Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανατολική Ρωμυλία (Αυτονομημένη οθωμανική επαρχία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανατολική Ρωμυλία
Източна Румелия

Ανατολική Ρωμυλία روم الى شرقى

Αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

1878 – 1908
Τοποθεσία
Πρωτεύουσα Φιλιππούπολη
Γλώσσες Βουλγαρικά, Ελληνικά Οθωμανικά Τούρκικα
Πολίτευμα Αυτόνομη επαρχία
Ιστορία
 -  Συνθήκη του Βερολίνου 13 Ιουλίου 1878
 -  Ένωση με τη Βουλγαρία 6 Σεπτεμβρίου 1908
Πληθυσμός
 -  1884 εκτ. 975,030 
Στα γραμματόσημα των σχεδίων 1881 και 1884 αναγράφεται το όνομα της επαρχίας στα Τουρκικά, τα Ελληνικά και τα Βουλγαρικά.

Η Ανατολική Ρωμυλία ή Ρουμυλία (βουλγαρικά: Източна Румелия, Ίζτοτσνα Ρουμέλια, οθωμανικά τουρκικά: روم الى شرقى, Ρουμελί-ι-Σαρκί) ήταν μια αυτόνομη περιοχή (όμπλαστ στα Βουλγαρικά, βιλαέτ στα τουρκικά) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δημιουργήθηκε το 1878 από τη Συνθήκη του Βερολίνου και καταργήθηκε Ντε φάκτο το 1885, οπότε ενοποιήθηκε με το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, επίσης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνέχισε να είναι Ντε γιούρε Οθωμανική επαρχία μέχρι το 1908, οπότε η Βουλγαρία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη.

Οι Βούλγαροι αποτελούσαν πλειοψηφία του πληθυσμού στην Ανατολική Ρωμυλία, αλλά υπήρχαν σημαντικές τουρκικές και ελληνικές μειονότητες. Πρωτεύουσά της ήταν η Φιλιππούπολη (βουλγαρικά: Пловдив, οθωμανικά: Filibe).

Η Ανατολική Ρωμυλία από τα τέλη του 14ου αιώνα έγινε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύθηκε ως αυτόνομη επαρχία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878, που αναθεώρησε την προ λίγων μηνών υπογραφείσα Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταξύ της Ρωσίας και των Οθωμανών. Η συνθήκη προέβλεπε χριστιανό κυβερνήτη, που θα οριζόταν με σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και των Μεγάλων δυνάμεων. Την εσωτερική τάξη θα διασφάλιζε τοπική εθνοφρουρά, που θα σχηματιζόταν από ντόπιους πολίτες. Η πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν το Πλόβντιβ (γνωστό και ως Φιλιππούπολη) και τελικά κυβερνήτης ορίστηκε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος του Μπάττενμπεργκ ως Αλέξανδρος της Βουλγαρίας.

Η περιοχή αντιστοιχούσε χονδρικά στη σημερινή νότια Βουλγαρία, όπως ήταν το όνομα που οι Ρώσοι που πρότειναν για αυτή, αλλά αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από τους Βρετανούς. Περιλαμβάνει τα εδάφη μεταξύ του Αίμου, της Ροδόπης και της Στράντζα και ήταν γνωστή σε όλους τους κατοίκους της - Βουλγάρων, Οθωμανών Τούρκων, Ελλήνων, Ρομά, Αρμενίων και Εβραίων - ως Βόρεια Θράκη. Η τεχνητή ονομασία, Ανατολική Ρωμυλία, δόθηκε στην επαρχία μετά από επιμονή των Βρετανών αντιπροσώπων στο Συνέδριο του Βερολίνου: η Οθωμανική έννοια της Ρωμυλίας αναφέρεται σε όλες τις ευρωπαϊκές περιοχές της αυτοκρατορίας, δηλαδή εκείνες που ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ή αλλιώς Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Μάλιστα είκοσι πομακικά χωριά στα βουνά της Ροδόπης αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τις αρχές της Ανατολικής Ρωμυλίας και αποτέλεσαν τη λεγόμενη Δημοκρατία του Ταμράς.

Η επαρχία είναι γνωστή σήμερα στους φιλοτελιστές, επειδή είχε εκδώσει γραμματόσημα από το 1880 και μετά.

Ενοποίηση με τη Βουλγαρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επικράτηση, το 1884, ως ηγεμόνα της Ανατολικής Ρωμυλίας του Βούλγαρου Γαβριήλ Κρέστεβιτς[1] και συνακόλουθα την άνοδο στα υψηλότερα αξιώματα του κρατικού μηχανισμού της βουλγαρικής εθνοφυλακής ο τότε Βασίλειος Αγχιάλου απομακρύνθηκε από την έδρα του και δίδαξε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επέστρεψε για λίγο στην Αγχίαλο, αλλά οι αντιδράσεις των Βουλγάρων ανάγκασαν το πατριαρχείο να τον εκλέξει στα τέλη του 1884 Μητροπολίτη Σμύρνης,[2] αξίωμα που διατήρησε ως τον θάνατό του.

Η Μαράσλειος Σχολή στη Φιλιππούπολη, που κτίσθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής κοινότητας το 1900 για τη στέγαση του Γυμνασίου και της Αστικής Σχολής των Αρρένων. Το ιστορικό κτίριο διατηρείται μέχρι σήμερα.
Το κτίριο της ελληνικής Ζαρίφειου Σχολής Φιλιππουπόλεως (1875-1906).

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1885, με τη σύμφωνη γνώμη του Πρίγκιπα Αλέξανδρου Βάττεμπεργκ, εθνικιστές Βούλγαροι της Ανατολικής Ρωμυλίας οργάνωσαν πραξικόπημα εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και κήρυξαν την ένωση της επαρχίας με το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας. Η Τουρκία δεν αντέδρασε, αλλά η Ρωσία εκδήλωσε την αντίθεσή της στην πρωτοβουλία της Βουλγαρίας με τη διαταγή του Τσάρου Αλέξανδρου Γ' να αποχωρήσουν όλοι οι Ρώσοι αξιωματικοί και σύμβουλοι του Βουλγαρικού στρατού. Η Σερβία και η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκαν για την παραβίαση της Συνθήκης του Βερολίνου. Η Σερβία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας στις 14 Νοεμβρίου με την απαίτηση να της παραχωρηθεί ένα κομμάτι της Ανατολική Ρωμυλίας, αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Σλίβνιτσα (17-19 Νοεμβρίου). Ο βουλγαρικός στρατός προέλασε στη Σερβία και τελικά συμφωνήθηκε ανακωχή όταν η Αυστρουγγαρία απείλησε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Σερβίας. Μετά τον πόλεμο, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (3 Μαρτίου 1886) επανέφερε τα προπολεμικά σερβοβουλγαρικά σύνορα και άφησε την Ανατολική Ρωμυλία και τη Βουλγαρία ενωμένες.

Η Υψηλή Πύλη αναγνώρισε το status quo (υπάρχουσα κατάσταση) με τη Συμφωνία του Τόπχανε στις 24 Μαρτίου 1886. Με την Πράξη του Τόπχανε ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ διόρισε τον Πρίγκιπα της Βουλγαρίας (χωρίς να αναφέρει το όνομα του εν ενεργεία Πρίγκιπα Αλέξανδρου της Βουλγαρίας), ως Γενικό Κυβερνήτη της Ανατολικής Ρωμυλίας και διατηρώντας έτσι την επίσημη διάκριση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας [3] και τηρώντας το γράμμα της Συνθήκης του Βερολίνου. Ωστόσο, ήταν σαφές προς τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η ένωση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν μόνιμη και δεν επρόκειτο να διαλυθεί. Η Δημοκρατία του Ταμράς και η περιοχή του Κάρτζαλι ενσωματώθηκαν εκ νέου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επαρχία ήταν ονομαστικά υπό οθωμανική επικυριαρχία έως ότου η Βουλγαρία έγινε de jure ανεξάρτητη το 1908. Η 6 Σεπτεμβρίου (Ημέρα Ενοποίησης) είναι εθνική αργία στη Βουλγαρία.

Τον Απρίλιο του 1886 οι στόλοι πέντε ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέκλεισαν τα λιμάνια της Ελλάδας, η οποία είχε κηρύξει επιστράτευση ήδη από το Σεπτέμβριο του 1885, στα πλαίσια της κρίσης που προκάλεσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία.[3]
Στις αρχές του 20ου αιώνα, στα πλαίσια της δημιουργίας του βουλγαρικού εθνικού κράτους, έγιναν διωγμοί των Ελλήνων και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που είχαν ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληθυσμών και τη μεταφορά στην Ελλάδα των Ελλήνων της Αν. Ρωμυλίας. Ειδικότερα, το 1906, με τον νόμο «Περί Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» του 1891, καταργήθηκαν τα ελληνικά σχολεία και εγκαταστάθηκαν σ' αυτά Βούλγαροι δάσκαλοι. Στην έδρα της Ελληνικής Μητρόπολης της Φιλιππούπολης και άλλων πόλεων εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι Μητροπολίτες. Στις 16 Ιουλίου 1906, μετά από ανθελληνικά δημοσιεύματα βουλγαρικών εφημερίδων, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο και ταραχές κατά τις οποίες βουλγαρικός όχλος κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και σχολεία των Ελλήνων σε όλες τις πόλεις της Αν. Ρωμυλίας. Μετά από αυτά τα γεγονότα, 37.000 Έλληνες της περιοχής πέρασαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας, ενώ άλλοι παρέμειναν στη Βουλγαρία.[4]

Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία επρόκειτο να παραμείνει υπό την πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σημαντική διοικητική αυτονομία (άρθρο 13). Το νομοθετικό πλαίσιο της Ανατολικής Ρωμυλίας καθορίστηκε με τον Οργανικό Νόμο, που εγκρίθηκε στις 14 Απριλίου 1879 και ήταν σε ισχύ μέχρι την ενοποίηση με τη Βουλγαρία το 1885. Σύμφωνα με τον Οργανικό Νόμο επικεφαλής της επαρχίας ήταν ένας Χριστιανός Γενικός Κυβερνήτης, που διοριζόταν από την Υψηλή Πύλη, με την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων. Νομοθετικό όργανο ήταν ένα Επαρχιακό Συμβούλιο, αποτελούμενο από 56 μέλη, εκ των οποίων 10 διορίζονταν από το Γενικό Κυβερνήτη, 10 ήταν μόνιμα και 36 εκλέγονταν άμεσα από το λαό.

Ο πρώτος Γενικός Κυβερνήτης ήταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας Αλέξανδρος Μπογκόριντι (1879-1884), που ήταν αποδεκτός και από τους Βουλγάρους και από τους Έλληνες της επαρχίας. Επόμενος Γενικός Κυβερνήτης ήταν ο Γαβριήλ Κράστεβιτς (1884-1885), διάσημος Βούλγαρος ιστορικός. Πριν από τον πρώτο Γενικό Κυβερνήτη, από τις 9 Οκτωβρίου 1878 έως τις 18 Μαΐου 1879, Ρώσος Πολιτικός Διοικητής ήταν ο Αρκάντι Στολίπιν.

Κατά την περίοδο της βουλγαρικής προσάρτησης ο Γκεόργκι Στράνσκι διορίστηκε Επίτροπος για τη Νότια Βουλγαρία (9 Σεπτεμβρίου 1885 - 5 Απριλίου 1886) και όταν η επαρχία επανήλθε στην τυπική Οθωμανική κυριαρχία, αλλά πλέον υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας, ο Πρίγκιπας της Βουλγαρίας αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως Γενικός Κυβερνήτης με τη συμφωνία του Tόπχανε το 1886.

Γενικοί Διοικητές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πορτρέτο Ονομα
(Γέννηση–Θάνατος)
Θητεία
1 Αλέξανδρος Μπογκόριντι
(1822–1910)
18 Μαίου 1879 26 Απριλίου 1884
2 Γαβριήλ Κράστεβιτς
(1813–1898)
26 Απριλίου 1884 18 Σεπτεμβρίου 1885
3 Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ
(1857–1893)
17 Απριλίου 1886 7 Σεπτεμβρίου 1886
4 Φερδινάνδος Σαξομπουργκότσκι
(1861–1948)
7 Ιουλίου 1887 5 Οκτωβρίου 1908

Διοικητική διαίρεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης διοικητικής διαίρεσης της Ανατολικής Ρωμυλίας

Η Ανατολική Ρωμυλία αποτελείτο από τα διαμερίσματα (που ονομάζονταν στα βουλγαρικά окръзи οκράζι, στα οθωμανικά σαντζάκια) της Φιλιππούπολης (Пловдив, Φιλίμπε), Ταταρπάζαρτζικ (Татарпазарджик, Ταταρπαζάρτσιτζι), Χάσκοβο (Хасково, Χάσκιοϊ), Στάρα Ζαγόρα (Стара Загора, Εσκί Ζαγκρά), Σλίβεν (Сливен, Ισλίμιε) και Μπουργκάς (Бургас, Μπουργκάζ), που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε 28 καντόνια (βουλγαρικά околии οκόλιι, Οθωμανικά καζάδες).

Τα καντόνια ήταν:

  • Διαμέρισμα Φιλιππούπολης : Φιλιππούπολη, Κόνους (με έδρα τη Στενήμαχο, Οβτσι Χαλμ (με έδρα το Γκόλιαμο Κόναρε), Στριάμα (με έδρα το Κάρλοβο), Σάρνενα Γκόρα (με έδρα το Μπρέζοβο) και Ρούπτσος (με έδρα το Τσεπελάρε)
  • Διαμέρισμα Παζαρτζίκ: Παζαρτζίκ, Πέστερα, Παναγικουρίστε και Ιχτιμαν
  • Διαμέρισμα Χάσκοβο: Χάσκοβο, Χατζή Ελές, Χαρμανλί και Κάρτζαλι
  • Διαμέρισμα Στάρα Ζαγόρα: Στάρα Ζαγόρα, Καζανλούκ, Τσίρπαν, Νόβα Ζαγόρα και Tάρνοβο Σέιμεν
  • Διαμέρισμα Σλίβεν: Σλίβεν, Γιάμπολ, Καζάλαγκατς, Καβακλί και Κότελ
  • Διαμέρισμα Μπουργκάς: Μπουργκάς, Αγχίαλος, Κάρνομπατ και Άιτος

Πληθυσμός και εθνοτικά δημογραφικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εθνοτικής σύνθεσης των Βαλκανίων από το Γερμανοάγγλο χαρτογράφο Ε. Γ. Ραβενστάιν το 1870.
Χάρτης εθνοτικής σύνθεσης των Βαλκανίων το 1877 από τον A. Σινβέ, Γάλλο καθηγητή του Οθωμανικού Λυκείου της Κωνσταντινούπολης. Θεωρείτο ελληνόφιλος από μεταγενέστερους ιστορικούς[5]
Χάρτης εθνοτικής σύνθεσης των Βαλκανίων του Andrees Allgemeiner Handatlas, 1η Εκδοση, Λειψία 1881.
Χάρτης εθνοτικής σύνθεσης των Βαλκανίων από το Γερμανό γεωγράφο και χαρτογράφο Χάινριχ Κήπερτ το 1882.

Οι πρώτες πληροφορίες σχετικά με τα εθνοτικά δημογραφικά στοιχεία της Ανατολικής Ρωμυλίας, πριν από τη διεξαγωγή της πρώτης απογραφής, προέρχονται από τους εθνογραφικούς χάρτες των Βαλκανίων από Δυτικούς χαρτογράφους. Υπάρχουν, ωστόσο, λίγα στοιχεία για τους πραγματικούς αριθμούς του πληθυσμού των διαφόρων εθνοτικών ομάδων πριν από το 1878. Σύμφωνα με μια βρετανική έκθεση πριν από τον πόλεμο 1877-1878, ο μη-μουσουλμανικός πληθυσμός (που ήταν κυρίως Βούλγαροι) της Ανατολικής Ρωμυλίας, ήταν περίπου 60%, ποσοστό που αυξήθηκε λόγω της φυγής και μετανάστευσης των Μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά. Η απογραφή του 1878 δείχνει πληθυσμό 815.946 ανθρώπων- 573.231 ως Βούλγαροι (70,29%), 174.759 ως Μουσουλμάνοι (21,43%), 42.516 ως Έλληνες (5,21%), 19.524 ως Ρομά, 4.177 ως Εβραίοι και 1.306 ως Αρμένιοι.

Τα αποτελέσματα των πρώτων εκλογών για την Περιφερειακή Συνέλευση της 17 Οκτωβρίου 1879 δείχνουν μια εικόνα ολικής κυριαρχίας των Βουλγάρων: Από τους 36 εκλεγμένους βουλευτές, 31 ήταν Βούλγαροι (86,1%), 3 Έλληνες (8,3%) και 2 Τούρκοι (5,6%). Τα εθνοτικά στατιστικά στοιχεία από τις απογραφές του 1880 και 1884 δείχνουν μια Βουλγαρική πλειοψηφία στην επαρχία. Στη μη αξιόπιστη απογραφή του 1880, από το σύνολο του πληθυσμού των 815.951 ανθρώπων περίπου 590.000 (72,3%) αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι, 158.000 (19,4%) ως Τούρκοι, 19.500 (2,4%), ως Ρομά και 48.000 (5,9% ) ανήκαν σε άλλες εθνότητες, κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι. Η επανάληψη της απογραφής του 1884 έδωσε παρόμοια αποτελέσματα: 70,0% Βούλγαροι, 20,6% Τούρκοι, 2,8% των Ρομά και 6,7% άλλοι.

Οι Έλληνες κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια, όπου αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, καθώς και σε ορισμένες πόλεις στο εσωτερικό, όπως στη Φιλιππούπολη, όπου σχημάτιζαν σημαντική μειοψηφία.

Η Ανατολική Ρωμυλία επίσης κατοικείτο και από αλλοδαπούς, κυρίως Αυστριακούς, Τσέχους, Ούγγρους, Γάλλους και Ιταλούς.

Η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, σύμφωνα με την επαρχιακή απογραφή του 1884, ήταν η εξής:

Εθνότητα(απογραφή 1884)[6] Πληθυσμός Ποσοστό
Βούλγαροι 681.734 70,0%
Τούρκοι 200.489 20,6%
Έλληνες 53.028 5,4%
Ρομά 27.190 2,8%
Εβραίοι 6.982 0,7%
Αρμένιοι 1.865 0,2%
Σύνολο 975.030 100%

Η εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού στις Επαρχίες της Βουλγαρίας του Πάζαρτζικ, της Φιλιππούπολης, της Στάρα Ζαγόρα,του Χάσκοβο, του Σλίβεν, του Γιάμπολ και του Μπουργκάς, που σχεδόν αντιστοιχούν στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ήταν η εξής:

Εθνότητα (απογραφή 2001)[7] Πληθυσμός Ποσοστό
Βούλγαροι 2.068.787 83,7%
Τούρκοι 208.530 8,4%
Ρομά 154.004 6,2%
Αρμένιοι 5.080 0,2%
Ρώσοι 4.840 0,2%
Ελληνες 1.398 0,1%
Εβραίοι 251
Αλλοι 8.293 0,3%
Απροσδιόριστοι 21.540 0,9%
Σύνολο 2.472.723 100%
Τούρκοι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, "The Illustrated London News", 1885

Τις ιδιοκτησίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι φεύγοντας λόγω του ρωσικού στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου 1877-1878, ιδιοποιήθηκε ο τοπικός πληθυσμός. Οι πρώην ιδιοκτήτες, ως επί το πλείστον μεγάλοι γαιοκτήμονες, απειλήθηκαν με δίκη από στρατοδικείο αν είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, έτσι ώστε να μην επιστρέψουν. Δύο Τούρκοι γαιοκτήμονες που πράγματι επέστρεψαν καταδικάστηκαν σε θάνατο, αποτρέποντας έτσι και άλλους που επιθυμούσαν να επιστρέψουν. Αυτοί οι Τούρκοι γαιοκτήμονες, που ήταν αδύνατο να ανακτήσουν τη γη τους αποζημιώθηκαν, με χρήματα που συγκέντρωσαν οι Βούλγαροι αγρότες, μερικοί από τους οποίους για το λόγο αυτό χρεώθηκαν.σημείση Σε όσους πράγματι επέστρεψαν επιβλήθηκε φόρος ακίνητης περιουσίας 10%, αναγκάζοντας πολλούς να εκποιήσουν την περιουσία τους ώστε να πληρώσουν το φόρο. Ο Μάικλ Πάλερετ υποστήριξε ότι τα δικαιώματα γης των μουσουλμάνων ιδιοκτητών σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν, παρότι τα είχαν εγγυηθεί οι Δυνάμεις και η αποοθωμανοποίηση της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας οδήγησε στον οικονομικό μαρασμό της περιοχής, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με πολλούς άλλους συγγραφείς, που παρουσιάζουν ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς και ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη και αύξηση των εξαγωγών της Βουλγαρίας μετά το 1878.

Βόρεια Θράκη & Ανατολική Ρωμυλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βόρεια Θράκη είναι η περιοχή της Θράκης που εκτείνεται από την οροσειρά της Ροδόπης, τη Μανδρίτσα, το Ορτάκιοϊ, το Σκούταρι βόρεια της Αδριανούπολης, βόρεια της περιοχής των Σαράντα Εκκλησιών, το Κωστί και την Αγαθούπολη μέχρι την Κωνστάντζα της Ρουμανίας το Ρούσε της Βουλγαρίας και τα ανατολικά όρη της Σόφιας. Η Ανατολική Ρωμυλία είναι περιοχή της Βόρειας Θράκης και όχι η Βόρεια Θράκη. Σε ολόκληρη την περιοχή ζούσαν πάνω από 300.000 Έλληνες πριν το 1900. Την περίοδο 1878-1885 που η Ανατολική Ρωμυλία ήταν αυτόνομη, η υπόλοιπη Βόρεια Θράκη ήταν μοιρασμένη στη Βουλγαρία και την Τουρκία. Σημαντικές εστίες του Ελληνισμού ήταν η περιοχή της Φιλιππούπολης με πολλές πόλεις και χωριά, το Ορτάκιοϊ και το Χάσκιοϊ, τα χωριά της περιοχής (Επαρχία) Καβακλή, τα Μαυροθαλασσίτικα παράλια από την Αγαθούπολη έως και τον Άσπρο, η περιοχή της Βάρνας και Καβάρνας, το Ρούσε, το Ντόμπριτς και πολλά άλλα. Η περιοχή κατοικούνταν από Θράκες από την αρχαιότητα και κατά τον Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό κατοικούνται τα παράλια του Ευξείνου Πόντου από Πελοποννήσιους, Μεγαρείς, Αθηναίους, Ίωνες, κλπ. Γύρω στον 6ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονται οι Σλάβοι και μετά τον 7ο οι Βούλγαροι και κατοικούν βορείως του Δούναβη. Μετά από χρόνια αρχίζουν και κατοικούν από τον Αίμο και βόρεια. Η περιοχή της Βάρνας και Καβάρνας όμως ήταν ως επί το πλείστον Ελληνική. Έλληνες όμως παρέμειναν σε όλες τις μεγάλες πόλεις, παρά τους απάνθρωπους διωγμούς των Βουλγάρων.[8]

Σημαντικές πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Αιμίλιος Λεγκράν, Biblioteque grecane-Vulgarie (1880-1902)
  2. Σπυρίδων Σφέτας, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908 2008 ISBN 960-458-170-8
  3. Ελληνική Ιστορία, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΓ σ.331
  4. Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908). Έκδοση Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αθήνα, 1998, σελ. 258-261.
  5. Robert Shannan Peckham, Map mania: nationalism and the politics of place in Greece, 1870–1922, Political Geography, 2000, p.4: [1] Αρχειοθετήθηκε 2009-02-05 στο Wayback Machine.
  6. «Ανατολική Ρωμυλία Απογραφή 1884 σελ.5-7». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2016. 
  7. http://www.nsi.bg/Census/Ethnos.htm
  8. Μαρτυρίες από πρόσφυγες και απογόνους

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]