Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καλαρρύτες Ιωαννίνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Καλαρίτες Ιωαννίνων)

Συντεταγμένες: 39°35′3.350″N 21°7′21.223″E / 39.58426389°N 21.12256194°E / 39.58426389; 21.12256194

Καλαρρύτες
Λιθόστρωτος δρόμος στους Καλαρρύτες
Καλαρρύτες is located in Greece
Καλαρρύτες
Καλαρρύτες
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΗπείρου
Περιφερειακή ΕνότηταΙωαννίνων
ΔήμοςΒορείων Τζουμέρκων
Δημοτική ΕνότηταΚαλαριτών (Καλαρρυτών)
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΉπειρος
ΝομόςΙωαννίνων
Υψόμετρο1.150 μέτρα
Πληθυσμός
Μόνιμος193
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας440 01
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι Καλαρρύτες[1][2][3] ή Καλαρίτες[4][5] (παλιότερη ονομασία) είναι ορεινός οικισμός που βρίσκεται στις άνω δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο.[1][4] Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 56 χλμ. ΝΑ. των Ιωαννίνων. Ο οικισμός ήκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αι. με το εμπόριο (υφαντά, μετάξι από τη Θεσσαλία, ακατέργαστα δέρματα ζώων κ.ά.) και την ανάπτυξη της χειροτεχνίας (έργα σε ασήμι και χρυσό) κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των Καλαρρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα.[1] Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων.[3]

Οι Καλαρρύτες από το Συρράκο

Οι Καλαρρύτες εντάσσονται γεωγραφικά στην περιοχή των Τζουμέρκων. Το κύριο στοιχείο της περιοχής είναι οι ορεινοί όγκοι που περιβάλλουν την κοινότητα, δηλαδή του Περιστερίου (2285 μ.) και των Τζουμέρκων (2429 μ.).

Είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1.150 μέτρα. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα.

Η τοποθεσία βόρεια και πάνω από την κοινότητα ονομάζεται Μπάρος (2285 μ.). Είναι η περιοχή με τα οροπέδια και τα ορεινά βοσκοτόπια που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο, που σε ευθεία γραμμή νομίζει κανείς ότι είναι πολύ κοντά, ενώ τους δύο οικισμούς χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού.

Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό ως δριμύ και παρατεταμένο χειμώνα, σύντομη άνοιξη και από θερμό, πλούσιο σε βροχές καλοκαίρι, με παρατεταμένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίμα τους.

Το ιδιαίτερο κλίμα της περιοχής ευνοεί την ανάπτυξη πλούσιας χλωρίδας και πανίδας. Η κοινότητα βορειοανατολικά περιβάλλεται από μεγάλες εκτάσεις με ποώδη και θαμνώδη βλάστηση, τα λεγόμενα «στεπόμορφα λιβάδια», τα γνωστά σε όλους βοσκοτόπια.

Αρχαιολογικά κατάλοιπα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δίοδοι επικοινωνίας με τη Θεσσαλία ήταν και η αιτία που ο τόπος κατοικήθηκε από τους αρχαίους χρόνους ως σήμερα.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι, από την εποχή του χαλκού, κάτοικοι βρέθηκαν σε αυτή την περιοχή. Στην αρχαιολογική θέση Άβατος, που βρίσκεται Β.Α. των Καλαρρυτών στην απόκρημνη πλαγιά από την πλευρά του ποταμού Καρλίμπου, παραπόταμου του Καλαρρύτικου, έχουν βρεθεί λείψανα τείχους αρχαίας μικρής πόλης. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη της Αθαμανίας Άκανθα/ος. Διακρίνονται επίσης μια πύλη και πύργος.

Έξω από το τείχος διατηρείται θεμέλιο ορθογώνιου κτιρίου με διαστάσεις 13,5 x 11 μ. με μεσοτοιχία και συλημένο (από τις αρχές του 20ου αιώνα) νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, γεγονός που δείχνει μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων με οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές δραστηριότητες. Στο ψηλότερο σημείο του Άβατου σώζεται μικρή ωοειδής δεξαμενή. Το 1917 βρέθηκε χάλκινο άγαλμα βοδιού, στο δε αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων παραδόθηκε χέρι χάλκινου ειδωλίου. Η απόσταση από την κοινότητα είναι περίπου 1 ώρα με τα πόδια. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι οργανωμένος και η πρόσβαση είναι δύσκολη.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυτικές απόκρημνες πλαγιές της Πίνδου και οι χαράδρες των παραποτάμων, από τους αρχαιότατους χρόνους αποτελούν διόδους επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πάνω από τη ζώνη των δασών, σε μεγάλο υψόμετρο, υπήρχαν και υπάρχουν εκτεταμένοι ορεινοί βοσκότοποι και κατάλληλες εκτάσεις για νομαδική κτηνοτροφία.

Οι δύο παραπάνω λόγοι ορίζουν και τη μοίρα των κατοίκων της περιοχής, κυρίως την ενασχόλησή τους με την νομαδική κτηνοτροφία. Οι εποχικές μετακινήσεις προσδιορίζουν την οικονομική και κοινωνική τους ζωή. Η νομαδική ζωή από τους αρχαιότατους χρόνους ωθεί τους κατοίκους να επιλέγουν καλές θέσεις μη-μόνιμης εγκατάστασης, αφού είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και να μετακινούνται από τους ορεινούς βοσκότοπους σε παράκτια κυρίως χειμαδιά και αντίστροφα.

Ο οικισμός ορθογραφείται κανονικά Καλαρίτες, αφού η ονομασία του ανάγεται στο αρωμουνικό (βλάχικο) calar «ιππέας, έφιππος, καβαλάρης» (πληθ. calari) + επίθημα -ίτες[6]. Η συνηθισμένη γραφή Καλαρρύτες οφείλεται σε παρετυμολογία, δηλαδή σε εσφαλμένη συσχέτιση με το επίθετο καλός και τα παράγωγα του αρχ. ῥέω (όπως ῥυτός «ρευστός, τρεχούμενος»).

Ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούν κατά ομάδες και ασχολούνται με τον ημινομαδικό ποιμενισμό, ώστε να μοιάζουν πολύ με τους μεταγενέστερους Βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, μεταξύ των οποίων και τη θέση που σήμερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαμανία (Τζουμέρκα) και την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων. Όταν οι επιδρομές των Σλάβων τον 7ο αιώνα θα ερημώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στα ορεινά.

Δύο λοιπόν είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανίας, κατά συνέπεια και οι οχυρές θέσεις του τόπου, ανάμεσα στις οποίες και οι Καλαρρύτες αλλά και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, που ελέγχουν τις χαράδρες των παραποτάμων του Άραχθου. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία.

Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες, ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση από τον 12ο και 13ο αιώνα.[7]

Η δομή του οικισμού ακολουθεί το γενικό πρότυπο των ορεινών χωριών που κυριαρχεί στην Ήπειρο, με απλές γεωμετρικές γραμμές, προσαρμοσμένη στον ηπειρωτικό χώρο και κλίμα. Το έδαφος διαμορφώνει και αυτό τη μορφή του. Στους Καλαρρύτες η απότομη πλαγιά και η μεγάλη κλίση της έχει ως αποτέλεσμα τα πρώτα σπίτια στην κορυφή να απέχουν από τα τελευταία που βρίσκονται στο χείλος της χαράδρας, πάνω από 500 μέτρα. Ο οικισμός συγκροτείται γύρω από την κεντρική πλατεία, που συγκεντρώνει όλη τη δραστηριότητα του χωριού, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική. Η διαφοροποίηση των Καλαρρυτών, ως προς το τυπικό ηπειρωτικό ορεινό χωριό, είναι ότι εδώ η ενοριακή εκκλησία βρίσκεται λίγο απομακρυσμένη από το κέντρο τους.

Η μουσική παράδοση υπόκειται στους κανόνες της Ηπειρώτικης μουσικής. Τα τέσσερα βασικά μουσικά όργανα είναι το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός προσαρμόστηκαν και είναι άρρηκτα δεμένα με τον ορεινό χώρο και την επαγγελματική ιδιότητα.

Οι χαρακτηριστικότεροι χοροί των Καλαρρυτινών είναι του Γιανκώστα ή ΓιάννηΚώστα, αργός χορός, και ο Μπαλατσός, αργός στα τρία, ο οποίος χορεύεται κυρίως από άντρες που τραγουδούν όλοι στα βλάχικα ή στα ελληνικά. Κύριο χαρακτηριστικό των τραγουδιών και των χορών είναι οι αργοί και μακρόσυρτοι ήχοι, καθώς και οι αργοί και ποικίλοι βηματισμοί. Στα τραγούδια αρχίζουν οι γυναίκες και απαντούν οι άντρες.

Το τριήμερο των Απόκρεω, ετοιμάζεται γεύμα και χορός στην πλατεία και για τη Σαρακοστή φασολάδα. Το πρωί της Καθαρής Δευτέρας καίγεται ο Τέγος, ο καρνάβαλος του χωριού.

Το καλοκαίρι, γίνονται ξεχωριστά πανηγύρια με αφορμή τις θρησκευτικές γιορτές:

  • Της Ζωοδόχου Πηγής στην Κηπίνα. Το μοναστήρι γιορτάζει και μετά τη λειτουργία ακολουθεί πανηγύρι με παραδοσιακή μουσική. Συγκεντρώνονται πολλοί κάτοικοι από τα χωριά των Τζουμέρκων.
  • Της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου). Ο ναΐσκος βρίσκεται 6 χιλιόμετρα έξω από το χωριό, σε μια σπηλιά σε υψόμετρο 1750 μέτρων. Μετά τη λειτουργία ακολουθεί γλέντι στην περιοχή Λιβάδι. Το βράδυ της ίδιας μέρας το πανηγύρι μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού, όπου συνεχίζεται και την επόμενη μέρα με τη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα.
  • Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Η λειτουργία γίνεται στο ναό του Αγίου Νικολάου. Το βράδυ στην κεντρική πλατεία γίνεται μεγάλο πανηγύρι, όπου συγκεντρώνονται κάτοικοι όμορων κοινοτήτων από όλα τα χωριά των Τζουμέρκων, αλλά και από τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλία και την Αθήνα. Την επομένη, στις 16 Αυγούστου γίνεται λειτουργία και αρτοκλασία στο εξωκκλήσι της Παναγίας και ακολουθεί για δεύτερη μέρα το πανηγύρι στην κεντρική πλατεία.
  • Του Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου). Στη γιορτή του Αγίου Νικολάου γίνεται λειτουργία στο ναό (εσπερινός, αρτοκλασία, λειτουργία).

Συνάντηση βλαχόφωνων κοινοτήτων της περιοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, ανταμώνουν οι κάτοικοι πέντε βλαχόφωνων χωριών της περιοχής (Καλαρρύτες, Συρράκο, Παλαιοχώρι, Βαθύπεδο και Ματσούκι).

Το γλέντι γίνεται κάθε χρόνο εκ περιτροπής σε ένα από τα παραπάνω χωριά και διαρκεί 2 ημέρες. Συμμετέχουν οι κοινότητες και οι πολιτιστικοί σύλλογοί τους, με χορευτικά συγκροτήματα, παραδοσιακά δρώμενα και αναφορές στην ιστορία, τα ήθη και έθιμα των χωριών. Ο κύκλιος χορός, ακόμη και σήμερα, διατηρεί την παλιά του μορφή, δηλαδή στον εσωτερικό κύκλο χορεύουν οι άντρες και στον εσωτερικό οι γυναίκες .

Ολόκληρος ο οικισμός έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος, καθώς υπάρχουν πολλές παλιές παραδοσιακές κατοικίες, δείγματα της ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής.

Στην πλατεία υπάρχει μια μαρμάρινη στήλη με ονόματα, όλων των επώνυμων κατοίκων του χωριού που διέπρεψαν στα γράμματα και στο εμπόριο (18ος και 19ος αιώνας). Ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρίας και πρωτεργάτες στην επανάσταση των Καλαρρυτών τον Ιούλιο του 1821.

Το παλιό δημοτικό σχολείο βρίσκεται πίσω από την πλατεία. Το διδακτήριο είναι των αρχών του 20ου αιώνα και αφού έπαψε να λειτουργεί ως σχολείο το 1981, ανακηρύχθηκε διατηρητέο οικοδόμημα και θα μετατραπεί σε μουσείο ιστορίας και λαογραφίας των Καλαρρυτών.

Κοινοτάρχες Καλαρρυτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1883 ως το 1912 λειτουργούσε ο Δήμος Καλαρρυτών, που είχε υπαχθεί στο νομό Άρτας. Το 1925 ιδρύεται η Κοινότητα, η οποία αποσπάστηκε από το νομό Άρτας και υπήχθη στο νομό Ιωαννίνων. Το 2010 η Κοινότητα καταργήθηκε.

  • ...
  • 1979-1991 Σωτήριος Μπακαγιάννης
  • 1991-1998 Νικόλαος Γκατζόγιας (επανεξελέγη το 1994 με ποσοστό 60,7%)
  • 1999-31 Δεκ. 2010 Χρήστος Κοταρέλας
  1. 1,0 1,1 1,2 Ζάγκλη Μπόζιου, Μαίρη (2005). Καλαρρύτες Οδηγός. Κοινότητα Καλαρρυτών. ISBN 960-88755-0-1. 
  2. «ΧΩΡΙΑ». www.voreiatzoumerka.gr. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 «Διοικητικές Μεταβολές Δήμων και Κοινοτήτων - ΕΕΤΑΑ». Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2018. 
  4. 4,0 4,1 Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. 15. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 261. 
  5. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 31. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. 1996. σελ. 208. 
  6. Χ. Συμεωνίδης, 1992: Εισαγωγή στην ελληνική ονοματολογία. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, σελ. 64· Κ. Οικονόμου, 1997: Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων. Ιωάννινα, σελ. 100.
  7. Δείγμα μόνιμης εγκατάστασης κατοίκων στο χώρο είναι και η ανέγερση του ναού του Αγίου Νικολάου, το 1480.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]