Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ραμνούντας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ραμνούς)
Ραμνούντας
Άγαλμα της θεάς Θέμιδος, σε πεντελικό μάρμαρο. Βρέθηκε στο Ραμνούντα, το 1890, μέσα στο μικρό ναό της Νεμέσεως. Περί το 300 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.
Γενικά στοιχεία
ΟνομασίαῬαμνοῦς
Κύριος οικισμόςΡαμνούς
Διοικητικά στοιχεία
Ταυτότηταδήμος της αρχαίας Αττικής
Ονομασία δήμουΔήμος Ραμνούντος
Ονομασία δημότηΡαμνούσιος
ΦυλήΑιαντίδα
ΤριττύςΠαραλίας
Σύστημα εξουσίαςΠόλη–κράτος
Πολιτικό σύστημαΑθηναϊκή Δημοκρατία
Τίτλος ηγέτηδήμαρχος
Λήψη αποφάσεωνΑρχαία Βουλή & Δήμος
Αριθμός βουλευτών
1η περίοδος
508 – 307/306 π.Χ.
8
2η περίοδος
307/306–224/223 π.Χ.
8
3η περίοδος
224/223–201/200 π.Χ.
12
4η περίοδος
201/200 π.Χ.– 126/127
άγνωστος
5η περίοδος
126/127–3ος αιώνας
άγνωστος
Ιστορική εξέλιξη
Ίδρυση508 π.Χ.
Λήξη3ος αιώνας
Αντικαταστάθηκε απόΔήμος Μαραθώνος
Λατρευτικές παραδόσεις
ΙεράΜικρός ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας
Μεγάλος ναός της Νέμεσης
Ναός του Αμφιάραου (Αμφιάρειον)
Ιερό της Αφροδίτης Ηγεμόνης
Ιερό του Διονύσου
Ιερό του Διός Σωτήρος
Ιερό της Αθηνάς Σωτείρας
Ιερό των ηρώων Αρχηγέτη και Αριστομάχου
Αρχαιολογία
Αξιόλογα κτίσματαΓυμνάσιον Ραμνούντος, Θέατρο του Ραμνούντα
Φρούρια–οχυράΑκρόπολη Ραμνούντος, Φρούριο Ραμνούντος
Ανασκαφέςαρχαιολογική θέση Ραμνούς: 1890, ανασκαφές υπό τον Βαλέριο Στάη
Περιοχή
Αρχαία Αττική θέση
Ραμνούς Αττική
Οι δήμοι της αρχαίας Αττικής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Συντεταγμένες: 38°13′24″N 24°1′38″E / 38.22333°N 24.02722°E / 38.22333; 24.02722 Ο Ραμνούς ή Ραμνούντας (αρχαία ελληνικά: Ῥαμνοῦς‎‎), (ο δήμος: Ραμνούντος ΝΜΑΕ ή Ραμνούντα ΝΕ) [1] ήταν αρχαίος οικισμός - πόλη και δήμος της Αιαντίδας (περιοχή της Αρχαίας Αττικής και φυλή της αρχαίας Αθήνας).

Ο Ραμνούντας σήμερα είναι αρχαιολογικός χώρος της Ανατολικής Αττικής με τα εντυπωσιακά ερείπιά του να βρίσκονται βορειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Αγίας Μαρίνας Γραμματικού του Δήμου Μαραθώνος στην ανατολική ακτή της Αττικής, με θέα τα ευβοϊκά στενά. Στο Ραμνούντα υπήρχε λατρευτικός χώρος της αδυσώπητα εκδικητικής θεάς Νέμεσης,[2] που ήταν και ο σημαντικότερος λατρευτικός χώρος της θεάς στην αρχαία Ελλάδα. Ο Ραμνούντας είναι από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους, όπου ο επισκέπτης μπορεί να διαπιστώσει τη δομή λειτουργίας ενός αττικού δήμου. Ο δήμος αυτός ήταν στρατηγικά σημαντικός για τις θαλάσσιες διαδρομές και ενισχυόταν αμυντικά με αθηναϊκή φρουρά των εφήβων (νέων ανδρών), οι οποίοι υπηρετούσαν εκεί κατά το 2ο έτος της θητείας τους. Η οχυρωμένη ακρόπολη του Ραμνούντα δεσπόζει πάνω από τα δύο μικρά λιμάνια που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του χώρου, ο οποίος είναι φραγμένος ως επάνω, εκτενώς, από την αρχαιότητα και στα οποία λιμανάκια εισάγονταν σιτηρά για την Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Η ονομασία του δήμου προέρχεται από το φυτό "ράμνος" (ακανθώδης θάμνος, κοινή ονομασία: λευκαγκαθιά, επιστημονική ονομασία: Rhamnus, οικογένεια: Ραμνοειδή, Rhamnaceae), το οποίο φυτρώνει μέχρι και σήμερα στην περιοχή του δήμου.[3][4]

Τοποθεσία του αρχαίου δήμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος του Ραμνούντα ήταν δήμος της Παραλίας.[5] Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα[6][7] βρίσκεται στην κοιλάδα του Λιμικού, κοντά στην περιοχή του Μαραθώνα και του Γραμματικού, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα.

Οι ερευνητές του 19ου αιώνα Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής[3] και Διονύσιος Σουρμελής,[4] επίσης επιβεβαιώνουν τη διαχρονική ύπαρξη του δήμου στην περιοχή αυτή.

Ανασκαφές στον Ραμνούντα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη διερευνητική ανασκαφή στο Ραμνούντα έγινε από τους Dilettanti το 1813, ενώ το 1880 ανασκαφές πραγματοποίησε ο Δημήτριος Φίλιος. Μεταξύ των ετών 1890-1892 συνέχισε το ανασκαφικό έργο ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Βαλέριο Στάη, η οποία ανακάλυψε το ιερό της Νέμεσης, το φρούριο και πολλούς ταφικούς περιβόλους. Το 1958 έγινε σύντομη ανασκαφική έρευνα από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα, ενώ από το 1975 ως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με επικεφαλής στη διεύθυνση τον αρχαιολόγο και ακαδημαϊκό Βασίλειο Πετράκο.[8][9]

Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα.
Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου του Ραμνούντα.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντα, καταλαμβάνει έναν λόφο ύψους 30 μέτρων που βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα ανάμεσα σε δύο όρμους. Το περιτειχισμένο τμήμα του καλύπτει έκταση 230 επί 270 μέτρων. Μέσα στα τείχη σώζονται το γυμνάσιο, το θέατρο, ιερά και η ακρόπολη του Ραμνούντα. Η κεντρική πύλη του φρουρίου βρίσκεται ακόμα στα νότια του φρουρίου, όμως υπάρχουν και άλλες, μικρότερες πύλες. Η κατασκευή των τειχών έχει γίνει από τοπικό μάρμαρο, από τον κοντινό όρμο της Αγίας Μαρίνας. Μέσα στα όρια των τειχών ξεχωρίζουν οι ναοί της Νέμεσης, ενώ έξω από τον περιτειχισμένο λατρευτικό χώρο διασώζονται ίχνη κατοικιών. Επίσης υπάρχει ναός του Αμφιάραου (Αμφιάρειον), αλλά και αρκετοί ταφικοί περίβολοι, όπως αυτός του Μενεστίδου. Ο Ραμνούντας, αν και ο πιο καλοδιατηρημένος αρχαίος δήμος της Αττικής, είναι από τους πιο απομονωμένους αρχαιολογικούς χώρους της. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται φαινόμενα εγκατάλειψης του αρχαιολογικού χώρου[10].

Η συμμετοχή του δήμου στην αρχαία Βουλή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[11] ως μέλος της Αιαντίδας φυλής, συμμετείχε με 8 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη περίοδο (307/306 – 224/223 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν επίσης με 8 βουλευτές ενώ την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) αντιπροσωπευόταν με 13 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.

Οι κάτοικοι του Ραμνούντα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δημότης του αρχαίου Ραμνούντος ονομαζόταν Ραμνούσιος.[12][13][14][3][4] Η αρχαία πόλη του Ραμνούντα κυριαρχούσε πάνω σε δύο λιμάνια στρατηγικής σημασίας για την αρχαία Αθήνα, που αντιστοιχούν στους κολπίσκους μπροστά από τα σημερινά χωριά Σέσι και Αγία Μαρίνα.

Η κατανόηση της ιστορίας του Ραμνούντα είχε βελτιωθεί σημαντικά από το έργο του Jean Pouilloux (Ζαν Πουϊγιού),[15] ο οποίος μελέτησε το φρούριο και τις επιγραφές από την περιοχή.

Ακρόπολη και φρούριο του Ραμνούντος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νότια πύλη του φρουρίου του Ραμνούντος.

Το κέντρο του δήμου ήταν οχυρωμένο από το τέταρτο αιώνα π.Χ. και η ακρόπολη χρονολογείται περί το 413 π.Χ. Οι οχυρώσεις αυτές επανδρώνονταν από έφηβους, οι οποίοι υπηρετούσαν τη θητεία τους κατά το δεύτερο έτος.

Το 295 π.Χ. ο δήμος κατακτήθηκε από τον Δημήτριο Α' της Μακεδονίας, αλλά σύντομα επανήλθε και πάλι στους Αθηναίους. Λίγο αργότερα, έγινε βάση των συμμαχικών δυνάμεων των Πτολεμαίων κατά τη διάρκεια του Χρεμωνιδείου πολέμου (268 ή 267-261 π.Χ.).

Η οχυρωμένη ακρόπολη του Ραμνούντα[16] περικλείει ένα ψηλό λόφο της περιοχής, ύψους περίπου 28 μέτρων, ενώ τα τείχη του φρουρίου έχουν πλάτος, περίπου 2,30 με 2,70 μέτρα. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα με τοπικό μάρμαρο από την περιοχή της σύγχρονης Αγίας Μαρίνας. Το φρούριο του Ραμνούντα αναφερόταν, σε διάφορες μεταγενέστερες εποχές και με τις ονομασίες Ταυρόκαστρον[4] ή Οβριόκαστρον[16][4] ή Ληνικόν[4] ή Ελληνικόν.[4] Υπήρχε, επίσης, σημαντικός αριθμός κτιρίων έξω από τα τείχη της οχυρωμένης περιοχής.

Τα ιερά της Νέμεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρχαϊκός ναός στον Ραμνούντα.

Στον Ραμνούντα βρίσκονται δυο ιερά[17] της Ραμνουσίας Νεμέσεως (το μικρό και το μεγάλο). Σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, η θεά Νέμεσις ήταν η μητέρα της ωραίας Ελένης, η οποία γεννήθηκε από αυγό που άφησε ο μεταμορφωμένος σε κύκνο Δίας στη μήτρα της Λήδας. Τα πρώτα αποδεικτικά στοιχεία της λατρείας της Νέμεσης στο δήμο αυτό αναφέρονται στο 499 π.Χ., αν και πιθανώς η λατρεία να ξεκινά ακόμη παλαιότερα. Γύρω στο 430 π.Χ. χτίστηκε ο ναός ο αφιερωμένος στη θεότητα, ο οποίος ήταν από τα τελευταία παραδείγματα πολυγωνικής κατασκευής. Δίπλα του ήταν ένας ακόμα ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας.

Οι δύο ναοί της Νέμεσης, βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, σε περιοχή προς το δρόμο μεταξύ του Ραμνούντα και του Μαραθώνα, περίπου 630 μέτρα νότια της μετέπειτα πόλης. Στη σύγχρονη εποχή, το αξιοθαύμαστο έργο του John Peter Gandy's[18] ήταν η πρώτη απόπειρα, το 1813, προκειμένου να τεκμηριωθεί η περιοχή. Ως πρωτοπόρος με υποτυπώδη πειθαρχία καταγράφει στις σημειώσεις και τα σχέδια πολλές πληροφορίες που διαφορετικά θα είχαν χαθεί.

Το ιερό της Νέμεσης δημιουργήθηκε την Αρχαϊκή εποχή μέσα σε έναν περιτοιχισμένο χώρο. Κατά την διάρκεια των πρώτων ετών συνυπήρχε με τον γύρω οικισμό αλλά αργότερα το ιερό απομονώθηκε και οι κατοικίες και οι υπόλοιπες υποδομές διασκορπίστηκαν στην γύρω περιοχή. Το ιερό της Νέμεσης συνέχισε να ακμάζει και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο καθώς δεχόταν αφιερώματα και από Ρωμαίους αυτοκράτορες.

Μικρός ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άγαλμα της Θέμιδος, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.

Ο πρώτος, ο μικρότερος, ναός της Νέμεσης και της Θέμιδας, χρονολογείται από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., και κατασκευάστηκε με πέτρα από τον Πόρο και λακωνικά κεραμίδια και πιθανότατα καταστράφηκε από τους Πέρσες μεταξύ του 480-479 π.Χ. Στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ο μικρός αυτός ναός ξαναχτίστηκε σε δωρικό ρυθμό (6Χ12: διαστάσεων 6,15 Χ 9,9 μέτρων) πάνω στα προγενέστερα ερείπια, όπου λατρεύονταν προηγουμένως οι θεές Θέμις και Νέμεσις, όπως υποδεικνύεται από αναθηματικές επιγραφές σε δύο μαρμάρινα καθίσματα του 4ου π.Χ. αιώνα που χωροθετούνται στο αίθριο του ιερού. Το πρώτο ήταν η προσωποποίηση της σωστής σειράς και το τελευταίο, η εκδίκηση για τους παραβάτες της τάξης. Ο ναός χτίστηκε από τοπικό σκούρο μάρμαρο και στεγάσθηκε με πλακάκια από τερακότα. Οι τοίχοι του σηκού όπως και η πλατεία του αίθριου του ιερού είναι σε λεσβιακό πολυγωνικό στυλ τοιχοποιίας. Ο μικρός ναός χρησίμευσε πιθανώς αργότερα ως θησαυροφυλάκιο του μεγάλου ναού και για να φυλάσσονται διάφορα λατρευτικά αγάλματα. Αυτή η κατασκευή διατηρήθηκε μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.

Άγαλμα της Θέμιδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τις ανασκαφές του 1890, υπό τον Βαλέριο Στάη, στον σηκό του μικρού ναού βρέθηκε το άγαλμα της Θέμιδας του Ραμνούντα (γνωστό και ως: Θέμις (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 231)) το οποίο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Η θεά Θέμιδα, φορεί ψηλά ζωσμένο χιτώνα, πλούσια πτυχωμένο ιμάτιο και σανδάλια. Το κεφάλι είναι ένθετο και το δεξί χέρι ήταν πρόσθετο από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Η Θέμις, κόρη του Ουρανού και της Γης, ήταν θεά της δικαιοσύνης και στον Ραμνούντα λατρευόταν στον ίδιο ναό με τη Νέμεση. Στην πρόσθιο όψη του βάθρου υπάρχει επιγραφή σύμφωνα με την οποία το άγαλμα, το οποίο φιλοτέχνησε ο Χαιρέστρατος από τον Ραμνούντα, ήταν αφιέρωμα του Μεγακλέους στη Θέμιδα. Πρόκειται για έργο, περίπου του 300 π.Χ. και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Μεγάλος ναός της Νέμεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ημιτελείς ραβδώσεις και γλυπτική στον ναό του 5ου αιώνα π.Χ.

Η κατασκευή του μεγαλύτερου ναού της Νέμεσης[19] άρχισε μεταξύ των ετών 460-450 π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα έτη 430-420 π.Χ. Χτίστηκε ως δωρικός περίπτερος[17] ναός, κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Περικλή, όταν ο Παρθενώνας κατασκευαζόταν στην Αθήνα. Πιστεύεται ότι σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Καλλικράτη, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα, το ναό του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο του Σουνίου και το ναό του Άρη στις Αχαρνές.

Η ευθυντηρία του στερεοβάτη και το χαμηλότερο επίπεδο της κρηπίδας έγιναν από το τοπικό μαύρο μάρμαρο, ενώ το υπόλοιπο κατασκευάστηκε από λευκό μάρμαρο.

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος πρέπει να είχε διακόψει την ολοκλήρωση του ναού, από το 431 π.Χ. και η λάξευση των ραβδώσεων των στηλών δεν έγινε, ενώ και τμήματα του στυλοβάτη έμειναν ημιτελή, προκαλώντας φθορές στο προστατευτικό μάρμαρο το οποίο καταστρεφόταν πιο εύκολα στις γωνίες και τις άνω επιφάνειες. Δεν υπήρχαν γλυπτά των αετωμάτων, ούτε ήταν οι μετόπες διακοσμημένες με γλυπτό διάκοσμο. Η στέγη όμως ήταν διακοσμημένη με γλυπτά ακρωτήρια.

Σε κάποιο σημείο, μετά την αρχική κατασκευή, ο ναός της Νέμεσης υπέστη σοβαρές ζημιές στο ανατολικό άκρο του και τα ανώτερα τμήματά του και στη συνέχεια επισκευάστηκε εκ νέου. Η βλάβη αυτή, όπως και σε άλλους ναούς της περιοχής και η καταστροφή διαφόρων μνημείων στην Αθήνα πιστεύεται ότι προκλήθηκεαπό ταστρατεύματα του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας, κατά τη διάρκεια επιδρομών του 200 π.Χ. Τα τμήματα μαρμάρου, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή του ναού της Νέμεσης είναι διαφορετικά από τα αρχικά και ο εξοπλισμός είναι αρκετά διαφορετικός, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επισκευές έγιναν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν το ενδιαφέρον για τους παλιούς κλασικούς ναούς ανανεώθηκε. Το κεντρικό τμήμα του επιστυλίου, στο ανατολικό άκρο του ναού φέρει επιγραφή του δήμου του Ραμνούντα προς την θεοποιημένη Λιβία, η οποία μπορεί να συνδέεται και με τις επισκευές. Αυτή η ανοικοδόμηση πρέπει να ήταν δαπανηρή, δεδομένου ότι έγιναν σημαντικές εργασίες αντικατάστασης στο ανατολικό άκρο του ναού, σε τμήματα που αφορούσαν τη ζωοφόρο, το γείσον, ίσως το τύμπανον, τον συλλέκτη του γείσου, τα ακρωτήρια και ίσως σε μέρος του σήματος, τα κεραμίδια και την οροφή. Σε αντίθεση με άλλους ναούς της Αττικής που είχαν ρημάξει, ο ναός της Νέμεσης δεν είχε απογυμνωθεί από χρήσιμα μέρη ή να είχε αφαιρεθεί ολόκληρο για μεταφορά προς την Αθήνα. Αντ' αυτού, αποκαταστάθηκε με υπερηφάνεια ως ένα σημαντικό τοπικό μνημείο.

Άγαλμα της Νέμεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άγαλμα της Νέμεσης, ρωμαϊκό αντίγραφο, Μουσείο Kinsky, Πράγα.

Ο σηκός του μεγάλου ναού στέγαζε το κυρίαρχο λατρευτικό αντικείμενο, το άγαλμα της Νέμεσης, το οποίο ήταν γλυπτό του Αγοράκριτου, μαθητή του Φειδία, κατασκευασμένο από κομμάτι παριανού μαρμάρου και το οποίο είχε ύψος περίπου 4 μέτρων. Ο Ρωμαίος ιστορικός και γνώστης Βάρρων το βαθμολογεί ως το καλύτερο παράδειγμα της ελληνικής γλυπτικής.[20] Εκτιμούσε ότι ήταν ίσως έργο του Αγορακρίτου, αν και σύμφωνα με τον Παυσανία, άλλοι το απέδιδαν στον ίδιο τον δάσκαλό του τον Φειδία.[2] Λέγεται ότι ήταν αρχικά άγαλμα της θεάς Αφροδίτης το οποίο απορρίφθηκε από τον κύριο κατασκευαστή του έργου και είχε μετατραπεί σε άγαλμα της Νέμεσης προκειμένου να πωληθεί για τον ναό στον Ραμνούντα, υπό την προϋπόθεση όμως, να μην επιστραφεί ποτέ στην Αθήνα.

Μεταγενέστερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, στα ερείπια του κατεστραμμένου μεγάλου ναού, ανακαλύφθηκε από τον Βρετανό αρχιτέκτονα John Peter Gandy (1787–1850) μαρμάρινο κεφάλι από λατρευτικό άγαλμα της Νέμεσης αντίστοιχου μεγέθους με το αναφερόμενο, το οποίο έφερε διατρήσεις για τη στερέωση χρυσού στεφανιού, το οποίο και είναι σήμερα έκθεμα της Συλλογής του Βρετανικού Μουσείου.[21] Αυτό το κεφάλι δείχνει να έχει στυλιστικές ομοιότητες με τα γλυπτά του αετώματος του Παρθενώνα των ετών 440-432 π.Χ. Πολλά μέλη του αρχικού αγάλματος έχουν ανακτηθεί και ανακατασκευαστεί [22][23] από τις εκατοντάδες των θραυσμάτων που βρέθηκαν διασκορπισμένα μετά την καταστροφή της εικόνας λατρείας από τους πρώτους Χριστιανούς και αυτό επέτρεψε την ταυτοποίηση των συνολικά έντεκα ρωμαϊκών αντιγράφων, σε μικρότερη κλίμακα, του αρχικού αγάλματος. Η βάση του αγάλματος, περίπου 90 πόντους σε ύψος και 240 πόντους σε πλάτος, έχει επίσης ανακατασκευαστεί. Στις τρεις πλευρές της βάσης, η σκηνή εκτυλίσσεται περιστροφικά με παράσταση που δείχνει την παρουσίαση της ωραίας Ελένης στην μητέρα της Νέμεση, από την Λήδα.[24]

Άλλες λατρευτικές παραδόσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Ραμνούντα υπήρχαν επίσης ιερά της Αφροδίτης Ηγεμόνης, του Διονύσου, του Διός Σωτήρος, της Αθηνάς Σωτείρας και των ηρώων Αρχηγέτη και Αριστομάχου. Προς τιμήν του Διονύσου πραγματοποιούνταν κωμωδίες και άλλα θεατρικά δρώμενα, ενώ ως μέρος των ιερών τελετών προς τη Νέμεση, διεξάγονταν και διαγωνισμοί λαμπαδηδρόμων.

Πολλά ταφικά μνημεία έχουν ανακτηθεί από διάφορες ταφές κατά μήκος του δρόμου μεταξύ του Ραμνούντα και του Μαραθώνα.

Επιτύμβιο ανάγλυφο Ιέρωνα και Λυσίππης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επιτύμβιο ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο. Βρέθηκε στο Ραμνούντα Αττικής, περί το 325-300 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα

Χαρακτηριστικό εύρημα είναι και το επιτύμβιο ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο, περίπου μεταξύ των ετών 325-300 π.Χ., το οποίο βρέθηκε στο Ραμνούντα. Απεικονίζονται ένας ώριμος, γενειοφόρος άνδρας στηριγμένος σε βακτηρία και μια νεαρή γυναίκα οι οποίοι δίνουν σιωπηλά τα χέρια, ενωμένοι και μετά θάνατον. Η ξεχωριστή ομορφιά της γυναίκας με τα λεπτά χαρακτηριστικά, τη λυγερή κορμοστασιά και την κομψότητα της στάσης παραπέμπει σε αγάλματα του Πραξιτέλους. Ανήκει σε επιτύμβιο ναΐσκο από τον ταφικό περίβολο του Ιεροκλέους. Η αετωματική επίστεψη με τα ονόματα των νεκρών, Ιέρων, γιος του Ιεροκλέους, από τον Ραμνούντα και Λυσίππη, βρίσκεται στο Ραμνούντα. Εκεί βρίσκεται επίσης και η βάση του ναΐσκου με επίγραμμα, στο οποίο γίνεται αναφορά στον Ιέρωνα και στα τέσσερα αδέλφια του που πέθαναν πριν από αυτόν. Το επιτύμβιο ανάγλυφο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, περί το έτος 46, γίνονταν αφιερώματα στο ιερό το οποίο περιελάμβανε και τη λατρεία της θεοποιημένης Λιβίας, συζύγου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου και προς τον επίσης θεοποιημένο αυτοκράτορα Κλαύδιο. Κατά το 2ο αιώνα, ο Ηρώδης ο Αττικός προσέφερε ως αφιερώσεις τις προτομές των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λευκίου Βέρου, καθώς και ένα άγαλμα του μαθητή του Πολυδευκίωνα. Η λατρεία της Νεμέσεως στον Ραμνούντα έλαβε επίσημα τέλος με το διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Αρκαδίου το 382, ο οποίος διέταξε την καταστροφή των τυχόν επιζώντων πολυθεϊστικών ναών στην ύπαιθρο.[25]

Προσωπικότητες από τον Ραμνούντα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Ραμνούντος, όπως ο Δημήτριος ο Ραμνούσιος, ο Δημέας ο Ραμνούσιος, ο Δικαιΐδης ο Ραμνούσιος, ο Διόδωρος ο Ραμνούσιος, ο Διόγνητος ο Ραμνούσιος κ.α.[26] Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:

Φωτογραφικό υλικό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές - σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. [...] "Ραμνούς: ο / Ῥαμνοῡς, -οῡντος, ΝΜΑ, και Ραμνούντας Ν. Δήμος τής Αιαντίδος φυλής, στη βορειοανατολική παραλία τής Αττικής, πάνω στον Ευβοϊκό Κόλπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμνος + κατάλ. -οῦς (< -όεις*), πρβλ. Σελην-οῦς]". [...] Ραμνούς[νεκρός σύνδεσμος]
  2. 2,0 2,1 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Αττικά», 33.2-33.3: [...] "Μαραθῶνος δὲ σταδίους μάλιστα ἑξήκοντα ἀπέχει Ῥαμνοῦς τὴν παρὰ θάλασσαν ἰοῦσιν ἐς Ὠρωπόν. καὶ αἱ μὲν οἰκήσεις ἐπὶ θαλάσσῃ τοῖς ἀνθρώποις εἰσί, μικρὸν δὲ ἀπὸ θαλάσσης ἄνω Νεμέσεώς ἐστιν ἱερόν, ἣ θεῶν μάλιστα ἀνθρώποις ὑβρισταῖς ἐστιν ἀπαραίτητος. δοκεῖ δὲ καὶ τοῖς ἀποβᾶσιν ἐς Μαραθῶνα τῶν βαρβάρων ἀπαντῆσαι μήνιμα ἐκ τῆς θεοῦ ταύτης• καταφρονήσαντες γὰρ <μηδέν> σφισιν ἐμποδὼν εἶναι τὰς Ἀθήνας ἑλεῖν, λίθον Πάριον [ὃν] ὡς ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις ἦγον ἐς τροπαίου ποίησιν. [33.3] τοῦτον Φειδίας τὸν λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι Νεμέσεως, τῇ κεφαλῇ δὲ ἔπεστι τῆς θεοῦ στέφανος ἐλάφους ἔχων καὶ Νίκης ἀγάλματα οὐ μεγάλα• ταῖς δὲ χερσὶν ἔχει τῇ μὲν κλάδον μηλέας, τῆ δεξιᾷ δὲ φιάλην, Αἰθίοπες δὲ ἐπὶ τῇ φιάλῃ πεποίηνται. συμβαλέσθαι δὲ τὸ ἐς τοὺς Αἰθίοπας οὔτε αὐτὸς εἶχον οὔτε ἀπεδεχόμην τῶν συνιέναι πειθομένων, οἳ πεποιῆσθαι σφᾶς ἐπὶ τῇ φιάλῃ φασὶ διὰ ποταμὸν Ὠκεανόν• οἰκεῖν γὰρ Αἰθίοπας ἐπ᾽ αὐτῷ, Νεμέσει δὲ εἶναι πατέρα Ὠκεανόν". [...]
  3. 3,0 3,1 3,2 Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, "Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος. Συνταχθείσα υπό Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή, εις τρεις τόμους. Ων ο Α' διαλαμβάνει την Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα, ο Β' την Πελοπόννησον και ο Γ' τας νήσους τας τε ελευθέρας και μη, και τον πίνακα, και εκδοθείσα υπό Κωνσταντίνου Αντωνιάδου."... τόμοι 1-3, Εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου. Εν Αθήναις 1853-1854, Ta Hellēnika: ē toi perigraphē geōgraphikē, historikē, archaiologikē kai statistikē tēs archaias kai neas Hellados, Jakob. R. Rhangabis, 1853. Τόμος 1ος, συνολ. σελ. 237-240, ενότητα σελ. 237-238: [...] "Ραμνούς, δήμος φυλής Αιαντίδος• οι δημόται Ραμνούσιοι• ο δήμος ούτος ην ο βορειότατος πάντων κατά την ανατολικήν παραλίαν, και ωνομάσθη ούτω από των εκείσε ράμνών (2 = Διονύσ. Οικουμ. Περιηγ.)• η κώμη Ραμνούς ην περιτετειχισμένη και απείχεν 60 στάδια του Μαραθώνος βορείως, έκειτο δε επί της εκ Μαραθώνος εις Ωρωπόν παραθαλάσσιας οδού, και αι μεν κατοικίαι των ανθρώπων ήσαν παρά την θάλασσαν, μικρόν δε ανωτέρω της θαλάσσης ην ναός Νεμέσεως• το δε άγαλμα αύτης κατεσκεύασεν ο Φειδίας εκ του αυτού Παρίου λίθου ον οι Πέρσαι, βέβαιοι επί τη αλώσει των Αθηνών, ήγον ίνα κατασκευάσωσιν εξ αυτού τρόπαιον• εφόρει δε η θεά επί της κεφαλής στέφανον έχοντα ελάφους και αγάλματα Νίκης• και δια μεν της αριστεράς χειρός εκράτει κλάδον μηλέας, δια δέ της δεξιάς φιάλην εφ' ης ήσαν εξείργασμένοι Αιθίοπες• επί τίνι δε λόγω απορεί ο Παυσανίας• το άγαλμα τούτο της Νεμέσεως ην άπτερον, απ' εναντίας των Σμυρναίων οι κατεσκεύαζον έχοντα πτερά τα αγάλματα της θεάς ταύτης• επί δε του βάθρου εξεικονίζοντο η Λήδα άγουσα την Ελένην προς την Νέμεσιν, διότι επεκράτει δόξα ότι η Ελένη ην θυγάτηρ Διός και Νεμέσεως και ότι η Λήδα ην τροφός αυτής. έτι δε ο Τυνδάρεως και οι παίδες, και άνθρωπος έφιππος ονομαζόμενος Ιππεύς, και Αγαμέμνων και Μενέλαος και Πύρρος ο Αχιλλέως ο πρώτος λαβών γυναίκα Ερμιόνην την Ελένης, έτι δε ο ονομαζόμενος Έποχος και έτερος νεανίας, αμφότεροι, ως έλεγον, αδελφοί Οινόης αφ' ης έλαβε το όνομα ο δήμος η Οινόη (1 = Παυσ. Αττ. κ. 33.). Κατά τον Στράβωνα το άγαλμα τούτο ή το ξόανον, ως ονομάζεται υπ' αύτού, της Νεμέσεως κατεσκευάσθη κατά τινας υπό Διοδότου ή κατ άλλους υπό Αγορακρίτου του Παρίου, και ην εξαίσιον το μέγεθος και το κάλλος καί ενάμιλλον τοις έργοις του Φειδίου (2 = Στραβ. β. 9. σ. 396.)• η Νέμεσις αυτή επωνομάζετο Ραμνουσία• ο Ησύχιος λέγει = «Εν Ραμνούντι Νεμέσεως άγαλμα δεκάπηχυ, ολόλιθον, έργον Φειδίου, έχον εν τη χειρί, μηλέας κλάδον». Ο δε Φώτιος = «Ραμνουσία Νέμεσις• αύτη πρώτον αφίδρυτο Αφροδίτης σχήματι• διο και κλάδον είχε μηλέας• ιδρύσατο δε αυτήν Ερεχθεύς μητέρα εαυτού ούσαν, ονομαζομένην δε Νέμεσιν και βασιλεύσασαν εν τω τόπω, το δε άγαλμα Φειδίας εποίησεν ου την επιγραφην εχαρίσατο Αγορακρίτω τω Παρίω ερωμένω, ος και Ολυμπιάσιν τω δακτύλω του Διος επέγραψεν Αρτάρχης• καλός δε ην ούτος Αργείος, ερωμένος αυτού».".[...]
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Διονύσιος Σουρμελής, "Αττικά: ή περί δήμων Αττικής εν οις και περί τινων μερών του Άστεως". Υπό Διονύσιου Σουρμελή. Έκδοσις πρώτη. Τύποις Αλεξάνδρου Κ. Γκαρπολά, Εν Αθήναις 1854 και "Attika hē peri dēmōn Attikēs en hois kai peri tinōn merōn asteōs", Dionysios Surmelēs, Gkarpola, 1854, σελ. 76-77: [...] "Ραμνούς, ο δημότης Ραμνούσιος• έλαβε δε την ονομασίαν από των αυτόθι ράμνων• φυτόν δε η ράμνος ακανθωτόν, όπερ άλλοι μεν λέγουσι παλιούριον, οι δε Αθηναίοι πρινάρι καλούσι, πεποιημένον από του ήχου αυτού, καιομένου. Ονομαστός υπήρχεν ο δήμος ούτος και δια την θέσιν του, και δια το φρούριόν του, και διά τον ναόν της Νεμέσεως, ης το άγαλμα ην έργον του Φειδίου, και περιώνυμον δια τούτο, δεκάπηχυ ον. Ο Φώτιος λέγει ότι η Νέμεσις ήτον μήτηρ του Ερεχθέως, βασιλεύσασα εν Ραμνούντι. Ενταύθα ην και ναός Αρτέμιδος, ην οι Αθηναίοι ετίμησαν εν Ραμνούντι, διότι ετιμώρησε τους Πέρσας εν Μαραθώνι διά την αλαζονείαν των• τον ναόν τούτον διαφθαρέντα εκ της πολυκαιρίας Ηρώδης ο Αττικός επεσκεύασε, και το άγαλμα ανέθηκε τη Αθηνά, κατά την υπ' άριθ. 1450 έπιγραφήν της αρχαιολ. εφημερίδος. Ο τόπος ούτος ήτον πλούσιος δια την συρροήν πολλών περιηγητών, και δια το εκ θαλάσσης εμπόριόν του• αλλ' έπαθε και ούτος εις την γενικήν καταστροφήν, απολέσας και το όνομα του ομού με τους κατοίκους του, και μένει έκτοτε ακατοίκητος, γενομένης κατ' αυτού επιδρομής βαρβάρων, των Αράβων, ότε ούτοι έπλεον εις Χαλκίδα πολέμιοι. Απέχει δε του Μαραθώνος πρός βορράν σταδίους εξήκοντα κατά Παυσανίαν, κείμενος περί το παράλιον. Καλείται δε νυν το ερειπιωμένον φρούριον του υπό τινων μεν Ταυρόκαστρον, υπ' άλλων δε Οβριόκαστρον, και υπό τινων Ληνικόν ήτοι Ελληνικόν διότι οι χυδαίοι καλούσιν ελληνικόν παν το αρχαίον οικοδόμημα, ή μνημείον. π.χ. ερωτώμενος ο χυδαίος και αγράμματος περί αρχαίου τινός κτιρίου, τί είνε τούτο; αποκρίνεται, ελληνικόν, αντί να είπη αρχαίον.". [...]
  5. [...] "Rhamnus: (Ῥαμνοῦς; Rhamnoûs). Large Attic Paralia-Demos, phyle Aiantis, with eight (twelve) bouleutaí, in the northern section of the east coast of Attica (formerly Ovriokastro). The urban centre of Ῥαμνουσία/Rhamnousía, strongly fortified during the 4th cent. BC and including a citadel from 413/2 BC [3. 77 f., 80 f.] for the garrison, first documented for 342/1 BC (SEG 43,71), lies on an isolated rocky plateau. Conquered in 295 BC by Demetrius [I 2] Poliorketes, R. soon fell to Athens again and was a base for the allied Ptolemaeans in the Chremonidean War (268/262 BC)". [...], Lohmann, Hans (Bochum), Rhamnus
  6. John S. Traill: Demos and trittys. Epigraphical and topographical studies in the organization of Attica. Athenians Victoria College, Toronto 1986, p. 138.
  7. Ραμνούς Αρχειοθετήθηκε 2016-03-03 στο Wayback Machine., στην ιστοσελίδα "Οδυσσεύς" του Υπουργείο Πολιτισμού.
  8. Πηγή: Το άρθρο της αρχαιολόγου Μαρίας Οικονομάκου, με τίτλο: "Ραμνούς Αρχειοθετήθηκε 2016-03-03 στο Wayback Machine.", στην ιστοσελίδα: odysseus.culture.gr - "Οδυσσεύς", του Υπουργείου Πολιτισμού.
  9. Πρόοδος των ανασκαφών στο Ραμνούντα Αρχειοθετήθηκε 2016-04-07 στο Wayback Machine., στην ιστοσελίδα: www.archetai.gr της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
  10. «Ελευθεροτυπία, Άρθρο για τον Ραμνούντα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2010. 
  11. Ραμν Attica (IG I-III), στην ιστοσελίδα: epigraphy.packhum.org
  12. Στέφανος Βυζάντιος, "Εθνικά", ("Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt". Gr. Edidit Anton Westermann, Λειψία 1839), [...] "Ραμνούς, δήμος της Αιαντίδος, φυλής, ο δημότης Ραμνούσιος και Ραμνουσία και Ραμνουσίς. τα τοπικά Ραμνουντόθεν, Ραμνουντάδε και Ραμνούντι". [...], σελ. 241.
  13. Δανιήλ ο Μάγνης, "Λεξικόν Ιστορικομυθικόν και Γεωγραφικόν, συντεθέν υπό Δανιήλου Δημητρίου Μάγνητος του εκ του Πηλίου όρους εκ κωμοπόλεως Αγίου Λαυρεντίου, εις χρήσιν της ελληνικής νεολαίας". Εκ της Ελληνικής τυπογραφίας Φραγκίσκου Ανδρεώλα. Εν Βενετία 1834.Lexikon historikomythikon kai geographikon (etc.)(Historisch-mythologisches und geographisches Wörterbuch etc.) neograece, Daniel Demetrios Magnes, Andreola, 1834, [...] "Ραμνούς, δήμος της Αττικής, εκ της Λεοντίδος φυλής" (Κάτοικ. Ραμνούσιος, και Επιρρ. Ραμνουντόθεν)". [...], σελ. 355.
  14. Σκαρλάτος Βυζάντιος, "Λεξικόν Επίτομον των εν τοις Ελλήσι συγγραφεύσιν απαντωμένων κυρίων ονομάτων, συντεθέν μεν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου. Εκδοθέν δε στερεοτύπως υπό Ανδρέου Κορομηλά". Εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά. Εν Αθήναις 1852, [...] "Ραμνούς, ούντος (ο), κώμη και δήμος της Αττικής, ανήκων εις την Αιαντίδα φυλήν, πλησίον του οποίου, απέχοντος 60 στάδια του Μαραθώνος, έκειτο επί τινος λόφου περίφημος τις ναός της Νεμέσεως, ήτις άπ' αυτού εκαλείτο Ραμνουσίς, Ραμνουσιάς και Ραμνουσία, (ο δημ. Ραμνούσιος)". [...], σελ. 157.
  15. Jean Pouilloux, "La Forteresse de Rhamnonte: étude de topographie et d'histoire", Bibliothèque des Écoles françaises d'Athènes et de Rome, de Boccard, Paris, 1954.
  16. 16,0 16,1 Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, "Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος. Συνταχθείσα υπό Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή, εις τρεις τόμους. Ων ο Α' διαλαμβάνει την Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα, ο Β' την Πελοπόννησον και ο Γ' τας νήσους τας τε ελευθέρας και μη, και τον πίνακα, και εκδοθείσα υπό Κωνσταντίνου Αντωνιάδου."... τόμοι 1-3, Εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου. Εν Αθήναις 1853-1854, Ta Hellēnika: ē toi perigraphē geōgraphikē, historikē, archaiologikē kai statistikē tēs archaias kai neas Hellados, Jakob. R. Rhangabis, 1853. Τόμος 1ος, συνολ. σελ. 237-240, ενότητα σελ. 238-239: [...] "Η χώρα του Ραμνούντος χωρίζεται από της λοιπής Αττικής δια σειράς ορέων ως και η του Μαραθώνος. Η καλλιεργήσιμος γη αύτης είναι πεδίον μιας ώρας το μήκος χωριζόμενον από του αιγιαλού της θαλάσσης δια πετρωδών λόφων Χαι οριζόμενον προς δυσμάς υπό του όρους Λιμικού ο συνενοϋται μετά των λόφων των περικλειόντων το πεδίον του Μαραθώνος και την κοιλάδα της Οινόης. Κατά το νότιον πέρας της κοιλάδος του Ραμνούντος είναι η πάροδος η από της κοιλάδος του Τρικορύθου τερματιζομένη ενταύθα. Κατά το απέναντι βόρειον πέρας επί λόφου επικειμένου εις φάραγκα στενήν εκτεινομένην εις περίπου δέκα λεπτών μήκος και χαθήκουσαν εις μικρόν κόλπον εισί τα ερείπια του ναού της Νεμέσεως, και κατά το βόρειον του κόλπου τα συντρίμματα του περιωχυρωμένου δήμου Ραμνούντος. ο τόπος ούτος ονομάζεται σήμερον κοινώς Οβριόκαστρον και περιλαμβάνεται εις 10 λεπτών περίμετρον. το οχύρωμα συνίσταται εις μικράν τετράγωνον ακρόπολιν και κείται επί Κορυφής λόφου συνενουμένου μετά του παρακειμένου όρους διά μικράς προς την στερεάν τετραμένης ράχεως. Κατά το βόρειον εφυλάττετο το φρούριον υπό παραρρέοντος ρύακος. Κατά δε το νότιον εκτείνεται μικρά πεδιάς μέχρι της παραλίας. Φαίνονται εισέτι ίχνη τειχών και πύργων• τα κυριώτερα δε των σωζόμενων εισί λείψανα πύλης μετά του παρακειμένου τείχους ήτις εμφαίνει την δια της προειρημένης ράχεως κυρίαν εις το φρούριον είσοδον. Σώζονται προσέτι λείψανα τείχους δι' ου ο ναός συνήπτε μετά του φρουρίου κατά την ήπειρον.".[...]
  17. 17,0 17,1 Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, "Τα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος. Συνταχθείσα υπό Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή, εις τρεις τόμους. Ων ο Α' διαλαμβάνει την Στερεάν, Ανατολικήν και Δυτικήν Ελλάδα, ο Β' την Πελοπόννησον και ο Γ' τας νήσους τας τε ελευθέρας και μη, και τον πίνακα, και εκδοθείσα υπό Κωνσταντίνου Αντωνιάδου."... τόμοι 1-3, Εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου. Εν Αθήναις 1853-1854, Ta Hellēnika: ē toi perigraphē geōgraphikē, historikē, archaiologikē kai statistikē tēs archaias kai neas Hellados, Jakob. R. Rhangabis, 1853. Τόμος 1ος, συνολ. σελ. 237-240, ενότητα σελ. 239-240: [...] "Δυο ναοί ήσαν πλησίον αλλήλων• ο μείζων της Νεμέσεως, ο δε ελάσσων Θέμιδος, αμφότεροι κείμενοι επί μεγάλου χειροποίητου οροπεδίου ανεχομένου υπό τείχους περιωκοδομημένου κάτωθεν του υψώματος. Το άγαλμα της Θέμιδος ου τεμάχια σώζονται ευρίσκεται ήδη εν τω Βρετανικώ μουσείω. Ο μείζων ναός, δηλ. ο της Νεμέσεως ην περίπτερος εξάστυλος, έχων δώδεκα κίονας καθ' εκάστην πλευράν και πρόναον και σηκόν και οπισθόδομον. Μεταξύ των ερειπίων του ναού της Νεμέσεως ευρέθησαν και τεμάχια ανάγλυφων αγαλματίων σχεδόν ποδιαίων εκ λευκού λίθου και τοσούτον τεχνηέντως κατεσκευασμένων ώστε φαίνονται έργα ή του Φειδίου ή άλλου τινός των επιτηδειοτέρων τεχνητών της εποχής εκείνης (1 = Ληκ. Δημ.).".[...]
  18. "The Unedited Antiquities of Attica", London 1817, and Antiquities of Ionia, Part V (Suppl. to Part III), W. R. Lethaby,ed., London 1915.
  19. Margaret M. Miles (Miles, M.M.), "Reconstruction of the Temple of Nemesis at Rhamnous", American School of Classical Studies at Athens, Hesperia Vol. 58, No. 2, (1989), 134-256.
  20. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, «Φυσική Ιστορία» - Plinio il Vecchio, "Naturalis historia", XXXVI, 17.
  21. Head from a Parian marble statue of Nemesis, British Museum Collection.
  22. Alfred Friendly, Eleni Karapanayiotis, "Nemesis", "Nemesis" Penn Museum, Expedition Magazine, Volume 15, Issue 1, September 1972, Penn Museum
  23. Despinis, G. "Discovery of the Scattered Fragments and Recognition of the Type of Agorakritos' Statue of Nemesis." AAA 3 (1970), 403-414.
  24. Kenneth Dean Shapiro Lapatin (Lapatin, K.D.S.), "The Reconstruction of the Temple at Rhamnous? Who is who on the Nemesis Base", "The Journal of the American School of Classical Studies at Athens", Hesperia 61 (1992), 107-119.
  25. "Si qua in agris templa sunt, sine turba ac tumultu diruantur. His enim deiectis atque sublatis omnis superstitioni materia consumetur'., Codex Theodosianus,Liber XVI,X.16
  26. Δημότες του Ραμνούντος Αρχειοθετήθηκε 2019-04-04 στο Wayback Machine.. Αναζήτηση με τη λέξη-κλειδί στον τόπο (Place): RAMNOUSIOS (στα κεφαλαία αγγλικά), στις ιστοσελίδες: empressattica.com και atheniansproject.com του Προγράμματος «Αθηναίοι» = Athenians Project

Πηγές – βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτογενείς πηγές

Δευτερογενείς πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]