Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μια αδύναμη καρδιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μια αδύναμη καρδιά
Εξώφυλλο του 1865
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1848
Ημερομηνία δημοσίευσηςΦεβρουάριος 1848
Μορφήνουβέλα

Μια αδύναμη καρδιά (Ρωσικά: Слабое сердце) είναι νουβέλα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η οποία δημοσιεύτηκε το 1848. Ο κύριος χαρακτήρας της ιστορίας είναι ένας φτωχός αντιγραφέας, ο οποίος συνεχίζει το θέμα του «αδύναμου ανθρώπου» στα έργα του Ντοστογιέφσκι. Το αίσθημα ενοχής απέναντι στον προϊστάμενο-προστάτη του, τον οποίο θεωρεί ότι πρόδωσε γιατί δεν τελείωσε εμπρόθεσμα μια εργασία, τον συνθλίβει και τον οδηγεί στην τρέλα.[1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αγία Πετρούπολη, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, δύο νέοι φίλοι, συνάδελφοι και συγκάτοικοι, ο Αρκάντι Ιβάνοβιτς Νιεφέντοβιτς και ο Βασίλι Πέτροβιτς Σουμκόβ (ονομάζεται απλώς Βάσια Σουμκόβ, τονίζοντας έτσι την κατώτερη κοινωνική του θέση), συζητούν και ο Βάσια ανακοινώνει στον Αρκάντι ότι αρραβωνιάστηκε και είναι πανευτυχής. Ο Αρκάντι, αν και χαρούμενος για τον φίλο του, τον επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα: ως κατώτερος υπάλληλος ο ετήσιος μισθός του είναι 300 ρούβλια. Ωστόσο, ο Βάσια υπενθυμίζει στον φίλο του την υποστήριξη του προϊσταμένου και προστάτη του Γιούλιαν Μαστάκοβιτς, ο οποίος του δίνει την ευκαιρία να κερδίζει επιπλέον ως αντιγραφέας ιδιαίτερα σημαντικών εγγράφων, καθώς ο Βάσια διακρίνεται στην υπηρεσία για την εξαιρετική καλλιγραφική του γραφή. Αν και ο Βάσια πρέπει να καθίσει να αντιγράψει, επισκέπτεται με τον Αρκάντι την αρραβωνιαστικιά του Λίζα Αρτεμίεβα για να τον συστήσει.[2]

Επιστρέφοντας από τους Αρτεμίεφ, εξαιρετικά ενθουσιασμένος από τη νέα του ευτυχία, ο Βάσια προσπαθεί να επιστρέψει στην εργασία του, αφού υποσχέθηκε στον Γιούλιαν Μαστάκοβιτς να τελειώσει σε δύο ημέρες, και υπάρχουν ακόμα πολλά να αντιγράψει. Ακριβώς πόσα, δεν λέει στον Αρκάντι και μέσα στον ενθουσιασμό του δεν πιάνει αμέσως δουλειά, αλλά σταδιακά ο Αρκάντι αρχίζει να ανησυχεί για τον φίλο του, επειδή βλέπει τον ψυχικό κλονισμό του. Ο Βάσια γράφει μέρα νύχτα, κοιμάται μόνο για λίγες ώρες και βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Την επόμενη μέρα, αντί να γράψει, ο Βάσια πηγαίνει ξανά στους Αρτεμίεφ. Όταν επιστρέφει τελικά στο σπίτι για να συνεχίσει την εργασία του, ο Αρκάντι ανακαλύπτει ότι υπάρχουν ακόμη έξι μεγάλα σημειωματάρια για αντιγραφή καθώς ο Βάσια είχε παραμελήσει εντελώς την εργασία του τις τελευταίες δύο εβδομάδες με την ευτυχία που ζούσε και δεν έχει αντιγράψει σχεδόν τίποτε.[3]

Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα μπορούσε να τελειώσει μέχρι την προθεσμία, ο Βάσια ένιωσε ανάξιος και ένοχος απέναντι στον εαυτό του, στον προστάτη του και στη Λίζα. Ο Αρκάντι κάνει ό,τι μπορεί για να παρηγορήσει τον φίλο του, αλλά ο εξουθενωμένος Βάσια του είπε ότι θα επιτάχυνε τη δουλειά: περνά άλλη μια άυπνη νύχτα γράφοντας και τελικά λιποθυμά. Το πρωί, ο Αρκάντι πηγαίνει στο γραφείο μόνος του, αφήνοντας τον φίλο του να ξεκουραστεί. Στο σπίτι, ο Βάσια, αν και δεν αισθάνεται καλά, επιστρέφει στην αντιγραφή. Την επόμενη μέρα, μόλις ξύπνησε, ο Αρκάντι βλέπει τον Βάσια να μετακινεί ένα στεγνό στυλό πάνω σε άγραφο χαρτί. Ο Αρκάντι φεύγει σε αναζήτηση γιατρού και ο Βάσια πηγαίνει στο γραφείο για να εξηγήσει στον ευεργέτη του Γιούλιαν Μαστάκοβιτς. Όλοι παρατηρούν ότι έχει χάσει την επαφή του με τον πραγματικό κόσμο, ωστόσο η ψυχική διαταραχή του είναι αβάσιμη, αφού το έργο αυτό σε καμία περίπτωση δεν ήταν επείγον. Ο Βάσια καταλήγει στο ψυχιατρικό άσυλο.[4]

Δύο χρόνια αργότερα, ο Αρκάντι συναντά τυχαία τη Λίζα. Του λέει ότι παντρεύτηκε και απέκτησε ένα παιδί, αλλά δεν έχει συνέλθει ακόμη από την τραγωδία.

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα απομνημονεύματα και την αλληλογραφία των συγχρόνων του Ντοστογιέφσκι, προκύπτει ότι βάση για το διήγημα ήταν γεγονότα από τη ζωή του συγγραφέα Γιάκοβ Πέτροβιτς Μπουτκόβ, φίλου και συνάδελφου του Ντοστογιέφσκι στο λογοτεχνικό και πολιτικό περιοδικό του εκδότη Α.Α. Κραγέβσκι Σημειώσεις της Πατρίδας, που του επέτρεψαν να εκφράσει την συμπάθειά του για τους «αδύναμους ανθρώπους» και να γράψει για την εκμετάλλευση των υπαλλήλων από προϊσταμένους τους.[5]

Το 1849, ένα χρόνο μετά τη συγγραφή του διηγήματος, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο, του δόθηκε χάρη και στη συνέχεια φυλακίστηκε το 1850 στο στρατόπεδο ποινικών κρατούμενων του Ομσκ για τέσσερα χρόνια.[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για το θέατρο. [7]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια αδύναμη καρδιά

  • μετάφρ. Γεώργιος Σημηριώτης, εκδ. Γ. Τσουκαλάς, 1926 και εκδ. Κοροντζής με τίτλο Τρελός από αγάπη, 2007 [8]
  • μετάφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Άγκυρα, 1975
  • μετάφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές, 2005
  • μετάφρ. Βασίλης Μακρίδης, εκδ. Γκοβόστης και εκδ. Εντύποις, 2013 [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]