Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το όνειρο ενός γελοίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το όνειρο ενός γελοίου
ΣυγγραφέαςΦιόντορ Ντοστογιέφσκι
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1987
Ημερομηνία δημοσίευσης1877
Μορφήδιήγημα
ΤόποςΑγία Πετρούπολη
ΠροηγούμενοΈνα γλυκό κορίτσι
ΕπόμενοΑδελφοί Καραμάζοφ

Το όνειρο ενός γελοίου (Ρωσικά: Сон смешного человека) είναι διήγημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Εξιστορεί τις εμπειρίες ενός ανθρώπου που αισθάνεται ότι δεν αξίζει τίποτε στον κόσμο και είναι αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Ωστόσο, τη στιγμή που ετοιμάζεται να βάλει τέλος στη ζωή του κοιμάται και στο όνειρό του ξεκινά ένα εσωτερικό ταξίδι που τον κάνει να αντιληφθεί τη ζωή διαφορετικά και να αισθανθεί αγάπη για τον συνάνθρωπο. Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα του Ντοστογιέφσκι το 1877.[1]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία αρχίζει με τον αφηγητή να δηλώνει ότι είναι γελοίος και αμέσως να παραδέχεται ότι οι άλλοι τον έχουν χαρακτηρίσει και τρελό: «Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελό». Στη συνέχεια, αναφέρεται στην «αλήθεια», η αποκάλυψη της οποίας έγινε «τον περασμένο Νοέμβριο». Το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος αφηγείται αυτή την αποκάλυψη πριν επιστρέψει στο παρόν.[2]

Ο αφηγητής περιγράφει μια βραδιά που πέρασε με τρεις φίλους του, απλώς καθισμένος σιωπηλός στην παρέα τους. Επιστρέφοντας στο σπίτι εκείνο το βράδυ, έχει κρύο, σκοτάδι και υγρασία. Στρέφει το βλέμμα του προς τον ουρανό και παρατηρώντας ένα μικρό αστέρι αποφασίζει να αυτοκτονήσει εκείνο το βράδυ. Αποκαλύπτει ότι, δύο μήνες πριν, είχε αγοράσει ένα περίστροφο με σκοπό να αυτοπυροβοληθεί και περίμενε μόνο την κατάλληλη στιγμή. Ξαφνικά, ένα μικρό κορίτσι τον πιάνει από τον αγκώνα και κλαίγοντας ζητά απεγνωσμένα βοήθεια για τη μητέρα του. Παρατηρεί ότι, παρά το κρύο, είναι ντυμένο ελαφρά και βρεγμένο. Προσπαθεί να τον κάνει να το ακολουθήσει, αλλά εκείνος διώχνει το κοριτσάκι βάναυσα.[3]

Πίσω στο φτωχικό του δωμάτιο, κάθεται σε μια καρέκλα και τοποθετεί το όπλο στο τραπέζι δίπλα του. Διστάζει να αυτοπυροβοληθεί εξαιτίας μιας ενοχλητικής αίσθησης συμπόνιας, οίκτου και εσωτερικού πόνου που τον βασανίζει από τη στιγμή που έδιωξε το φτωχό κοριτσάκι. Δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορεί να επηρεάστηκε τόσο βαθιά όταν έχει ήδη αποφασίσει οριστικά ότι τίποτε δεν έχει σημασία και ότι σε λίγο θα αυτοκτονήσει. Σκέφτεται επίμονα την ποταπή πράξη του και άλλα ερωτήματα που προκύπτουν. Απροσδόκητα, όμως, τον παίρνει ο ύπνος. Εκείνο το βράδυ, βλέπει ένα όνειρο που του αποκαλύπτει «μια ζωή διαφορετική, ανανεωμένη, μεγαλειώδη και γεμάτη δύναμη».

Το όνειρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο όνειρο, ο αφηγητής αυτοπυροβολείται στην καρδιά και πεθαίνει. Έχει επίγνωση του περιβάλλοντος και βιώνει τον θάνατό του (άνθρωποι που τρέχουν, η ταφή του). Στη συνέχεια, χάρη σε ένα μυστηριώδες ον με ανθρώπινη εμφάνιση (ένα είδος αγγέλου) μεταφέρεται στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, μακριά από τη Γη. Συνεχίζοντας να ονειρεύεται, πείθεται όλο και περισσότερο ότι δεν ονειρεύεται, αλλά ζει σε μια πραγματική «άλλη διάσταση».

Στη συνέχεια επιστρέφει στη Γη, αλλά δεν είναι η ίδια με αυτή που ήξερε. Έχει φτάσει σε έναν τόπο που μοιάζει με παράδεισο με «γιορτινή λάμψη», με φως του ήλιου και όμορφη φύση. Τον υποδέχονται άνθρωποι που είναι χαρούμενοι και ευγενικοί. Ο αφηγητής κατανοεί ότι αυτό το μέρος είναι «η γη πριν από την πτώση, όπου ζούσαν άνθρωποι που δεν είχαν αμαρτήσει». Ζει μαζί με τους ντόπιους, παρατηρεί τη σύνδεσή τους με τη φύση, την αμόλυντη κοινωνία και τις γνώσεις τους που «ήταν ανώτερες και βαθύτερες από τις δικές μας». Σημειώνει ότι δεν υπάρχει η ζήλια, ο θυμός ή η λύπη, αλλά όλοι ζουν σε αρμονία μεταξύ τους. Το μόνο συναίσθημα που κυριαρχεί σ' αυτή την άλλη Γη είναι η αγάπη.[4]

Ωστόσο, η παρουσία του άρχισε να διαφθείρει την κοινωνία. Χωρίς να γνωρίζει πώς ακριβώς συνέβη, περιγράφει τον εαυτό του σαν «μικρόβιο» που εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη γη, αλλάζοντας τον ειρηνικό τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η παρουσία του μεταδίδει στους ανθρώπους αυτής της νέας γης το «μικρόβιο» της διαφθοράς: ψέμα, κακία, αισθησιασμός, ματαιοδοξία, ζήλια και φθόνο. Προκύπτει η ιδέα της τιμής και της αντιπαλότητας, καθώς και ο σπόρος της ντροπής της γύμνιας. Αρχίζουν να μιλούν διαφορετικές γλώσσες και μετά τη γνώση του πόνου και της ευχαρίστησης προκύπτει το σύστημα δικαιοσύνης και η ανάγκη της θανατικής ποινής για τους βίαιους εγκληματίες. Γίνονται εγωκεντρικοί και θέλουν να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον. Ο αφηγητής πέφτει σε απόγνωση. Προσπαθεί να τους υπενθυμίσει το ειρηνικό παρελθόν τους και, πιστεύοντας ότι είναι η αιτία της πτώσης τους, εκλιπαρεί να τον σκοτώσουν. Τους μαθαίνει πώς να κάνουν έναν ξύλινο σταυρό για να τον σταυρώσουν. Οι άνθρωποι γελούν μαζί του και μετά ενοχλούνται και του λένε ότι θα τον κλείσουν σε άσυλο αν δεν σταματήσει. Ο αφηγητής τότε ξυπνά.

Όταν ξυπνά, πετάει το περίστροφο μακριά του και αρχίζει να κλαίει. Είναι ένας άνθρωπος αλλαγμένος, ευγνώμων για τη ζωή και πεπεισμένος για την καλοσύνη και τις δυνατότητες του ανθρώπου για απεριόριστη αγάπη. Κυριεύεται από αγάπη για τη ζωή και αποφασίζει να γίνει ευγενικός και να αρχίσει να κηρύττει την «αλήθεια» που του αποκαλύφθηκε στο όνειρό του.[5]

Επιστρέφοντας στο παρόν, ο αφηγητής εξηγεί ότι συνεχίζει να το κάνει, γι' αυτό διηγείται στους άλλους το όνειρό του. Η ιστορία τελειώνει με τον αφηγητή να αποκαλύπτει ότι κατάφερε να βρει το κοριτσάκι που κάποτε αρνήθηκε να βοηθήσει και ότι «θα συνεχίσει και θα συνεχίσει!»[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα έχει διασκευαστεί για το θέατρο. [7]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνειρο ενός γελοίου

  • μετάφρ. Γιώργης Σημηριώτης, εκδ. Σ.Φωτιάδης, 1954 και εκδ. Γκοβόστης 2020 [8]
  • μετάφρ. Αγνή Σωτηρακοπούλου - Σχοινά, εκδ. Δαμιανός, 1960
  • μετάφρ. Κίρα Σίνου, εκδ. Άγκυρα, 1975
  • μετάφρ. Σωτήρης Γουνελάς, εκδ. Αρμός, 1996
  • μετάφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές, 2014 [9]
  • μετάφρ. Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστης, 2014 [10]
  • μετάφρ. Άννα Σεβαστή Τζίμα, εκδ. Βακχικόν, 2016 [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]