα διαφορετικά μοτίβα του προσώπου των δύο ειδών. Ακόμη και σε πειράματα, όπου ένα τεχνητό «φρύδι» τοποθετήθηκε σε έναν θηλυκό χρυσοβασιλίσκο, ώστε να μοιάζει με πυροβασιλίσκο, έδωσε μεν επιτυχημένο ζευγάρωμα, αλλά οι νεοσσοί δεν ανατράφηκαν από το «μικτό» ζευγάρι, και τελικά η υιοθεσία αυτή απέτυχε.[53]

Θηρευτές και παρασιτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλο το γεωγραφικό εύρος κατανομής του, ο χρυσοβασιλίσκος έχει ως κύριο θηρευτή το ξεφτέρι, του οποίου η διατροφή αποτελείται μέχρι και 98% από πτηνά.[70] Άλλοι θηρευτές, είναι το νανογέρακο, ο χουχουριστής και ο νανόμπουφος. Ωστόσο, οι ασταθείς κινήσεις και πτήσεις του χρυσοβασιλίσκου, συχνά βοηθούν το μικρό αυτό πουλί να «μπερδεύει» τους θηρευτές του.[29]

Ο χρυσοβασιλίσκος έχει, μόνο πολύ σπάνια, καταγραφεί ως ξενιστής του κούκου, ο οποίος παρασιτεί τη φωλιά του.[71][72]

Αν και η πυκνή ανάπτυξη κωνοφόρων μπορεί να παρέχει καταφύγιο για να κουρνιάζουν το βράδυ, οι απώλειες των χρυσοβασιλίσκων σε δριμείς χειμώνες μπορεί να είναι βαριές. Σε μια φινλανδική μελέτη, μόνο το 1/10 των πληθυσμών διαχείμασης που τρέφονται κυρίως με αράχνες, επέζησε έως την άνοιξη. Κάθε ομάδα περιπλανιόταν μέσα σε μια καθορισμένη περιοχή το χειμώνα, και η χειμερινή τους επιβίωση εξαρτάτο από τη διαθεσιμότητα τροφής. Για αυτά τα μικρά πουλιά που αναπαράγονται στις βόρειες επικράτειες, υπάρχει πάντοτε το «δίλημμα» τού να παραμείνουν στα εδάφη φωλιάσματος τον χειμώνα και να κινδυνεύσουν από έλλειψη τροφής, ή να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους από τη μετανάστευση.[29]

Ακόμη και σε κάπως ηπιότερες περιοχές, όπου η διαχείμαση θεωρείται «λογική», οι αιφνίδιοι, εξαιρετικά ψυχροί χειμώνες μπορεί να προκαλέσουν βαριές απώλειες, με τους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς να χρειάζονται αρκετά χρόνια για να ανακάμψουν. Το 1930, ο Άγγλος ορνιθολόγος Τόμας Κάουαρντ (Thomas Coward) έγραφε: «…μέχρι τον βαρύ χειμώνα του 1916-1917 ο χρυσοβασιλίσκος ήταν κοινός και διαδεδομένος και φώλιαζε σε όλες τις δασικές περιοχές των νησιών μας. Το 1920 θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν «νεκρολογία», διότι οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί ήσαν σχεδόν εξαφανισμένοι... και για μερικά χρόνια, ακόμη και ως χειμερινός επισκέπτης, ο χρυσοβασιλίσκος παρέμεινε σπάνιος, απουσιάζοντας από τις περισσότερες θέσεις φωλιάσματος. Τώρα, όμως, έχει πλήρως αποκατασταθεί… »

Αλλά και αντίστροφα, οι πληθυσμοί του είδους μπορούν να αυξηθούν και να επεκταθούν με ταχείς ρυθμούς, μετά από ήπιους χειμώνες. Στην πεδινή Βρετανία, υπήρξε αύξηση της τάξης του 48% μετά τον χειμώνα του 1970-1971, με πολλά ζευγάρια να απαντούν σε φυλλοβόλα δάση, όπου κανονικά δεν θα έπρεπε να αναπαράγονται.[73]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χρυσοβασιλίσκος έχει μεγάλο φάσμα κατανομής και παγκόσμιο πληθυσμό, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[74] Υπάρχει μικρή, προς βορράν, επέκταση της κατανομής σε Σκωτία, Βέλγιο, Νορβηγία και Φινλανδία κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η οποία συνεπικουρείται από την εξάπλωση των φυτειών κωνοφόρων. Ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι σταθερός, αν και μπορεί να υπάρχουν προσωρινές σημαντικές μειώσεις σε σκληρούς χειμώνες.[28]

Στον ελλαδικό χώρο ο Χρυσοβασιλίσκος απαντά και με τις ονομασίες Βασιλάκης, Βασιλάκος, Κορωνίδα και Πετειναράκι.[1]

  1. 1,0 1,1 Απαλοδήμος, σ. 25
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 632-3
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=562698
  4. Howard and Moore, p. 632
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Bruun, p. 246
  6. http://www.iucnredlist.org/details/full/22734997/0
  7. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=regulus
  8. 8,0 8,1 http://ibc.lynxeds.com/species/goldcrest-regulus-regulus
  9. Linnaeus
  10. Cuvier
  11. Latham
  12. Monroe
  13. Barker et al
  14. Spicer & Dunipace
  15. Alström et al
  16. Päckert et al, 2008
  17. Päckert et al, 2009
  18. Boev
  19. 19,0 19,1 Baker
  20. Sangster et al
  21. Päckert & Martens
  22. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22734997
  23. Glókollar bíða afhroð (in Icelandic). Náttúrufræðistofnun Íslands
  24. 24,0 24,1 Mullarney et al
  25. 25,0 25,1 25,2 Löhrl et al
  26. 26,0 26,1 Heinzel et al, p. 300
  27. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=106002155
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 28,5 28,6 28,7 Snow & Perrins
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 29,6 29,7 Simms
  30. Bojarinova et al
  31. Merilä & Svensson
  32. 32,0 32,1 Gyurácz et al
  33. Cocker & Mabey
  34. Hubálek
  35. Hüppop & Hüppop
  36. Jenni-Eiermann & Jenni
  37. 37,0 37,1 Όντρια (Ι), σ. 195
  38. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 160
  39. Σφήκας, σ. 68
  40. Σφήκας, σ. 86
  41. 41,0 41,1 Grimmett et al, p. 218
  42. Telleria & Santos
  43. 43,0 43,1 43,2 Mullarney et al, p. 336
  44. 44,0 44,1 44,2 Avon & Tilford, p. 124
  45. Flegg, p. 202
  46. Perrins, p. 178
  47. Όντρια, σ. 195
  48. Scott & Forrest, p. 196
  49. Singer, p. 316
  50. http://www.ibercajalav.net
  51. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  52. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2014. 
  53. 53,0 53,1 53,2 Martens & Päckert
  54. Leisler & Thaler
  55. Herrera
  56. 56,0 56,1 Reinertsen et al
  57. Burton
  58. 58,0 58,1 58,2 Crick
  59. Päckert et al, 2001
  60. Lovaty
  61. 61,0 61,1 Harrison, p. 260
  62. Morris et al
  63. Harrison, p. 261
  64. 64,0 64,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob13140.htm
  65. Hafton
  66. Morris
  67. Haftorn
  68. Ricklefs
  69. "Britain's smallest bird, the Goldcrest, is booming". Wildlife Extra
  70. Génsbøl
  71. Soler & Møller
  72. Soler et al
  73. Elkins
  74. http://www.iucnredlist.org/details/22734997/0
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Alström, Per; Ericson, Per G P; Olsson, Urban; Sundberg, Per (2006). "Phylogeny and classiccation of the avian superfamily Sylvioidea". Molecular Phylogenetics and Evolution 38 (2): 381–397. doi:10.1016/j.ympev.2005.05.015. PMID 16054402.
  • Baker, Kevin (1997). Warblers of Europe, Asia and North Africa (Helm Identification Guides). London: Helm. pp. 385–387. ISBN 0-7136-3971-7.
  • Barker, F Keith; Barrowclough, George F; Groth, Jeff G (2002). "A phylogenetic hypothesis for passerine birds: taxonomic and biogeographic implications of an analysis of nuclear DNA sequence data". Proceedings of the Royal Society of London B 269 (1488): 295–308. doi:10.1098/rspb.2001.1883. PMC 1690884. PMID 11839199
  • Boev, Zlatozar (1999). "Regulus bulgaricus sp. n. - the first fossil Kinglet (Aves: Sylviidae) from the Late Pliocene of Varshets, Western Bulgaria". Historia naturalis bulgarica 10: 109–115.Cite uses deprecated parameters (help)
  • Bojarinova, Julia; Ilves, Aleksandra; Chernetsov, Nikita; Leivits, Agu (2008). "Body mass, moult and migration speed of the Goldcrest Regulus regulus in relation to the timing of migration at different sites of the migration route". Ornis Fennica 85: 55–65
  • Burton, Robert (1985). Bird Behaviour. London: Granada. p. 134. ISBN 0-246-12440-7.
  • Cocker, Mark; Mabey, Richard (2005). Birds Britannica. London: Chatto & Windus. pp. 380–381. ISBN 0-7011-6907-9.
  • Crick, Humphrey Q P (1993). "Goldcrest". In Gibbons, David Wingham; Reid, James B; Chapman, Robert A. The New Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1988–1991. London: T. & A. D. Poyser. p. 352. ISBN 0-85661-075-5.
  • Cuvier, Georges (1800). Lecons d'anatomie comparee de M. G. Cuvier, Recueillies et publiees sous ses yeux, par C. Dumeril et Duvernoy (in French). 1, table 2. Paris: Crochard et cie.
  • Elkins, Norman (1988). Weather and Bird Behaviour. Waterhouses: Poyser. p. 181. ISBN 0-85661-051-8.
  • Génsbøl, Benny (1987). Birds of Prey. London: Collins. pp. 154–156. ISBN 0-00-219176-8.
  • Génsbøl, Benny (1987). Birds of Prey. London: Collins. pp. 154–156. ISBN 0-00-219176-8.
  • Gyurácz, József; Góczán, József; Bánhidi, Péter; Lepold, Ágnes (2003). "Autumn migration of the Goldcrest (Regulus regulus) in western Hungary". The Ring 25: 37–46. doi:10.2478/v10050-008-0072-4.
  • Hafton, Svein (1986). "Clutch size, intraclutch egg size variation, and breeding strategy in the Goldcrest Regulus regulus". Journal of Ornithology 127 (3): 291–301. doi:10.1007/BF01640412.
  • Haftorn, Svein (1978). "Egg-laying and regulation of egg temperature during incubation in the Goldcrest Regulus regulus". Ornis Scandinavica 9 (1): 2–21. doi:10.2307/3676134. JSTOR 3676134
  • Herrera, Carlos M (1979). "Ecological aspects of heterospecific flocks formation in a Mediterranean passerine bird community" (PDF). Oikos 33 (1): 85–96. doi:10.2307/3544516. JSTOR 3544516.
  • Hubálek, Zdenûk (2003). "Spring migration of birds in relation to North Atlantic Oscillation". Folia Zoologica (in 3) 52 (3): 287–298.
  • Hüppop, Ommo; Hüppop, Kathrin (7 February 2003). "North Atlantic Oscillation and timing of spring migration in birds". Proc. R. Soc. Lond. B 270 (1512): 233–240. doi:10.1098/rspb.2002.2236.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Jenni-Eiermann, Susanne; Jenni, Lukas (1991). "Metabolic responses to flight and fasting in night-migrating passerines". Journal of Comparative Physiology B: Biochemical, Systemic, and Environmental Physiology 161 (5): 465– 474. doi:10.1007/BF00257901.
  • Jonzén, N.; Lindén, A.; Ergon, T.; Knudsen, E.; Vik, J. O.,;Rubolini, D.; Piacentini, D.; Brinch, C.; Spina, F.; Karlsson, L.; Stervander, M.; Andersson, A.; Waldenström, J.; *Lehikoinen, A.; Edvardsen, E.; Solvang, R.; Stenseth, N. C. 2006. Rapid advance of spring arrival dates in long-distance migratory birds. Science 312(5782): 1959-1961.
  • Latham, John (1790). Index ornithologicus, sive, Systema ornithologiae, complectens avium divisionem in classes, ordines, genera, species, ipsarumque varietates, adjectis synonymis, locis, descriptionibus, &c (in Latin) ii. London: Leigh & Sotheby. p. 548.
  • Leisler, Bernd; Thaler, Ellen. "Differences in morphology and foraging behaviour in the goldcrest Regulus regulus and firecrest R. ignicapillus". Annales Zoologici Fennici 19: 277–284.
  • Löhrl, Hans; Thaler, Ellen; Christie, David A (September 1996). "Status and behaviour of the Tenerife Kinglet". British Birds 89: 379–386
  • Lovaty, Francois (2000). "Des territoires disjoints entre les roitelets huppés Regulus regulus et les roitelets à triple bandeau Regulus ignicapillus se reproduisant dans des îlots continentaux". Alauda (in French) 68 (3): 193–200.
  • Martens, Jochen; Päckert, Martin "Family Regulidae (Kinglets & Firecrests)" pp. 330–349 in Del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew; Christie David A (eds) (2006). Handbook of the Birds of the World: Old World Flycatchers to Old World Warblers v. 11. Barcelona: Lynx Edicions. ISBN 84-96553
  • Merilä, Juha; Svensson, Erik (December 1995). "Fat reserves and health state in migrant Goldcrest Regulus regulus". Functional Ecology 9 (6): 842–848. doi:10.2307/2389981. JSTOR 2389981.
  • Monroe, Burt L. (February 1992). "The new DNA-DNA avian classification: What's it all about?". British Birds 85 (2): 53–61.
  • Morris, Francis Orpen (1853). A Natural History of the Nests and Eggs of British Birds: volume 4. London: Groombridge & sons. pp. 143–149.
  • Morris, Francis Orpen; Tegetmeier, William Bernhard (1896). A Natural History of the Nests and Eggs of British Birds, Volume 2. London: John C Nimmo. pp. 107–108.
  • Päckert, Martin; Martens, Jochen (2004). "Song dialects on the Atlantic islands: goldcrests of the Azores (Regulus regulus azoricus, R. r. sanctae-mariae, R. r. inermis)". Journal of Ornithology 145 (1): 23–30. doi:10.1007/s10336-003-0003-8.
  • Päckert, Martin; Martens, Jochen; Severinghaus, Lucia Liu (2008). "The Taiwan Firecrest (Regulus goodfellowi) belongs to the Goldcrest assemblage (Regulus regulus s. l.): evidence from mitochondrial DNA and the territorial song of the Regulidae". Journal of Ornithology 150 (1): 205–220. doi:10.1007/s10336-008-0335-5. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Päckert, Martin; Martens, Jochen; Sun, Yue-Hua; Tietze, Dieter Thomas (2009). "Phylogeography and the Evolutionary time-scale of Passerine Radiations in the Sino-Himalayan Region (Aves: Passeriformes)". In Hartmann, Matthias; Weipert, Jörg (editors). Biodiversität und Naturausstattung im Himalaya/Biodiversity and natural heritage of the Himalaya III. Erfurt: Verein der Freunde & Förderer des Naturkundemuseums Erfurt. pp. 71–80. ISBN 978-3-00-027117-5
  • Reinertsen, Randi Eidsmo; Haftorn, Svein; Thaler, Ellen (1988). "Is hypothermia necessary for the winter survival of the Goldcrest Regulus regulus?". Journal of Ornithology 129 (4): 433–437. doi:10.1007/BF01644486.
  • Ricklefs, R E; "Sibling competition, hatching asynchrony, incubation period, and lifespan in altricial birds" in Power, Dennis M (editor) (1993). Current Ornithology vol 11. New York: Springer. p. 260. ISBN 978-0-306-43990-2.
  • Sangster, George; Collinson, J Martin; Helbig, Andreas J; Knox, Alan G; Parkin, David T. (2005). "Taxonomic recommendations for British birds: third report". Ibis 147 (4): 821–826. doi:10.1111/j.1474-919X.2005.00483.x
  • Simms, Eric (1985). British Warblers (New Naturalist Series). London: Collins. pp. 352–363. ISBN 0-00-219810-X.
  • Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 volumes). Oxford: Oxford University Press. pp. 1342–1346. ISBN 0-19-850188-9. Cite uses deprecated parameters (help)
  • Soler, Juan Josė; Møller, Anders Pape (January 1995). "A comparative analysis of the evolution of variation in appearance of eggs of European passerines in relation to brood parasitism". Behavioral Ecology 7 (1): 89–94. doi:10.1093/beheco/7.1.89
  • Soler, Juan Josė; Møller, Anders Pape; Soler, Manuel (1999). "A comparative study of host selection in the European cuckoo Cuculus canorus". Oecologia 118 (2): 265–276. doi:10.1007/s004420050727
  • Spicer, Greg S; Dunipace, Leslie (2004). "Molecular phylogeny of songbirds (Passerifor-mes) inferred from mitochondrial 16S ribosomal RNA gene sequences". Molecular Phylogenetics and Evolution 30 (2): 325–335. doi:10.1016/S1055-7903(03)00193-3. PMID 14715224.
  • Telleria, José Luis; Santos, Tomás (1995). "Effects of forest fragmentation on a guild of wintering passerines: the role of habitat selection". Biological Conservation 71: 61–67. doi:10.1016/0006-3207(94)00021-H.
  • Tøttrup, A. P.; Thorup, K.; Rahbek, C. 2006. Patterns of change in timing of spring migration in North European songbird populations. Journal of Avian Biology 37: 84-92.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216