Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παρθενώνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°58′17.497″N 23°43′35.764″E / 37.97152694°N 23.72660111°E / 37.97152694; 23.72660111

Παρθενώνας
Παρθενών
Χάρτης
Είδοςαρχαίος ελληνικός ναός[1], αρχαιοελληνικός αρχαιολογικός χώρος, αξιοθέατο και ερείπια θρησκευτική κτιρίου
ΑρχιτεκτονικήΔωρικός ρυθμός και περίπτερος ναός
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′17″N 23°43′36″E
Θρήσκευμαελληνική μυθολογία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων[1]
ΤοποθεσίαΑθήνα
ΧώραΕλλάδα[1]
Έναρξη κατασκευής5ος αιώνας π.Χ.[2]
ΙδιοκτήτηςΕλλάδα
Γενικές διαστάσεις69,61 μέτρα[3] × 30,8 μέτρα[4]
Ύψος13,72 μέτρα
Υλικάπεντελικό μάρμαρο
ΑρχιτέκτοναςΙκτίνος[5], Καλλικράτης[5] και Φειδίας[5]
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (από 1987)[6]
Commons page Πολυμέσα

Ο Παρθενώνας είναι ναός ο οποίος κατασκευάστηκε προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτέκτων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της Αθηναϊκής Ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα. Οι αρχιτέκτονες του Παρθενώνα ήταν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης. Από την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας και ύστερα, ο ναός βανδαλίστηκε και αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, σε ισλαμικό τέμενος και μετά την Ελληνική Επανάσταση ολόκληρος ο λόφος χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος και τους επόμενους δύο αιώνες εκτεταμένες και ποικίλες εργασίες αναστήλωσης, αποκατάστασης και συντήρησης πραγματοποιήθηκαν και εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα.

Η αρχαιοελληνική λέξη παρθενών σήμαινε το διαμέρισμα/δωμάτιο ανύπαντρης γυναίκας (παρθένου) σε μια κατοικία. Στην περίπτωση του Παρθενώνα φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο για ένα δωμάτιο του ναού.[7] Αποτελεί θέμα συζήτησης για το ποιο δωμάτιο επρόκειτο και πώς αυτό απέκτησε το όνομα του. Το Ελληνο-Αγγλικό λεξικό των Λίντελ-Σκοτ-Τζόουνς (Liddell–Scott–Jones Greek–English Lexicon) αναφέρει πως αυτό το δωμάτιο βρισκόταν στο δυτικό σηκό του Παρθενώνα. Ο Ζαμαουρί Γκριν (Jamauri D. Green) υποστηρίζει πως ο Παρθενώνας ήταν ο χώρος στον οποίο φορούσαν το πέπλο στο άγαλμα της Αθηνάς από τα αρρηφόρια, μια ομάδα τεσσάρων κοριτσιών που επιλεγόταν για να υπηρετήσουν τη πόλη τους κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων.[8] Ο Κρίστοφερ Πέλινγκ (Christopher Pelling) ισχυρίζεται πως η Αθηνά Παρθένος ίσως να αποτελούσε μια ξεχωριστή λατρεία της Αθηνάς, στενά συνδεδεμένη, αν και όχι ταυτόσημη, με αυτή της Αθηνάς Πολιάδας.[9] Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ονομασία του Παρθενώνα, σημαίνει «ναός της παρθένου θεάς» και αναφέρεται στη λατρεία της Αθηνάς Παρθένου που συνδεόταν με το ναό.[10] Ο χαρακτηρισμός παρθένος, του οποίου η προέλευση δεν είναι ξεκάθαρη,[11] σημαίνει «αγνή και ανύπαντρη γυναίκα»[12] και χρησιμοποιούνταν κυρίως για την Άρτεμη, τη θεά των άγριων ζώων, του κυνηγιού, της φύσης, και για την Αθηνά, τη θεά της στρατηγικής και της τακτικής, της χειροτεχνίας και της πρακτικής εξάσκησης.[13] Επίσης, έχει προταθεί πως το όνομα του ναού προέρχεται από τις παρθένους, των οποίων η θυσία εξασφάλισε την ασφάλεια της πόλης.[14]

Η πρώτη πηγή στην οποία ολόκληρο το κτίριο χαρακτηρίζεται ως Παρθενώνας είναι κείμενο του ρήτορα Δημοσθένη, του 4ου αιώνα π.Χ. Σε έγγραφα του 5ου αιώνα π.Χ. το κτίσμα αναφερόταν ως «ο ναός». Οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης φαίνεται πως αναφερόταν στο κτίριο με την ονομασία «Εκατόμπεδος» στη χαμένη τους πραγματεία για την Αθηναϊκή αρχιτεκτονική,[15] και κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα και έπειτα, το κτίριο αναφέρεται ως «Εκατόμπεδος» ή «Εκατόμπεδον» καθώς και ως «Παρθενώνας». Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Πλούταρχος αναφέρθηκε στο κτίριο χρησιμοποιώντας την ονομασία «Εκατόμπεδος Παρθενών».[16]

Μιας και ο Παρθενώνας ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά, μερικές φορές αναφερόταν ως Ναός της Μινέρβας, το Ρωμαϊκό όνομα για την Αθηνά, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα.[17]

Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο. Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιονίου διαστήματος 1:2,25 (πρβλ. την αναλογία 1: 2,32 στο ναό του Δία στην Ολυμπία και 1:2,65 στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.

Τμήματα της ζωφόρου του Παρθενώνα που αφαιρέθηκαν από το Λόρδο Έλγιν.

Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος. Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύτηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίδει στον ιερέα τον πέπλο. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων, η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η ελεύθερη και αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο αυθεντική ταινία της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα.

Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία.

Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι.

Κάτοψη του Παρθενώνα.

Στην καλλιτεχνική κοινότητα της Αθήνας, οι αξίες της δημοκρατίες εκφράζονταν με σεβασμό στην αρμονία και τους παραδοσιακούς ρυθμούς, εμπλουτισμένοι με την αξιοποίηση νεωτερισμών που εξανθρώπιζαν τη θεϊκή υπόσταση και ανύψωναν την ανθρώπινη. Αυτή η νέα τάση, προσαρμοσμένη στις φυσιοκρατικές αρχές και τα πρότυπα τελειότητας, εφαρμόστηκε από τον μεγαλόνοον Φειδία στα μυθολογικά θέματα των αετωμάτων του Παρθενώνα, εικόνα των οποίων έχουμε μόνο από τα σχέδια του ζωγράφου, Jacques Carrey.[18] Τα αετώματα του Παρθενώνα, τα μεγαλύτερα έως τότε με μήκος 28,8 και ύψος 3,4 μέτρων, εντυπωσίαζαν με την τεχνική των γλυπτών τους (ολόγλυφες, στιβαρές μορφές με εξελιγμένη ανατομία και άρτια επεξεργασμένα ενδύματα) και των εικονογραφικών τους συνθέσεων (αποφυγή της μετωπικότητας, λοξή τοποθέτηση και βαθιά λάξευση για να αποδίδεται η τρίτη διάσταση). Συγκινούσαν επίσης, με μια ένταση που κλιμακωνόταν προς το κέντρο μα γαλήνευε προς τα άκρα, συμφιλιώνοντας την αυστηρότητα των θεών με τον συναισθηματισμό των ανθρώπων. Η δε αισθητική του Φειδία γεφύρωσε τα σύγχρονα στοιχεία με την κλασική γλυπτική, γεννώντας μια τεχνοτροπία που θα άφηνε διακριτό ίχνος στην παγκόσμια τέχνη.

Το ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, στόλιζε η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία. Αν και το κεντρικό σημείο του θέματος έχει αποκολληθεί από τους Βυζαντινούς πριν από τα σχέδια του Carrey, εν τούτοις έχει επικρατήσει η πρόταση αναπαράστασης που θέλει τον Δία στο κέντρο και στις δυο του πλευρές άλλους θεούς, όρθιους, καθιστούς ή ανακεκλιμένους να παρακολουθούν τη γέννηση. Στο δυτικό αέτωμα, αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια, βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης. Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης.

Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς.

Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια· μολονότι ο ναός αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του.

Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο «φούσκωμα» στο μεσαίο τμήμα τους) απέδιδε οπτικά το γεγονός ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.

Ο Παρθενώνας στην ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σχεδιαστική αποκατάσταση του Παρθενώνα από τα βορειοδυτικά.

Η ιστορική πορεία του Παρθενώνα ακολουθεί εκείνη της Ακρόπολης ως σύνολο, αν και οι περισσότερες μαρτυρίες επικεντρώνονται στο επιβλητικό κεντρικό μνημείο. Ναός της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο τον 8ο αι. π.Χ. Ο παλιότερος αρχαιολογικά βεβαιωμένος ναός είναι ένας πώρινος ναός της Αθηνάς Πολιάδος, του οποίου τα θεμέλια βρέθηκαν ανάμεσα στο Ερέχθειο και το μεταγενέστερο Παρθενώνα και είναι σήμερα σκεπασμένα. Αυτός ο ναός χρονολογείται το αργότερο γύρω στο 525 π.Χ. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι τότε επισκευάστηκε μόνο η ανωδομή του και ότι τα ίδια τα θεμέλια ανήκουν σε πρωιμότερη φάση, γύρω στο 570 π.Χ. Αυτός ο ναός καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Το 454 π.Χ. όμως μεταφέρθηκε στο σηκό αυτού του ναού το ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο, άρα θα πρέπει να ήταν επισκευασμένος και να λειτουργούσε. Το οριστικό τέλος αυτού του ναού δεν είναι γνωστό. Αναφορές στις πηγές ερμηνεύονται ως ενδείξεις ότι ήταν ακόμα σε χρήση το 406/5 π.Χ. Ο Παυσανίας πάντως δεν τον αναφέρει στην περιγραφή του της Ακρόπολης το 2ο αι. μ.Χ.

Σύμφωνα με μια αμφισβητούμενη θεωρία, ένας ναός της Αθηνάς Παρθένου στη θέση του κλασικού Παρθενώνα συνυπήρχε με το ναό της Αθηνάς Πολιάδος ήδη από το 560 π.Χ. περίπου (ο λεγόμενος εκατόμπεδος ή Urparthenon). Σε κάθε περίπτωση,αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα αρχίζει να χτίζεται ο Παρθενώνας (Προπαρθενών Ι) το 490 π.Χ., έμεινε όμως ημιτελής, μέχρι το ύψος μερικών σπονδύλων των κιόνων του. Το 480-479 π.Χ. καταστρέφεται από τους Πέρσες μαζί με τα άλλα μνημεία της Ακρόπολης. Μετά την επιστροφή των Αθηναίων στην πόλη, οι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης, όπου είναι μέχρι σήμερα ορατοί από το βράχο από την πλευρά της οδού Αθηνάς και το Μοναστηράκι.

Αμέσως μετά ο Κίμων ανέθεσε την κατασκευή ενός δεύτερου Παρθενώνα στον αρχιτέκτονα Καλλικράτη (Προπαρθενών ΙΙ). Και αυτό το εγχείρημα όμως έμεινε ημιτελές με το θάνατο του Κίμωνα το 450 π.Χ. Το 447/6 π.Χ. αρχίζει σύμφωνα με τις πηγές η λατόμευση μαρμάρου για ένα νέο, μεγαλύτερο Παρθενώνα, αυτόν που θα ολοκληρωθεί τελικά στα πλαίσια του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή για την Αθήνα.

Ο Παρθενώνας διατηρήθηκε άθικτος έως και τους Μακεδονικούς χρόνους. Επιπλέον, μετά τον Γρανικό, στον Παρθενώνα αναρτήθηκαν ως τρόπαια χρυσές ασπίδες, λάφυρα της νίκης του Αλέξανδρου. Οι πρώτες καταστροφές έγιναν επί Λάχαρη, τον οποίο όρισε τύραννο των Αθηνών ο Κάσσανδρος, σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία. Αυτός απέσπασε τις ασπίδες από τον Παρθενώνα, το χρυσάφι και τα κοσμήματα από το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Καταστροφές υπέστη και ο οπισθόδομος του ναού, όταν τον χρησιμοποίησε ως προσωπικό του κατάλυμα ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.

Στους Ρωμαϊκούς χρόνους δεν καταγράφονται αλλαγές στον Παρθενώνα, που συνεχίζει να διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία και την αίγλη του ακόμη και στους μεταχριστιανικούς αιώνες, παρόλο που επί εποχής Ιουστινιανού η πομπή των Παναθηναίων δεν ανέβαινε πια στον Παρθενώνα και είχε απαγορευθεί από το χριστιανικό Βυζάντιο πλέον κάθε ελληνική λατρεία δημόσια ή ιδιωτική ως ειδωλολατρική, σύμφωνα με το Λατίνο ρήτορα Κλαύδιο Μαμερτίνο του 4ου αιώνα.

Βυζαντινή/χριστιανική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βυζαντινές αγιογραφίες στο εσωτερικό του Παρθενώνα, όπως ήταν ορατές στα τέλη του 19ου αιώνα. Αντιγράφηκαν από τον Marquis de Bute (1885) και δημοσιεύτηκαν από τον N.H.J. Westlake το 1888.[19]

Στους Βυζαντινούς χρόνους έγινε η πρώτη μετατροπή του ναού σε χριστιανική εκκλησία της Αγίας Σοφίας, αλλά δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έγινε αυτό. Μια πηγή παρέχει την ένδειξη ότι το 486 μ.Χ. το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς είχε απομακρυνθεί από το ναό και είχε μεταφερθεί στο σπίτι του ιερέα Πρόκλου, κοντά στην Ακρόπολη. Δεν είναι όμως απαραίτητο να μετατράπηκε αμέσως το κτίριο σε χριστιανικό ναό. Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι στα μέσα του 6ου αιώνα είχε ήδη γίνει η μετατροπή σε εκκλησία. Η μετατροπή αυτή έφερε και διάφορες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στο κλασσικό κτίσμα. Μεταξύ άλλων, στον πρόναο προστέθηκε η αψίδα του ιερού και στο εσωτερικό κατασκευάστηκε ένα βαπτιστήριο. Από αυτές τις μετατροπές το 1877, σύμφωνα με τον Μπιρνούφ (Burnouf), δεν είχαν μείνει παρά λείψανα τοιχογραφιών και λιγοστά επιγραφικά χαράγματα στους τοίχους και τους κίονες. Κατά τη μετατροπή σε εκκλησία δεν βανδαλίστηκαν τα αετώματα, παρ' ότι περιείχαν έντονα θρησκευτικές και λατρευτικές σκηνές με την Αθηνά, τον Ποσειδώνα και άλλες μυθολογικές μορφές. Αυτή μάλιστα είναι η μοναδική περίπτωση αρχαίου ναού του οποίου τα αετώματα διατηρήθηκαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Κάποια γλυπτά απολαξεύτηκαν για πρακτικούς ή άλλους λόγους σε άγνωστες εποχές. Καταστροφές έγιναν και από τον Μοροζίνι όταν προσπάθησε να αφαιρέσει μερικά γλυπτά το 1687-88.[20]

Επί Φραγκοκρατίας ο περί τον Παρθενώνα χώρος γίνεται τόπος ενδιαίτησης του πρώτου Φράγκου άρχοντα των Αθηνών, Όθωνα ντε λα Ρος, ενώ η Ακρόπολη γίνεται η έδρα της φραγκικής βαρωνίας και το κέντρο του ιστορικού βίου της πόλης, σε σημείο που η Αθήνα είναι γνωστή πλέον ως Castellum Athenarum. Ο Παρθενώνας αποδίδεται στη Ρωμαϊκή εκκλησία και γίνεται ναός Λατινικός, τιμώμενος στο όνομα της Θεοτόκου. Στη Νοτιοδυτική γωνία προστέθηκε ένα κωδωνοστάσιο, που επί Τουρκοκρατίας έγινε μιναρές. Επί Ενετοκρατίας δεν παρατηρήθηκαν και δεν καταγράφτηκαν αλλαγές στο μνημείο.

Από τις αφηγήσεις μεταγενέστερων περιηγητών, όπως ο Ιταλός νοτάριος Νικόλαος Μαρτόνης που επισκέφθηκε την Ακρόπολη το 1395 ή ο Κυριακός Αγκωνίτης που ταξίδεψε το 1436 στην Αθήνα, έχουμε δύο περιγραφές του χριστιανικού Παρθενώνα. Ο πρώτος εκφραστής της μεσαιωνικής ιδεολογίας απορεί πως είναι δυνατόν να έχει χτιστεί ένα τόσο μεγάλο κτήριο ενώ ο δεύτερος, εκπρόσωπος της Ιταλικής Αναγέννησης, επικεντρώνεται στην ομορφιά των αρχαίων μνημείων.

Επί Τουρκοκρατίας, η Ακρόπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1458, οπότε και την επισκέφθηκε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Ο ιερός βράχος έμεινε πλέον γνωστός με το όνομα Ατίνα Καλεσί, δηλαδή φρούριο των Αθηνών. Κατά τον 17ο αιώνα ο Παρθενώνας είναι πλέον τζαμί και έχει μιναρέ, που καταστράφηκε το 1687. Τζαμί, ωστόσο που δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της ισλαμικής θρησκείας και για αυτό δεν έγινε ποτέ λατρευτικό τέμενος των Μωαμεθανών.

Βενετοτουρκικοί πόλεμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι κατά των Αθηνών το 1687, ο Παρθενώνας υπέστη και το μεγαλύτερο πλήγμα το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου, όταν οβίδα τίναξε την πυριτιδαποθήκη που είχε εγκαταστήσει ο Αλή αγάς, διοικητής του φρουρίου στον ναό.[21]

Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού προς την ανατολική του πλευρά κατέρρευσε. Έκτοτε και μέχρι να παραδοθεί το μνημείο στην αρχαιολογία και το νέο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του 1830, απογυμνώθηκε συστηματικά από τον Τόμας Μπρούς στις αρχές του 19ου αιώνα, ο οποίος απέκοψε με πριονισμό και αποκόλληση ένα μεγάλο αριθμό γλυπτών και μαρμάρων κατά την περίοδο 1801 με 1803, και είναι αξιοσημείωτο πως τα γλυπτά παραλίγο να χανόταν για πάντα καθώς το πλοίο που τα μετέφερε στην Αγγλία βούλιαξε έξω από τα Κύθηρα, με τα κιβώτια να ανασύρονται με την βοήθεια δυτών από την Κάλυμνο.[22][23][24] Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Μπρούς εν τέλει τα περισσότερα από αυτά πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκονται έως και σήμερα. Υπάρχουν και γλυπτά που κατέληξαν στο Λούβρο στο Παρίσι, καθώς και στην Κοπεγχάγη και αλλού, ενώ στο νέο μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα έχουν τοποθετηθεί πάνω από τα μισά,[25][26] και λίγα παραμένουν στο ίδιο το κτίσμα. Από το 1983 η ελληνική κυβέρνηση, ξεκινώντας μέσω της τότε υπουργού πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, έχει ξεκινήσει εκστρατεία για την μόνιμη επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα.[26] Το Βρετανικό Μουσείο αρνείται σταθερά την επιστροφή των γλυπτών,[27] ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι πρόθυμες να εξαναγκάσουν το μουσείο για την επιστροφή τους (καθώς ισχυρίζονται πως θα χρειαζόταν να δημιουργηθεί νέα νομοθεσία), ωστόσο οι προσπάθειες της επιστροφής συνεχίζονται.[28]

Το κτήριο υπέστη επίσης σημαντικές καταστροφές κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821 και την πολιορκία του βράχου από τον Κιουταχή Μπέη.

Σημασίες και συμβολισμοί του μνημείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παρθενώνας είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα μνημεία του κόσμου. Κατά την επικρατούσα άποψη, το σύγχρονο ενδιαφέρον για το μνημείο εμφανίστηκε κατά τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό του 18ου αιώνα, και θαυμάζεται ως σύμβολο παγκόσμιων και διαρκών αξιών αριστείας, δημοκρατίας, τέχνης κ.ά. Στην Ελλάδα έχει επίσης ιδιαίτερη θέση μέσα στο εθνικό συναίσθημα, τόσο το ίδιο το μνημείο όσο και τα γλυπτά που έχουν απομακρυνθεί από αυτό και εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο.[29] Σύμφωνα με το Κέντρο για την παγκόσμια Κληρονομιά της UNESCO, ο Παρθενώνας ως τμήμα του ευρύτερου μνημειακού συμπλέγματος έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς από τις 11 Σεπτεμβρίου 1987. Ωστόσο, δεν είναι η τυπική πρόσθεση σε έναν κατάλογο εκείνη που κάνει τον Παρθενώνα τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ως υλικό εγχείρημα είναι η πλέον αξιόπιστη μαρτυρία ενός προηγμένου τεχνολογικά και αισθητικά πολιτισμού, που έχει επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη του σύγχρονου Δυτικού κόσμου.

Σε διάφορες εποχές και κοινωνίες αποδιδόταν στον Παρθενώνα ή τα γλυπτά του μια υψηλή αξία, συμβολική, πολιτική, θρησκευτική ή άλλη. Για παράδειγμα, όταν τα "Ελγίνεια" ανάγλυφα έφτασαν στο Λονδίνο το 1807, φορτίστηκαν με νέες σημασίες καθώς έγιναν το επίκεντρο αντιπαραθέσεων για την αξία της τέχνης στην κοινωνία. Ορισμένοι Βρετανοί καλλιτέχνες τα εξύμνησαν σαν μια νέα σχολή τέχνης. Άλλοι τα συνέδεσαν με τη νίκη της Βρετανίας επί του Ναπολέοντα, ο οποίος επίσης είχε φέρει στο Παρίσι ρωμαϊκά γλυπτά που πήρε από την Ιταλία.[30] Στη σύγχρονη εποχή μερικοί τον θεωρούν και σύμβολο της δημοκρατίας.[31][32] Ωστόσο είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα τα στοιχεία που δείχνουν ότι στην αρχαιότητα αποδιδόταν αυτή η σημασία στο μνημείο, ή ότι ήταν περισσότερο θαυμαστό από άλλα κτίσματα της Ελλάδας και της Μεσογείου. Οι συμβολικοί δεσμοί του με τη δημοκρατία δεν ήταν ισχυροί. Για την πλειονότητα των Αθηναίων και των επισκεπτών, ο ναός πρέπει να αντικατόπτριζε τη δόξα της θεάς και της πόλης της, από τις μυθικές απαρχές της και άσχετα με το πολίτευμα.[33]

Αντίθετα με την κυρίαρχη αντίληψη, ο βυζαντινολόγος καθηγητής Αντ. Καλδέλλης, επισημαίνει την σκόπιμη υποβάθμιση ή παράλειψη της βυζαντινής ιστορίας του Παρθενώνα, και το ιστοριογραφικό άλμα από την αρχαιότητα στην Αναγέννηση. Πιστεύει ότι αυτή η σύγχρονη (μετά το Διαφωτισμό) αφήγηση προκύπτει από ευρωπαϊκές ιδεολογίες, και ότι κάποτε εξυπηρέτησε και τον ευρωπαϊκό επεκτατισμό και τις αρνητικές αντιλήψεις για το Νότο και τον μεσαίωνα. Με αυτήν οι Ευρωπαίοι και οι ιδεολογικοί φορείς του Διαφωτισμού πέτυχαν μια ιδεολογική οικειοποίηση του Παρθενώνα, βάζοντας στο στόχαστρο το Βυζάντιο και τους ορθόδοξους κληρονόμους του και εμφανιζόμενοι οι ίδιοι ως δικαιούχοι των μνημείων.[34]

Το 1975, η Ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια για την αναστήλωση του Παρθενώνα καθώς και άλλων κτισμάτων της Ακρόπολης. Μετά από καθυστέρηση, ιδρύθηκε η Επιτροπή για τη Συντήρηση των Μνημείων της Ακρόπολης το 1983.[35] Το έργο αυτό, αργότερα προσέλκυσε οικονομική και τεχνική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια αρχαιολογική επιτροπή τεκμηρίωσε διεξοδικά κάθε αντικείμενο που βρισκόταν στο χώρο, και οι αρχιτέκτονες υποβοηθούμενοι από υπολογιστικά μοντέλα, εξακρίβωσαν τις αρχικές τους θέσεις. Ιδιαίτερα σημαντικά και εύθραυστα γλυπτά μεταφέρθηκαν στο Μουσείο της Ακρόπολης. Στο χώρο εγκαταστάθηκε γερανός για την απομάκρυνση τμημάτων μαρμάρων. Ο γερανός σχεδιάστηκε για να διπλώνει κάτω από την οροφή όταν δεν χρησιμοποιείται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προηγούμενες ανακατασκευές ήταν εσφαλμένες. Αυτές διαλειθηκαν, και μια προσεκτική διαδικασία αναστήλωσης ξεκίνησε.[36] Αρχικά, πολλά τμήματα μαρμάρου κρατήθηκαν μαζί από επιμήκεις καρφίτσες σιδήρου σχήματος «Η», οι οποίες ήταν καλυμμένες ολοκληρωτικά από μόλυβδο, ο οποίος προστατεύει το σίδηρο από διάβρωση. Οι σταθεροποιητικές καρφίτσες που είχαν τοποθετηθεί κατά τον 19ο αιώνα δεν είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο και έτσι διαβρώθηκαν. Αφού το προϊόν της διάβρωσης (σκουριά) είναι επεκτατικό, η επέκταση αυτή προκάλεσε επιπλέον ζημιές με τη δημιουργία ρογμών στο μάρμαρο.[37]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 3859. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. odysseus.culture.gr/h/2/eh251.jsp?obj_id=912. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18  Σεπτεμβρίου 2013.
  3. 3,0 3,1 3,2 Arachne. 5584. Ανακτήθηκε στις 15  Οκτωβρίου 2023.
  4. 4,0 4,1 4,2 «Oxford Classical Dictionary» (Αγγλικά) Oxford University Press. Οξφόρδη. 2012. 4758. Ανακτήθηκε στις 30  Μαρτίου 2023. ISBN-13 978-0-19-173525-7.
  5. 5,0 5,1 5,2 (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά) Structurae. Ράτιγκεν. 20001001.
  6. whc.unesco.org/en/list/404/.
  7. «Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, παρθεν-ών». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2016. 
  8. Hurwitt, Jeffrey (2000). The Athenian Acropolis: History, Mythology, and Archeology from the Neolithic Era to the Present. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 161-163. ISBN 0-521-42834-3. 
  9. Pelling, Christopher (1997). Tragedy and Religion: Constructs and Readings. Greek Tragedy and the Historian. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 169. ISBN 0-19-814987-5. 
  10. «λήμμα Παρθενώνας». Εγκυκλοπαίδεια Britannica. 
  11. «Online Etymology Dictionary». www.etymonline.com. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2016. 
  12. «Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, παρθένος». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2016. 
  13. Frazer, Sir James George (1998). "The King of the Woods". The Golden Bough: A Study in Magic and Religion. Oxford: Oxford University Press. σελ. 18. ISBN 0-19-283541-6. 
  14. Whitley, James (2001). "The Archaeology of Democracy: Classical Athens". The Archaeology of Ancient Greece. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 352. ISBN 0-521-62733-8. 
  15. Αρποκρατίων
  16. «Πλούταρχος, «Περικλής», κεφάλαιο 13, παράγραφος 4». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2016. 
  17. «1878». Britannica Encyclopedia. 
  18. Τριάντη, Ισμήνη (1998). Το μουσείο Ακροπόλεως. Αθήνα: Όμιλος Λάτση. σελ. 247. Βοήθεια όμως μεγάλη αποτελούν τα σχέδια του Jacques Carrey, του ζωγράφου που βρισκόταν στην ακολουθία του μαρκησίου de Nointel και σχεδίασε το πλείστον της διακόσμησης του Παρθενώνα το 1674, δεκατέσσερα χρόνια πριν από την ανατίναξη του Μοροζινη. 
  19. Westlake N.H.J., "On some Ancient Paintings in churches of Athens", Archaeologia, vol. LI, Plate VI, London, 1888
  20. Καλδέλλης, σ. 80-83
  21. «Τι γινόταν στην Αθήνα κατά την Τουρκοκρατία;» από sakketosaggelos.gr. Δημοσιεύθηκε 26/09/2012. Αρχειοθετήθηκε 16/06/2018. Ανακτήθηκε 16/06/2018.
  22. «Κατάδυση στο πλοίο του Έλγιν «Μέντωρ», που βούλιαξε μαζί με τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα. Εντυπωσιακές φωτογραφίες από τα ευρήματα - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ». ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. 25 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2016. 
  23. «Ο λόρδος Ελγιν και το ναυάγιο του «Μέντορα»». www.protothema.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2016. 
  24. «Νέα ευρήματα από το ναυάγιο του «Μέντορα» στα Κύθηρα [ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ]». TVXS - TV Χωρίς Σύνορα. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2016. 
  25. «Parthenon». Encyclopaedia Britannica. 
  26. 26,0 26,1 Greek Premier Says New Acropolis Museum to Boost Bid for Parthenon Sculptures Αρχειοθετήθηκε 2007-02-21 στο Wayback Machine., International Herald Tribune
  27. «The Parthenon Sculptures: The Position of the British Museum Truistees and Common Misconceptions». The British Museum. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2009. 
  28. Talks Due on Elgin Marbles Return, BBC News
  29. Jenkins Ian Dennis, "The Parthenon Sculptures" Harvard University Press, 2007, σ. 13, 14
  30. Jenkins I.D. σ. 15, 16
  31. Jenkins, σ. 13
  32. Λ. Κονιόρδου: «…Ο Παρθενώνας δεν είναι ένα οποιοδήποτε μνημείο…», Ναυτεμπορική, 15 Φεβ. 2017
  33. Καλδέλλης, σ. 36-38
  34. Καλδέλλης Αντώνης, "Ο Βυζαντινός Παρθενώνας", σ. 346, 347.
    Ο Αντώνης Καλδέλλης είναι καθηγητής του βυζαντινού πολιτισμού στο τμήμα κλασικών σπουδών του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο (ΗΠΑ). Ασχολείται με θέματα βυζαντινής φιλολογίας, πολιτισμού και ιστορίας, με έμφαση στην ιστοριογραφία και την πρόσληψη της κλασικής παράδοσης στο Βυζάντιο. (Από το εσώφυλλο του βιβλίου)
  35. Lambrinou, Lena (2009). «Parthenon of Athens: A Challenge Throughout History». State of the Art. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-10-03. https://web.archive.org/web/20081003065235/http://www.arcchip.cz/w09/w09_lambrinou.pdf. Ανακτήθηκε στις 29-05-2016. 
  36. Papakonstantinou, E.; Panou, A. (October 2007). Franzikinaki K., Tsimeraki Anthi, Frantzi G.. «The Surface Conservation Project of the Acropolis Monuments: Studies and Interventions». XXI International CIPA Symposium. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-03-26. https://web.archive.org/web/20090326082512/http://cipa.icomos.org/fileadmin/papers/Athens2007/FP111.pdf. Ανακτήθηκε στις 29-05-2016. 
  37. «Unlocking Mysteries of the Parthenon». Smithsonian. Ανακτήθηκε στις 28 Μαΐου 2016. 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Συλλογικό (επιμέλεια Π. Τουρνικιώτης), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, εκδ. Μέλισσα, 1994 (ISBN 960-204-020-3)
  • Μανόλης Κορρές, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ, εκδ. Μέλισσα, 1993 (ISBN: 960-204-018-1)
  • Catharine Titi, The Parthenon Marbles and International Law (Springer 2023)
  • Γιαννόπουλος Ιωάννης. κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, ΕΑΠ (Πάτρα 2000).
  • Δρανδάκης Παύλος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Φοίνιξ (Αθήνα χ.χ.)
  • Ιστορία της Τέχνης Larousse, τ. 1, Βιβλιόραμα (Αθήνα 1994).
  • Φιλιππίδης Δ., Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, ΕΑΠ (Πάτρα 2001).
  • Μαστοράκη Ανδρονίκη, Νεοκλασικισμός στην Ελλάδα του 19ου και του 20ου αιώνα, Φεβ. 2003.
  • Werner Blaser - Monica Stucky, Drawings of Great Buildings, Birkhauser Verlag (Boston, 1983).
  • G. Gruben, Griechische Tempel und Heiligtümer, 5η έκδοση, Hirmer: München 1996/2001, σσ. 173-190.
  • François Queyrel, Le Parthénon, Un monument dans l'Histoire, Bartillat, Paris 2008 (ISBN 978-2-84100-435-5).
  • Vinzenz Brinkmann: Athen. Triumph der Bilder. Κατάλογος έκθεσης, Liebieghaus Skulpturensammlung, Frankfurt 2016, ISBN 978-3-7319-0300-0.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]