Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συναγωγή της Δήλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°24′18″N 25°16′28″E / 37.4049°N 25.2745°E / 37.4049; 25.2745

Συναγωγή της Δήλου
Χάρτης
Είδοςσυναγωγή και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°24′17″N 25°16′28″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Μυκόνου
ΤοποθεσίαΔήλος
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής2ος αιώνας π.Χ.
Το σχέδιο της οικίας 80 σύμφωνα με Mazur, 1935[1]

Η Συναγωγή της Δήλου,[2] θεωρείται ότι είναι η παλαιότερη συναγωγή, η οποία είναι γνωστή ως σήμερα,[3] χρονολογούμενη μεταξύ του 150 ΠΚΕ ως 128 ΠΚΕ. Σύμφωνα με τις πηγές οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στην Δήλο κατά τον 2ο αιώνα ΠΚΕ[4]. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Δήλο αποκαλύπτουν μια πλούσια και ισχυρή εβραϊκή κοινότητα η οποία είχε δικό της κέντρο λατρείας, ίσως το παλαιότερο κτίριο συναγωγής στη Διασπορά. Η πρώτη ανασκαφή στο νησί έγινε το 1896 υπό τη διεύθυνση της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα. Ο Αντρέ Πλασάρ ανακάλυψε στην ανασκαφική περίοδο 1912-1913 ένα κτίριο (GD 80), το οποίο χαρακτήρισε ως εβραϊκό οίκο λατρείας, συναγωγή[5].

Εκδοχές - απόψεις για το κτίριο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η χρήση του κτιρίου ήταν ως αίθουσα συνάθροισης για τους Εβραίους ή τους Σαμαρείτες, οι οποίοι είχαν σταθερή ή έκτακτη παραμονή στη Δήλο. Ωστόσο, η πρωταρχική χρήση του κτιρίου παραμένει αναπάντητη. Κάποιοι από τους ερευνητές πιθανολογούν, ότι το κτίριο ανεγέρθηκε ως ιδιωτική κατοικία ή ως ειδωλολατρικός τόπος συνάντησης, αλλά οι πιο πολλοί πιστεύουν ότι ήταν συναγωγή, ακόμη και στη νεότερη μορφή του.

Στο κτίριο διακρίνονται πέντε στάδια της κατασκευής. Από αυτά τα δύο χρονολογούνται ως προγενέστερα του 88 ΠΚΕ. Τα υπόλοιπα τρία χρονολογούνται μεταξύ του 88 ΠΚΕ και του τέλους του δεύτερου αιώνα. Η δομή της μεγάλης αίθουσας, η δεξαμενή νερού, ο προσανατολισμός προς την ανατολή και η απομονωμένη τοποθεσία στον ανατολικό αιγιαλό δεν ευθυγραμμίζονται προς την κατεύθυνση της ερμηνείας του κτιρίου ως ιδιωτική κατοικία, ως τόπο συνάθροισης κάποιας Ένωσης ή παγανιστικό λατρευτικό κτίσμα, αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν τη λειτουργία του κτιρίου ως συναγωγή από την πρώτη φάση και ύστερα, κατά τη Monika Trümper[6].

Ευρισκόμενη στην ανατολική πλευρά της πόλης της Δήλου, η συναγωγή ήταν κάπως απόμακρα από τις κεντρικές περιοχές της πόλης. Η συναγωγή χτίστηκε στο τμήμα της Δήλου που ονομάζεται “Συνοικία του Σταδίου”[7] (γαλλικά: Quartier du Stade). Σε αυτό το τμήμα της πόλης, σε αντίθεση με τη θρησκευτική και εμπορική εστίαση του κέντρου της Δήλου κυριαρχούσαν κυρίως οι κατοικίες, ενώ υπήρχε επίσης ένα μικρό και με εύκολη πρόσβαση λιμανάκι.

Η ίδια η συναγωγή αποτελούνταν από δύο μεγάλα δωμάτια. Υπήρχε επίσης θρόνος και πολλαπλά μαρμάρινα καθίσματα (παγκάκια). Υπήρχαν και πολλά μικρότερα δωμάτια, που επέτρεπαν την πρόσβαση σε μια δεξαμενή νερού.

Αρχαιολογικές έρευνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συναγωγή ανακαλύφθηκε το 1912 από ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Αντρέ Πλασάρ (γαλλικά: André Plassart).[3] Η συναγωγή είναι κατανοητό ότι παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα.[8][6]

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κτιρίου είναι η μεγάλη αίθουσα, η οποία προφανώς χρησιμοποιείτο με διάφορους ευέλικτους τρόπους, πιθανόν με κινητά έπιπλα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για χτιστά καθίσματα ή έδρες, κατά μήκος των τοίχων.[6] Η αίθουσα είναι προσανατολισμένη προς τα ανατολικά, με σειρά από δευτερεύοντες χώρους και δωμάτια στο νότιο άκρο.[6]

Η ταύτιση του κτιρίου ως εβραϊκή συναγωγή σε οποιοδήποτε σημείο στην ιστορία της υπήρξε θέμα συζήτησης. Η αρχική αναγνώριση του κτιρίου ως συναγωγή από τον Αντρέ Πλασάρτ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αναθηματικές επιγραφές, οι οποίες αναφέρουν «Θεός Ύψιστος,» γεγονός που θεωρείται συχνά ως ονομασία, στην αρχαιότητα, για τον θεό των Εβραίων, αν και όχι αποκλειστικά.

Η χρήση του κτιρίου ως συναγωγή αρχικά αμφισβητήθηκε από τον Μπελλέ Μαζούρ (Belle Mazur) το 1935,[9] αν και το επιχείρημα του έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο από τους πιο πρόσφατους ερευνητές. Τα αποδεικτικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής και οι επιγραφές της Συναγωγής, περιπλέκουν το ζήτημα της ταυτότητας, επειδή η ύπαρξη εκεί της εβραϊκής κοινότητας,[10] δεν απέχει πολύ από την προφανή παρουσία και μιας παράλληλης επίσης κοινότητας Σαμαρειτών στη Δήλο.[11]

Πιο πρόσφατες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το κτίριο αυτό ήταν πράγματι μια συναγωγή είναι αδύναμα, στην καλύτερη περίπτωση, και χωρίς αμφιβολία παραμένει ένα ανοιχτό αρχαιολογικό ερώτημα.[12]

Επιγραφικές μαρτυρίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Επιγραφή 1 (ID 2329): Αγαθοκλής και Λυσίμαχος επί προσευχήι (GD 79) 90 μ ΒΔ του (GD 80), 1ος αι. ΠΚΕ
  • Επιγραφή 2 (ID 2328): Λυσίμαχος υπέρ εαυτού Θεώ Υψίστω χαριστήριον (GD 80), 1ος αι. ΠΚΕ
  • Επιγραφή 3 (ID 2330): Λαωδίκη Θεώι Υψίστωι σωθείσα ταις υφ' αυτού θαραπήαις ευχήν, 108/107 ΠΚΕ
  • Επιγραφή 4 (ID 2331): Ζωσάς Παρίος Θεώ Υψίστω ευχήν (GD 80) Αίθουσα Α, 1ος αι. ΠΚΕ
  • Επιγραφή 5 (ID 2332): Υψίστω ευχήν Μαρκία (GD 80) Αίθουσα Α, 1ος αι. ΠΚΕ
  • Επιγραφή 6 (ID 2333): [...]γενόμενος ελεύθερος[...], (GD 80) και θεωρείται ότι δεν συνδέεται με την υπόθεση του Πλασάρ, αν και λείπει εκείνο το τμήμα της επιγραφής που θα καθόριζε και έναν τέτοιο συσχετισμό.

Όσον αφορά στον Ύψιστο Θεό, που εμφανίζεται στις 5 από τις έξι παραπάνω επιγραφές, σύμφωνα με την Lidia Matassa θα μπορούσε να απευθύνεται στον Δία Ύψιστο, κάτι που σαφώς αποδυναμώνει το επιχείρημα του Πλασάρ ότι είναι ένδειξη ιουδαϊκού μονοθεϊσμού[12]. Σε μια άλλη μελέτη ο Jörg Lanckau θεωρεί ότι ο όρος Θεός Ύψιστος και Ύψιστος χρησιμοποιήθηκαν τόσο στο παγανιστικό όσο και στο ιουδαϊκό πλαίσιο[13].

  • Σαμαρειτική επιγραφή 1 Οι εν Δήλω Ισραελείται οι / απαρχόμενοι εις Ιερόν / Αργαριζείν στεφανούσιν / χρυσώ στεφάνω Σαραπίωνα / Ιάσονος Κνώσιον ευεργεσίας / ένεκεν της εις εαυτούς.
  • Σαμαρειτική επιγραφή 2 Ισραηλίται οι απαρχόμενοι εις ιερόν άγιον Αργαριζείν / ετίμησαν υαχ Μένιππον Αρτεμιδώρου / Ηρακλειον αυτόν και τους εγγονούς αυτού / κατασκευάσαντα και αναχθέντα εκ των ιδίον επί / προσευχή του θε[ού] ΤΟΝ [------] / ΟΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ [------] και εστεφάνωσαν χρυσώ / στε[φά-]νω και [------] / ΚΑ... / Τ..., περίπου 250–175 π.Χ.

Κατά την άποψη της Lidia Matassa oι σαμαρειτικές επιγραφές δεν μας παρέχουν αξιόπιστη μαρτυρία για τη μόνιμη κατοίκηση Σαμαρειτών στη Δήλο[12]

  1. Mazur, B.D. (1935). Studies on Jewry in Greece, Athens.
  2. Πηγή: Το άρθρο του αρχαιολόγου Π.Ι. Χατζηδάκη "Δήλος Αρχειοθετήθηκε 2017-01-27 στο Wayback Machine.", από την ιστοσελίδα "Οδυσσεύς", του Υπουργείου Πολιτισμού, γράφημα 75[νεκρός σύνδεσμος].
  3. 3,0 3,1 «Delos». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2016. 
  4. Jones, L. H., επιμ. (1917–1932). Strabon Geographika. London: Classical Library. σελίδες 10, 5.2, 4. 14, 1.6. 
  5. Plassart, A. (1913). «La synagogue juive de Délos». Mélanges Holleaux. Recueil de mémoires concernant l'Antiquité grecque (Paris: Picard): 201–215. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Trümper, Monika (Oct. - Dec., 2004). «The Oldest Original Synagogue Building in the Diaspora: The Delos Synagogue Reconsidered». Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens 73 (4): 513–598. 
  7. Πηγή: Το άρθρο του αρχαιολόγου Π.Ι. Χατζηδάκη "Δήλος Αρχειοθετήθηκε 2017-01-27 στο Wayback Machine.", από την ιστοσελίδα "Οδυσσεύς", του Υπουργείου Πολιτισμού, γράφημα 74[νεκρός σύνδεσμος].
  8. The Ancient Synagogue: The First Thousand Years, Lee I. Levine, Edition: 2, Yale University Press, 2005, pp. 107 ff.
  9. Belle D. Mazur, Studies on Jewry in Greece (Athens: Hestia, 1935).
  10. Δήλος Αρχειοθετήθηκε 2016-05-25 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: www.jewishmuseum.gr του Εβραϊκού Μουσείου της Ελλάδας.
  11. Philippe Brueneau, "'Les Israelites de Delos' et la Juiverie Delienne," Bulletin de Correspondance Hellenique 106 (1982): 465-504.
  12. 12,0 12,1 12,2 Lidia Matassa, "Unraveling the Myth of the Synagogue on Delos," Bulletin of the Anglo-Israel Archaeological Society 25 (2007): 81-115.
  13. Lanckau, Jörg (2011). «Hypsistos: Cultural Translation of Jewish Monotheism in the Hellenistic Period». Asiatische Studien Études Asiatiques (Bern: Peter Lang) LXV (4): 868. ISSN 0004-4717. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]