Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγγλοκρατία στην Κύπρο (1878-1960)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αγγλοκρατία στην Κύπρο)
Αγγλοκρατία στην Κύπρο
British Cyprus   (αγγλική)
Britanya Kıbrısı  (τουρκική)
Αγγλικό προτεκτοράτο (1878–1914)
Αγγλική στρατιωτική κατοχή
(1914–1925)
Αγγλική αποικιοκρατία (1925–1960)

1878 – 1960
(82 χρόνια )

 

Σημαία της Αγγλοκρατούμενης Κύπρου
(1922–1960).
Θυρεός της Αγγλοκρατούμενης Κύπρου
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Κύπρος τη δεκαετία του 1930, με την Κύπρο σε σκούρο πράσινο και το Ηνωμένο Βασίλειο σε σκούρο γκρι
Πρωτεύουσα Λευκωσία
Γλώσσες
Θρησκεία
Πολίτευμα Μοναρχία
Μονάρχης
 -  •1878–1879 (πρώτη) Βικτωρία
 -  •1952–1960 (τελευταία) Ελισάβετ Β΄
Ιστορική εποχή Βρετανική Αυτοκρατορία
 -  Βρετανική κυριαρχία 1878
 -  Κυπριακή Σύμβαση 4 Ιουνίου 1878
 -  Ίδρυση προτεκτοράτου 12 Ιουλίου 1878
 -  Αγγλική στρατιωτική κατοχή 5 Νοεμβρίου 1914
 -  Συνθήκη της Λωζάνης 24 Ιουλίου 1923
 -  Αγγλική αποικιοκρατία 1 Μαΐου 1925
 -  Δημοψήφισμα: Ένωσις 15 Ιανουαρίου 1950
 -  Απελευθερωτικός Αγώνας της Κύπρου 1955-59 1 Απριλίου 1955
 -  Κυπριακή Δημοκρατία 16 Αυγούστου 1960
Έκταση
 -  1924[1] 9,272 km²
Πληθυσμός
 -  1924[1] εκτ. 310,709 
     Πυκνότητα 33,5 /km²
 -  1955[2] εκτ. 529,972 
 -  1960[2] εκτ. 572,930 
Νόμισμα οθωμανική λίρα (1878–79)
λίρα Κύπρου (από 1879)

Αγγλοκρατία στην Κύπρο, ή αλλιώς Βρετανική Κύπρος (αγγλικά: British Cyprus, τουρκικά: Britanya Kıbrısı) ονομάζεται η χρονική περίοδος που το νησί της Κύπρου ήταν υπό την κυριαρχία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Κύπρος πέρασε στα χέρια των Βρετανών το 1878 αρχικά ως προτεκτοράτο μετά από μια συμφωνία ανάμεσα στην Οθωμανική και την Βρετανική Αυτοκρατορία. Από το 1914, κηρύχθηκε ως κτήση της Βρετανίας, ενώ από το 1925 ως το 1960 ως αποικία του Στέμματος. Κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας, το οθωμανικό δάνειο εμπόδισε την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του νησιού.

Η Κύπρος γίνεται Βρετανική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
28.6.1878. Επίσημη έπαρση της σημαίας του Ηνωμένου Βασιλείου στη Λευκωσία. Έναρξη αγγλικής κατοχής.

Το 1878, με το συνέδριο του Βερολίνου, τερματίστηκαν για την Κύπρο τριακόσια χρόνια κυριαρχίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς ο Σουλτάνος συμφώνησε να παραδώσει την Κύπρο στη Βρετανία. Είχε προηγηθεί το 1876 η Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης, κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ανέλαβε δεσμεύσεις προς άλλες μεγάλες δυνάμεις τις οποίες δεν κατάφερε να εκπληρώσει, οπότε η Ρωσική Αυτοκρατορία της κήρυξε πόλεμο το 1877. Εν μέσω αναταραχών στα Βαλκάνια και της πίεσης από τη Ρωσία, η Οθωμανική αυτοκρατορία παρέδωσε την Κύπρο στους Βρετανούς με αντάλλαγμα την υποστήριξη τους. [3] To συνέδριο του Βερολίνου άρχισε στις 13 Ιουνίου 1878, κράτησε ένα μήνα και ο οικοδεσπότης Μπίσμαρκ ανέλαβε χρέη προέδρου.[4] Το συνέδριο άλλαξε τα σύνορα της Βαλκανικής, καθώς η Μεγάλη Βουλγαρία διασπάστηκε στα τρία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία ανεξαρτητοποιήθηκαν, η Ρωσία κράτησε τα περισσότερα εδάφη που κατέκτησε, αν και ορισμένα επιστράφηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ η Κύπρος θα κατέληγε στην Αγγλία με καθεστώς εκμίσθωσης.[5] Αντιπολιτευτικά μέσα στη Βρετανία έκαναν λόγο για δυσβάστακτο κόστος συμφωνίας, ενώ η Κύπρος ήταν ένα μικρό νησί χωρίς λιμάνια και με ελονοσία. Η κυβέρνηση απάντησε ότι η κατοχή της Κύπρου δεν αφορούσε τη Μεσόγειο αλλά τις Ινδίες.[6] Στις 12 Ιουλίου οι Βρετανοί ανέλαβαν τη διοίκηση του νησιού και στις 15 Ιουλίου υψώθηκε η βρετανική σημαία στη Λάρνακα και στις 20 Ιουλίου στην Αμμόχωστο.[7]

O Βρετανός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι με τη βοήθεια της Κύπρου, αποκαθιστούν τον Σουλτάνο στη θέση του, γελοιογραφία της εποχής στο περιοδικό Punch.

Με την υπογραφή της μετάβασης της Κύπρου στην Τουρκία, οι Βρετανοί δέχτηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.[8][9]. Λόγω του Κριμαϊκού πολέμου, η Οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και δεν μπορούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς Βρετανία και Γαλλία. Με σκοπό να βοηθήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, η Βρετανία αποδέχτηκε να αποδίδει στην Οθωμανική αυτοκρατορία τα καθαρά κέρδη από τα έσοδά της στην Κύπρο. Το ποσό αυτό δεν αποδιδόταν, αλλά κατακρατούνταν ως αποπληρωμή των τόκων του οθωμανικού δανείου, στο οποίο ήταν εγγυητές.[10]Το συνολικό ποσό το οποίο έφευγε από την Κύπρο και κατέληγε στους Βρετανούς ήταν περίπου 92 χιλιάδες στερλίνες, το μισό του προϋπολογισμού της Κύπρου.[9]

Από τα πρώτα χρόνια της οθωμανοκρατίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκτησε την πολιτική της δύναμη, αφού οι ρωμαιοκαθολικοί απομακρύνθηκαν. Τον 17ο αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπος αναγνωρίστηκε επίσημα από την Υψηλή Πύλη ως μιλετ μπασί και έκτοτε ήταν ο πολιτικός ηγέτης (Εθνάρχης) των Ελλήνων. Η εκκλησία συνεργαζόταν με τους Οθωμανούς σε μια σειρά διοικητικών μέτρων, όπως για παράδειγμα στη συλλογή των φόρων. Έτσι, κατά την έλευση της Αγγλοκρατίας, η Εκκλησία είχε σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη, ενώ είχε επιπλέον και αρκετή κτηματική περιουσία.[11]

Ιστορία της Κύπρου
Προϊστορική περίοδος
Νεολιθική Εποχή (7000 - 3900 π.Χ.)
Χαλκολιθική Εποχή (3900 - 2500 π.Χ.)
Πρώιμη εποχή του χαλκού (2500 - 1900 π.Χ.)
Μέση εποχή του χαλκού (1900 - 1650 π.Χ.)
Ύστερη εποχή του χαλκού (1650 - 1050 π.Χ.)
Αρχαία ιστορία της Κύπρου
Ασσυριακή Περίοδος (709 π.Χ. - 669 π.Χ.)
Περσική Περίοδος (525 π.Χ. - 333 π.Χ.)
Ελληνιστική Περίοδος (333 π.Χ. - 58 π.Χ.)
Ρωμαϊκή Περίοδος (58 π.Χ. - 330)
Η Κύπρος τον Μεσαίωνα
Βυζαντινή Κύπρος (330 - 1191)
Βασίλειο της Κύπρου (1192 - 1489)
Βενετική Περίοδος (1489 - 1571)
Οθωμανική Κύπρος (1571 - 1878)
Αγγλική Περίοδος (1878 - 1960)
Ανεξάρτητη Κύπρος
Νεότερη ιστορία της Κύπρου (1960 - Σήμερα)

H οικονομία της Κύπρου ήταν κατά βάση γεωργική και οι αγρότες καλλιεργούσαν κριθάρι, σιτάρι, βαμβάκι και αμπέλι. Υπήρχαν μικρές βιοτεχνίες και το εμπόριο γινόταν με τις γειτονικές χώρες και την Ευρώπη.[12] Στην εκπαίδευση υπήρχαν δύο συστήματα, ένα μουσουλμανικό και ένα χριστιανικό, τα οποία έδιναν βάρος στη θρησκευτική εκπαίδευση. Παρότι η εκπαίδευση ήτανε υποχρεωτική, μόνο το 1% του πληθυσμού ήξερε ανάγνωση[13]

Από 1878 μέχρι τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σημαία του βρετανικού προτεκτοράτου της Κύπρου (1881–1922)

Οι Βρετανοί είχαν ένα σκοπό για την Κύπρο, να τους βοηθήσει στρατιωτικά να διατηρήσουν ανοικτό τον δρόμο προς τις Ινδίες.[14]

O πρώτος Ύπατος Αρμοστής και Διοικητής της Κύπρου ήταν ο Γκάρνετ Γουόλσλεϋ (Garnet Wolseley), ο οποίος προχώρησε σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις. To πρώτο μέλημα του Γουόλσλεϋ ήταν να εγκαταστήσει τη βρετανική ισχύ στην Κύπρο - δεν άργησε ως εκ τούτου να συγκρουστεί με προξενεία ευρωπαϊκών χωρών και την Εκκλησία της Κύπρου. Ο Γουόλσλεϋ, ο οποίος είχε αρνητική εικόνα για την Εκκλησία, κατάργησε τις φοροαπαλλαγές και άλλα προνόμιά της.[15] Ιδρύθηκε το συμβουλευτικής φύσης Νομοθετικό Συμβούλιο (Legislative Council) - με αυτή την κίνηση έχαναν μέρος της πολιτικής τους εξουσίας ο Αρχιεπίσκοπος και ο Μουφτής.[16] To δικαστικό σώμα μεταρρυθμίστηκε επίσης, καθώς ιδρύθηκε ανώτατο δικαστήριο στη Λευκωσία και επαρχιακά δικαστήρια στις υπόλοιπες πόλεις. Στόχος τους ήταν ο περιορισμός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και η καταπολέμηση της διαφθοράς.[17]

Mετά τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Γουόλσλεϋ, ο νέος υπουργός Αποικιών λόρδος Κίμπερλυ αποφάσισε την παραχώρηση Συντάγματος. Το Νομοθετικό Συμβούλιο αναβαθμίστηκε και απέκτησε περισσότερα μέλη τα οποία εκλέγονταν από τον λαό.[18] Οι Ελληνοκύπριοι αποδέχτηκαν τις αλλαγές με ευχαρίστηση, ενώ οι Τουρκοκύπριοι, που έχασαν ορισμένα προνόμια, διαμαρτυρήθηκαν.[19]

Η φορολόγηση της Κύπρου ήταν βαριά. Σε αυτό συνέβαλλε και το οθωμανικό δάνειο, το οποίο δεν είχε καμιά σχέση με την Κύπρο. Το 25% των πόρων της Κύπρου διοχετευόταν στα βρετανικά ταμεία, στερώντας από τον τόπο αναπτυξιακά έργα.[20] Παρόλες τις κατοπινές διαμαρτυρίες, τόσο των Ελληνοκύπριων όσο και των Τουρκοκύπριων, η βαριά φορολογία παρέμενε για περισσότερα από 50 χρόνια.[21]

Λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Βρετανία βρέθηκε σε αντίπαλο στρατόπεδο με την Οθωμανική αυτοκρατορία και έτσι, με κυβερνητικό διάταγμα, προσάρτησε την Κύπρο, αλλάζοντας το καθεστώς της από βρετανικό προτεκτοράτο σε βρετανική κτήση.[22]Στα πρώτα χρόνια της βρετανικής διοίκησης, η βαριά φορολογία είχε εξαντλήσει την κυπριακή κοινωνία και εμπόδιζε την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα (εμπόριο-βιοτεχνία). Για τα φτωχότερα στρώματα, η μετάβαση από την οθωμανοκρατία στην αγγλοκρατία δεν σήμαινε βελτίωση των όρων επιβίωσης τους, καθώς ήταν εγκλωβισμένοι στα χρέη.[23]

Οι αρχές του Ενωτικού Κινήματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι την έλευση της αγγλοκρατίας, η Ένωσις ηταν επιδίωξη λίγων μελών της ελληνοκυπριακής ελίτ. Ωστόσο, δύο σημαντικοί παράγοντες συνέβαλαν ώστε το ενωτικό κίνημα να ξεπεράσει το περιθώριο και να φουντώσει στην κυπριακή κοινωνία. Αρχικά, η Εκκλησία και οι τοκογλύφοι έχασαν αρκετά από τα προνόμια που απολάμβαναν επί οθωμανοκρατίας και αντιμετωπίζονταν αρνητικά από τους Βρετανούς. Ξεκίνησε, έτσι, ένας υπόγειος πόλεμος κατά της αγγλοκρατίας. Ο δεύτερος λόγος ήταν η εμφάνιση ενός ρεύματος νέων ανθρώπων οι οποίοι μετέβαιναν για σπουδές στην Ελλάδα και επέστρεφαν στην Κύπρο εμποτισμένοι με το όραμα της Ένωσης. Αρκετοί από αυτούς ήταν δάσκαλοι και μετέφεραν το πάθος τους στα παιδιά. Με διάφορες αφορμές γίνονταν διαδηλώσεις υπέρ της Ένωσης, ενώ Βρετανοί αξιωματούχοι προσπαθούσαν να ξεκαθαρίσουν στους Ελληνοκύπριους ότι δεν επρόκειτο η Βρετανική Αυτοκρατορία να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Η επιδίωξη της Ένωσης από τους Ελληνοκύπριους προκάλεσε εντάσεις στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες.[24]

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και Κύπρος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ένταξη της Κύπρου στη Βρετανική Αυτοκρατορία σήμαινε και την ένταξή της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, η συμμετοχή της Κύπρου ήταν μόνο έμμεση, με 13.000 εθελοντές (Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι) και υλική βοήθεια - κυρίως τρόφιμα.[25] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Βρετανία προσέφερε στην Ελλάδα την παράδοση της Κύπρου με αντάλλαγμα στρατιωτική βοήθεια, η οποία όμως απορρίφθηκε.[26]

Από το 1920 μέχρι τα Οκτωβριανά (1931)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σημαία της Κύπρου ως Αποικία του Στέμματος (1922–1960)

Η οικονομική κατάσταση των αγροτών στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν δραματική. Οι αγρότες ήταν έρμαια και των τοκογλύφων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την έλλειψη νομοθεσίας, και των εμπόρων. Οι αγρότες έχαναν εύκολα την περιουσία τους και το σύστημα έμοιαζε με δουλοπαροικία.[27] Για αυτό τον λόγο ο κυβερνήτης Μάλκολμ Στήβενσον το 1919 πήρε μέτρα για να προστατέψει τον πληθυσμό από την τοκογλυφία (για παράδειγμα έθεσε μέγιστο επιτόκιο το 12%), ωστόσο αρκετοί νέοι νόμοι έμειναν στα χαρτιά.[28] Αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, η οποία κορυφώθηκε το 1924, ήταν η εσωτερική μετανάστευση, η πτώση μισθών, η αύξηση των πλειστηριασμών και η εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού.[29]

Μόνη λύση φάνταζε πλέον η δημιουργία Αγροτικής Τράπεζας, μια θέση την οποία υποστήριζε το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, η οποία ιδρύθηκε τελικά το 1925, αν και με πενιχρά κεφάλαια.[28][30]

Η άνοδος του ενωτικού κινήματος ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους οδήγησε τους Βρετανούς να πάρουν μέτρα κατασταλτικού χαρακτήρα για να το περιορίσουν.[31] Ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους είχαν διαμορφωθεί δύο ρεύματα, εκ των οποίων το ένα ήταν ανένδοτο υπέρ της Ένωσης και υποστήριζε την απόσυρση των Ελληνοκυπρίων από διάφορους διοικητικούς και νομοθετικούς θεσμούς, ενώ το άλλο ρεύμα υποστήριζε πως έπρεπε να τεθεί σε προτεραιότητα η βελτίωση των συνθηκών ζωής του λαού, θέματα παιδείας, φορολογίας και γεωργίας.[32] Για να αυξήσει την πίεση υπέρ της Ένωσης, η Εκκλησία οργάνωσε την Παγκύπρια Συνέλευση, η οποία θα αντιπροσώπευε τους Ελληνοκύπριους και στην ηγεσία της θα βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Οι Βρετανοί όμως δεν το λάμβαναν υπόψη.[33]

Μια τελευταία μεγάλη αλλαγή που κατάφερε ο Στήβενσον ήταν η κατάργηση του φόρου της δεκάτης, ενώ προώθησε ορισμένες θετικές μεταρρυθμίσεις στην υγεία και τη δικαιοσύνη.[34] Πάντως, ο γενικός απολογισμός της θητείας του Στήβενσον ήταν ο χειρότερος από όλους τους κυβερνήτες της Κύπρου μέχρι τότε.[35]

Ο Ρόναλντ Στορς

Ο επόμενος κυβερνήτης ήταν ο 45χρονος Ρόναλντ Στορς[36] και έθεσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα βελτιώσεων σε αρκετούς τομείς της οικονομίας και κοινωνίας. Μάλιστα προσπάθησε να καταργήσει τον φόρο υποτέλειας, αν και προσέκρουσε στην άρνηση της Βρετανίας. [37] Προσπάθησε να βοηθήσει τους αγρότες αυξάνοντας τα κεφάλαια της Αγροτικής Τράπεζας και μετά από αρκετές διπλωματικές μανούβρες τα κατάφερε, ωστόσο η κατάσταση στην Κύπρο θύμιζε ήδη φεουδαρχία- το 1/3 της γης άνηκε στους λίγους δανειστές.[38]

Λόγω ασθένειας, το 1929 διοίκησε προσωρινά ο Νίκολσον και η περίοδος είναι γνωστή ως Ιντερμέδιο Νίκολσον, η οποία χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις του Νίκολσον με τους εκπρόσωπους της ελληνοκυπριακής μεγαλοαστικής τάξης, τοκογλύφους και γαιοκτήμονες, τους οποίους χαρακτήριζε παράσιτα.[39]

Οικονομικές εξελίξεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 έπληξε και την Κύπρο. Μειώθηκαν τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές, έκλεισαν βιοτεχνίες και άλλες παραγωγικές μονάδες ενώ αυξήθηκε η ανεργία. Περισσότερος κόσμος έπεσε θύματα τοκογλύφων.[40]

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υποβαθμισμένες. Η διατροφή ήταν λιτή, ενώ ασθένειες όπως ελονοσία και οφθαλμικές παθήσεις θέριζαν τον πληθυσμό. Εμφανίστηκαν επίσης τα πρώτα αφροδίσια νοσήματα από βετεράνους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρκετοί κατανάλωναν άφθονο αλκοόλ, ενώ η χαρτοπαιξία ήταν μια συνηθισμένη αιτία χρεοκοπίας.[41] Λίγοι μαθητές κατάφερναν να τελειώσουν το σχολείο (20% Ελληνοκύπριοι και 28% Τουρκοκύπριοι) [42]

Ωστόσο, μερικά αναπτυξιακά έργα πραγματοποιήθηκαν, κυρίως στις μεταφορές. Βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο, τα λιμάνια, οι σιδηρογραμμές και προώθησε την κατασκευή Γεωπονικής Σχολής στη Μόρφου [43]

Εξελίξεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο εθνικισμός αναπτυσσόταν ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Λόγω των διωγμών που υφίσταντο οι Τούρκοι σε χώρες τις πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, νόμιζαν πως αυτή θα ήταν και η δική τους μοίρα, αν ενωνόταν η Κύπρος με την Ελλάδα. [44][45] Με την άνοδο του Κεμαλισμού στην Τουρκία και την αύξηση των Τουρκοκυπρίων που επισκέπτονταν την Τουρκία, ο εθνικισμός αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ οι θρησκευτικές τους παραδόσεις υποχώρησαν.[46]

Κύριο λήμμα: Οκτωβριανά

Τον Οκτώβριο του 1931 ξέσπασαν στην Κύπρο σοβαρά επεισόδια, τα οποία έμειναν στην ιστορία με το όνομα «Οκτωβριανά». Με ηγέτη αρχικά τον μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο (Μυλωνά), μια πορεία 5 χιλιάδων Ελληνοκυπρίων κατάληξε στο Κυβερνείο, το οποίο πυρπόλησαν. Η είδηση έκανε τον γύρο της Κύπρου και νέες ταραχές ξέσπασαν στις μεγάλες πόλεις[47][48] Το Κομμουνιστικό Κόμμα σύντομα συντάχθηκε με τους διαδηλωτές. Οι ταραχές συνεχίστηκαν μέχρι τις 29 Οκτωβρίου. [48] Μετά τα Οκτωβριανά, ακολούθησε η σκληρή περίοδος της Παλμεροκρατίας, η οποία οδήγησε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των εθνικιστικών δυνάμεων.[49]

Από το 1931 έως το 1949: Η Παλμεροκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τα Οκτωβριανά οι Βρετανοί σκλήρυναν τη στάση τους. Ο κυβερνήτης Στορρς απομακρύνθηκε, τον αντικατέστησε για ένα μικρό διάστημα ο Ρέτζιναλντ Εντουαρντ Σταμπς, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του για έναν χρόνο μόνο. Ο Σταμπς πέρασε ορισμένα αντικομμουνιστικά νομοσχέδια και άλλαξε τους νόμους για τη λογοκρισία του Τύπου. [50]

Ο επόμενος κυβερνήτης ήταν ο Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ. Ο Πάλμερ φερόταν υποτιμητικά έως και ρατσιστικά προς τους Κύπριους και η περίοδός του χαρακτηρίστηκε από στασιμότητα και ανελευθερία. Οι Ελληνοκύπριοι διαμαρτυρήθηκαν για τη στάση του Πάλμερ αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[51]

Ο επόμενος κυβερνήτης της Κύπρου Battershill σχεδίασε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Οργάνωσε δημοτικές εκλογές, κατάργησε τον νόμο του 1931 για την απαγόρευση συναθροίσεων άνω των πέντε ατόμων. Εν τω μεταξύ, οι κομμουνιστές κατάφερναν σημαντικές νίκες. Την άνοιξη του 1939, οργάνωσαν την πρώτη απεργία στον οικοδομικό τομέα κερδίζοντας τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Τον Αύγουστο του 1939, έγινε το πρώτο συνδικαλιστικό συνέδριο στην Αμμόχωστο. Οι συνθήκες εργασίας πάντως παρέμειναν εξαιρετικά δυσμενείς. Οι εργάτες δούλευαν 52-60 ώρες κάθε εβδομάδα. Οι κομμουνιστές προσπάθησαν να οργανώσουν και τους φτωχούς αγρότες στα χωριά, όμως οι πλούσιοι αγρότες αντέδρασαν και σχημάτισαν την Παναγροτική Ένωση Κύπρου[52] (ΠΕΚ) η οποία αιματοδότησε αργότερα την ΕΟΚΑ. Το 1941, υπό τον Πλουτή Σέρβα το Κ.Κ.Κ. μετασχηματίστηκε σε ΑΚΕΛ στη Σκαρίνου. Το 1939 πάντως, όταν η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία, η Κύπρος δεν επηρεάστηκε σημαντικά. Περίπου 25 χιλιάδες Κύπριοι και των δυο κοινοτήτων συμμετείχαν στις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις. Όταν ο Battershill αποχώρησε το 1941, οι Κύπριοι είχαν ανασάνει οικονομικά και σε επίπεδο τοπικής διακυβέρνησης.[51]

Το 1945, οι εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές στην Βρετανία, ωστόσο ακολούθησαν παρόμοια αποικιακή πολιτική με τους Τόρις. Οι Ελληνοκύπριοι δημιούργησαν νέα αποστολή προς το Λονδίνο με επικεφαλής τον μητροπολίτη Λεόντιο για να προωθήσουν τον σκοπό της Ένωσης. Η αποστολή εστάλη τον Δεκέμβρη του 1946. Εκείνη την εποχή, συνέβησαν πολύ σημαντικά γεγονότα: 14 Φεβρουαρίου 1947, η Βρετανία ανήγγειλε πως θα μεταφέρει την ευθύνη του Παλαιστινιακού προβλήματος στον ΟΗΕ. Λίγες μέρες αργότερα ανακοίνωσε πως η Ινδία θα γινόταν ανεξάρτητη και πως το ίδιο θα συνέβαινε και με την Αίγυπτο. Επίσης ανακοίνωσε πως θα σταματούσε την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Ενώ οι Ελληνοκύπριοι χάρηκαν πως πλησίαζε και η σειρά της Κύπρου, η απώλεια της Αιγύπτου έκανε πιο σημαντική την Κύπρο για τη Βρετανία.[51]

Εν το μεταξύ επέστρεψε από την εξορία ο μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος. Ο Μακάριος, γνωστός για τις αντικομμουνιστικές του θέσεις, ήταν πλέον εναντίον της Ένωσης, καθώς πίστευε πως οι κομμουνιστές θα κέρδιζαν τον εμφύλιο. Συγκρούστηκε με τον Λεόντιο στις επερχόμενες αρχιεπισκοπικές εκλογές και ο Λεόντιος υποστηριζόμενος από την αριστερά, αν και ο ίδιος δεν ήταν κομμουνιστής, κέρδισε. [53] Λίγο αργότερα όμως, μετά από ένα κήρυγμά του υπέρ της Ένωσης, ο Λεόντιος πέθανε αιφνιδίως σε ηλικία 51 ετών και στις νέες εκλογές νικητής αναδείχτηκε ο δεξιός μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, τότε 78 ετών. Σύνθημα του ήταν «Ένωσις και μόνον Ένωσις».[54]

Διασκεπτική συνέλευση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 9 Ιουλίου 1947, ο κυβερνήτης κάλεσε με διάγγελμά του όλες τις κοινότητες να οργανώσουν τη Διασκεπτική συνέλευση. Η Εκκλησία αρνήθηκε να συμμετάσχει, καταδικάζοντας τη διασκεπτική. Ο Φίφης Ιωάννου, παρότι ήτανε υπέρ της Ένωσης, είχε υποστηρίξει πως άμεσος στόχος πρέπει να είναι η αυτοδιοίκηση του νησιού και αργότερα ο εκδημοκρατισμός και η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων. Στις 18 Νοεμβρίου, ο Ιωάννης Κληρίδης, τότε δήμαρχος Λευκωσίας, υπέβαλε υπόμνημα με βελτιώσεις στο νομοθετικό σώμα παρόμοιο με τα συντάγματα της Μάλτας και της Κεϋλάνης. Οι προτάσεις απορρίφθηκαν από το Κυβερνείο, το οποίο επανήλθε με άλλες προτάσεις, οι οποίες υποβάθμιζαν την αντιπροσώπευση και τη δημοκρατικότητα του προτεινόμενου συστήματος. Στις 21 Μαΐου 1948, οι Τουρκοκύπριοι και δύο εκπρόσωποι της ελληνοκυπριακής Δεξιάς αποδέχτηκαν τις προτάσεις, ενώ το ΑΚΕΛ αποχώρησε ζητώντας πραγματική αυτοδιοίκηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο κυβερνήτης κατάργησε τη διασκεπτική.[55]

Από το 1949 έως το 1960

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1949 υπήρξε σημαντική χρονιά για την Κύπρο. Τελείωσε ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, ενώ το ΑΚΕΛ άλλαξε Γενικό Γραμματέα: από τον κοσμοπολίτη διανοούμενο Πλουτή Σέρβα στον Εζεκία Παπαϊωάννου. Το ΑΚΕΛ επίσης αποφάσισε να αλλάξει γραμμή στο Κυπριακό και να επιδιώξει την Ένωση. Ωστόσο, ο εμφύλιος στην Ελλάδα είχε λήξει με ήττα των κομμουνιστών, άρα σε περίπτωση ένωσης το ΑΚΕΛ θα ετίθετο εκτός νόμου. Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις που ίσως να συνέβαλαν όλες ώστε να ληφθεί μια τέτοια γραμμή. Το ΑΚΕΛ, γνωρίζοντας πως οι Βρετανοί δεν θα επέτρεπαν την Ένωση, μπορούσε να τη διεκδικεί χωρίς κίνδυνο να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Άλλη εξήγηση είναι ότι ήθελε να αφαιρέσει την Ένωση ως προνομιακό θέμα της Εκκλησίας και της Δεξιάς. Τέλος, με το να απαιτεί Ένωση, θα εξέθετε τόσο την βρετανική κυβέρνηση όσο και την ελληνική στα μάτια του λαού. [56]

Η αντίδραση του Εθναρχικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείτο από υψηλόβαθμους κληρικούς και μερικούς συντηρητικούς πολιτικούς, ήταν να αυξήσει τις διεκδικήσεις του για την Ένωση, ώστε να μην χάσει την πρωτοκαθεδρία στο ζήτημα από το ΑΚΕΛ. Έτσι, οργάνωσε δημοψήφισμα γνωστό ως Ενωτικό Δημοψήφισμα. Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων ήταν έντονη: Ζήτησαν από τον κυβερνήτη να ακυρωθεί το δημοψήφισμα, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου πραγματοποίησαν μια μεγάλη συγκέντρωση η οποία έφερε κοντά αντίπαλα πολιτικά κόμματα των Τουρκοκυπρίων. Το σύνθημα των Τουρκοκυπρίων ήταν πως «η Κύπρος είναι τουρκική», κάτι που αρνήθηκε ρητώς ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Fuat Koprullu το 1950. Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 15 και 22 Ιανουαρίου 1950 και έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα. Ωστόσο η Βρετανία επέμενε πως το Κυπριακό ζήτημα ήταν κλειστό. Δημιουργήθηκαν δύο αποστολές Ελληνοκυπρίων για να κάνουν γνωστό τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, μια αποστολή από την Εθναρχία σε χώρες της Δύσης και άλλη από το ΑΚΕΛ προς χώρες του ανατολικού μπλοκ, εξίσου αποτυχημένες και οι δύο. [57]

Εν τω μεταξύ, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' πέθανε στις 28 Ιουνίου 1950. Ο χωροεπίσκοπος Σαλαμίνος φρόντισε με εγκύκλιό του να διαγραφούν όλοι οι κομμουνιστές που είχαν δικαίωμα να λάβουν μέρος στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, με αποτέλεσμα η υποψηφιότητα του Κυπριανού, ο οποίος υποστηρίζονταν, σύμφωνα με τις φήμες, από το ΑΚΕΛ, να δεχτεί πλήγμα και να αναδειχτεί Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. [58]

To 1952 ιδρύθηκε η ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), η οποία έμελλε να δώσει αρκετά μέλη στην ΕΟΚΑ. Οι αρχηγοί της ΠΕΟΝ επένδυαν στον ρομαντισμό και ιδεαλισμό της νεολαίας. Υπήρχαν τελετές μύησης στην οργάνωση με όρκους και άλλες τελετουργίες. Οι δάσκαλοι στα σχολεία ενθάρρυναν αυτές τις οργανώσεις, γιατί και αυτοί ήταν ένθερμοι οπαδοί της Ένωσης, άλλωστε είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Οι διπλωματικές απόπειρες του Μακαρίου στον ΟΗΕ δεν είχαν αποτέλεσμα. Οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας εκείνη την εποχή ήταν ένθερμες, κάτι που δεν άρεσε ούτε στους Ελληνοκύπριους ούτε στους Τουρκοκύπριους.[59]

Tο 1954 έφερε γεγονότα που αύξησαν την αξία της Κύπρου για τη Βρετανία. Είχε προηγηθεί η απώλεια πετρελαϊκών πηγών στο Ιράν, αφού η Anglo-Iranian Oil Company εθνικοποιήθηκε, ενώ ο Νάσσερ κέρδισε την εξουσία στην Αίγυπτο και ζήτησε από τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν το Σουέζ. Επιπλέον, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν υπογράψει το Balkan Pact, το οποίο με την είσοδο του Ιράκ, της Ιορδανίας και του Πακιστάν έγινε το CENTO Pact, πράγμα που για τους Βρετανούς σήμαινε την ανάγκη για ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο.[60]

Στις 20 Αυγούστου 1954, η Ελλάδα προσέφυγε στον ΟΗΕ με αξίωση να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης όπως εδικαιούτο ο κυπριακός λαός. Με διπλωματικές μανούβρες οι Βρετανοί κατόρθωσαν να αναβάλουν τη συζήτηση ώστε να εξασφαλίσουν την απαραίτητη πλειοψηφία, ενώ όταν έγινε η συζήτηση η Τουρκία προέβαλε το επιχείρημα πως η αυτοδιάθεση σήμαινε ένωση Ελλάδας και Κύπρου, κάτι που παραβίαζε τη Συνθήκη της Λωζάνης, άρα η Τουρκία είχε λόγο. Η ελληνική πλευρά ήταν απογοητευμένη από το αποτέλεσμα.[61]

Εν τω μεταξύ, ήδη οι προετοιμασίες για αντάρτικο πόλεμο είχαν ξεκινήσει. Ο Αβέρωφ προειδοποίησε τον Μακάριο πως, αν αναλάμβανε τέτοιο αγώνα, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θα πλήρωναν το τίμημα, αλλά ο Μακάριος του απάντησε πως αυτοί ήταν καταδικασμένοι έτσι και αλλιώς. Ο Μακάριος επέλεξε τον Γρίβα για επικεφαλής του ένοπλου αγώνα και ο Γρίβας από το 1953 ετοίμαζε τα σχέδια. Πριν να ξεκινήσει ο αγώνας, ο Μακάριος ενημέρωσε τον Παπάγο. Στις 13 Ιανουαρίου 1955, οι Βρετανοί συνέλαβαν το καΐκι Άγιος Γεώργιος με το πλήρωμα και τα έγγραφα της οργάνωσης. Ο κυβερνήτης της Κύπρου Armitage προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Μακάριο, αλλά το υπουργείο Αποικιών δεν του άφηνε περιθώριο για κινήσεις. Έτσι η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ ήταν αναπόφευκτη. [62]

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955 με εκρήξεις σε διάφορα σημεία της Κύπρου[63]. Τον Μάιο, ο Γρίβας αποφάσισε την αναβάθμιση του αγώνα στοχεύοντας και προσωπικό πέρα από άψυχες εγκαταστάσεις. Έτσι επιτέθηκαν στο αρχηγείο της αστυνομίας, μιας και ο Γρίβας θεωρούσε τους αστυνομικούς ως προδότες που έπρεπε να εκτελεστούν. Το ΑΚΕΛ επέλεξε τον δρόμο της ουδετερότητας, κάτι που οδήγησε να ακούγονται φωνές περί προδοσίας στον εθνικό σκοπό, ακόμη μέχρι και σήμερα. Το 1956 χαρακτηρίστηκε από αύξηση της βίας, το 1958 εμφανίστηκε η διακοινοτική βία ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους και το 1959 με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου συμφωνήθηκε η ίδρυση ενός ανεξάρτητου δικοινοτικού κράτους και το τέλος της Αγγλοκρατίας (αν και παρέμειναν οι βρετανικές βάσεις)[64].

  1. «The British Empire in 1924». The British Empire. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2017. 
  2. 2,0 2,1 «Cyprus Population». Worldometers. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2017. 
  3. Ρίχτερ 2007, σελ. 23.
  4. Ρίχτερ 2007, σελ. 39.
  5. Ρίχτερ 2007, σελ. 39 & 43.
  6. Ρίχτερ 2007, σελ. 45.
  7. Ρίχτερ 2007, σελ. 46.
  8. Richter 2010, σελ. 16-18.
  9. 9,0 9,1 Γιωργαλλής 2015, σελ. 56.
  10. Ρίχτερ 2007, σελ. 103-05.
  11. Ρίχτερ 2007, σελ. 61-64.
  12. Ρίχτερ 2007, σελ. 71.
  13. Ρίχτερ 2007, σελ. 73-74.
  14. Ριχτερ 2007, σελ. 87.
  15. Ρίχτερ 2007, σελ. 88-90.
  16. Ρίχτερ 2007, σελ. 91.
  17. Ρίχτερ 2007, σελ. 95.
  18. Ρίχτερ 2007, σελ. 96-7.
  19. Ρίχτερ 2007, σελ. 97-8.
  20. Ρίχτερ 2007, σελ. 106-108.
  21. Ρίχτερ 2007, σελ. 110-113.
  22. Ρίχτερ 2007, σελ. 144.
  23. Ρίχτερ 2007, σελ. 145.
  24. Ρίχτερ 2007, σελ. 114-18: Ο Ρίχτερ αναφέρει πως στις 27 Μαΐου 1912, μετά το τέλος του Ιταλο-Τουρκικού πολέμου, υπήρξαν ταραχές μεταξύ των δυο κοινοτήτων, πράγμα που ανάγκασε την αστυνομία να ανοίξει πυρ και να χάσουν τη ζωή τους πέντε άτομα, ενώ υπήρξαν 134 τραυματίες.
  25. Ρίχτερ 2007, σελ. 165-166.
  26. Ρίχτερ 2007, σελ. 194.
  27. Ρίχτερ 2007, σελ. 260.
  28. 28,0 28,1 Ρίχτερ 2007, σελ. 263.
  29. Ρίχτερ 2007, σελ. 295.
  30. Ρίχτερ 2007, σελ. 300: To Κ.Κ.Κ. υποστήριζε χρεοστάσιο για 3 χρόνια, ίδρυση εργατικών ενώσεων και το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Για το Κ.Κ.Κ. το θέμα της Ένωσης ήταν αδιάφορο.
  31. Ρίχτερ 2007, σελ. 264.
  32. Ρίχτερ 2007, σελ. 268.
  33. Ρίχτερ 2007, σελ. 270-75.
  34. Ρίχτερ 2007, σελ. 314.
  35. Ρίχτερ 2007, σελ. 315.
  36. Ρίχτερ 2007, σελ. 325.
  37. Ρίχτερ 2007, σελ. 341.
  38. Richter 2010, σελ. 25.
  39. Ρίχτερ 2010, σελ. 368=374.
  40. Ρίχτερ 2007, σελ. 398.
  41. Ρίχτερ 2007, σελ. 400-403.
  42. Ρίχτερ 2007, σελ. 403.
  43. Ρίχτερ 2007, σελ. 409-10.
  44. Κτωρής 2013, σελ. 80.
  45. Kizilyürek 2011, σελ. 198 - 199.
  46. Ρίχτερ 2007, σελ. 437-441.
  47. Rappas 2014, σελ. 1-2.
  48. 48,0 48,1 Rappas 2014, σελ. 2.
  49. Rappas 2014, σελ. 8.
  50. Ρίχτερ 2007, σελ. 551-56.
  51. 51,0 51,1 51,2 Richter 2010, σελ. 34.
  52. Polignosi. «Παναγροτική Ένωσις Κύπρου ΠΕΚ». www.polignosi.com. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2021. 
  53. Richter 2010, σελ. 37.
  54. Richter 2010, σελ. 36.
  55. Richter 2010, σελ. 38.
  56. Richter 2010, σελ. 40.
  57. Richter 2010, σελ. 40-43.
  58. Richter 2010, σελ. 43.
  59. Richter 2010, σελ. 47.
  60. Richter 2010, σελ. 49.
  61. Richter 2010, σελ. 50.
  62. Richter 2010, σελ. 51.
  63. Μπουγας, Ιωάννης Π (15 Δεκεμβρίου 2019). «ENOTHTA: Μνημόσυνο πρώτου θύματος των Άγγλων κατακτητών στην Κύπρο.Εκκλησιαστικές φωτογραφίες του 20ου αιώνος. ανάρτηση 61η». ENOTHTA. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2019. 
  64. Richter 2010, σελ. 52-88.
  • Richter, Heinz A. (2010). A Concise History of Modern Cyprus. Γερμανία: Harrassowitz Verlag. ISBN 978-3447062121. 
  • Rappas, Alexis (2014). Cyprus in the 1930s: British Colonial Rule and the Roots of the Cyprus Conflict. I.B.Tauris. ISBN 1780764383. 
  • Kizilyurek, Niyazi (1990). Ολική Κύπρος. Λευκωσία: Κασουλίδη.