Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πατρίσια Χάισμιθ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Patricia Highsmith)
Πατρίσια Χάισμιθ
ΌνομαΠατρίσια Χάισμιθ
Γέννηση19 Ιανουαρίου 1921
Φορτ Γουόρθ, Τέξας, Η.Π.Α.
Θάνατος4 Φεβρουαρίου 1995 (74 ετών)
Λοκάρνο, Ελβετία
Επάγγελμα/
ιδιότητες
συγγραφέας[1][2][3], μυθιστοριογράφος[1], σεναριογράφος και συγγραφέας κόμικ
ΕθνικότηταΑμερικάνικη
ΥπηκοότηταΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Σχολές φοίτησηςΚολέγιο Μπάρναρντ
ΕίδηΣασπένς, Ψυχολογικό Θρίλερ, Αστυνομική Λογοτεχνία
Αξιοσημείωτα έργαΞένοι στο Τρένο, Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Η Πατρίσια Χάισμιθ (Patricia Highsmith, 19 Ιανουαρίου 19214 Φεβρουαρίου 1995) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας, ευρύτερα γνωστή για τα ψυχολογικά θρίλερ της, από τα οποία έχουν προκύψει πάνω από 20 κινηματογραφικές ταινίες. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ξένοι στο Τρένο», έχει διασκευαστεί αρκετές φορές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το 1951, έγινε ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εκτός από την ευρέως γνωστή σειρά μυθιστορημάτων με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϊ, έγραψε αρκετά διηγήματα, τα περισσότερα σατιρικά ή με μαύρο χιούμορ. Τα βιβλία της έχουν υμνηθεί από διάφορους συγγραφείς και κριτικούς ως καλλιτεχνικές δημιουργίες μεγάλης ομορφιάς και πολυπλοκότητας. Ο Μισέλ Ντιρντά παρατήρησε: «Οι Ευρωπαίοι την τίμησαν ως ψυχολογικό συγγραφέα, μέρος της υπαρξιακής παράδοσης την οποία αντιπροσώπευαν οι συγγραφείς που η ίδια προτιμούσε, ειδικά ο Ντοστογιέφσκι, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Φραντς Κάφκα, ο Αντρέ Ζιντ και ο Αλμπέρ Καμύ».[4]

Η Χάισμιθ γεννήθηκε το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας. Το όνομα στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της ήταν Μαίρη Πατρίσια Πλάνγκμαν. Ήταν το μοναχοπαίδι του καλλιτέχνη Τζέι Μπερνάρντ Πλάνγκμαν (1889-1975) και της γυναίκας του, Μαίρη Κόατς (13 Σεπτεμβρίου 1895 – 12 Μαρτίου 1991). Το ζευγάρι πήρε διαζύγιο δέκα μέρες πριν την γέννηση της κόρης τους.[5] Η Πατρίσια γεννήθηκε στην πανσιόν της γιαγιάς της (από την πλευρά της μητέρας της). Το 1927 η Χάισμιθ, η μητέρα της και ο πατριός της, ο καλλιτέχνης Στάνλεϊ Χάισμιθ (τον οποίον η μητέρα της είχε παντρευτεί το 1924, και ο οποίος υιοθέτησε τη μικρή, δίνοντάς της το επίθετο Χάισμιθ), μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη .[5] Όταν ήταν 12 ετών, το ζευγάρι έστειλε τη μικρή στο Φορτ Γουόρθ, όπου έζησε με την γιαγιά της για ένα χρόνο. Έλεγε πως ήταν «η πιο θλιβερή χρονιά» της ζωή της και ένοιωσε πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, στο σπίτι της μητέρας της και έζησαν κυρίως στο Μανχάταν, αλλά και στην Αστόρια. Η Πατρίσια Χάισμιθ είχε μια έντονη, πολύπλοκη σχέση με τη μητέρα της και δεν εκτιμούσε τον πατριό της. Η ίδια ισχυριζόταν ότι η μητέρα της, της είχε πει πως είχε προσπαθήσει να αποβάλει όταν ήταν έγκυος, πίνοντας νέφτι, παρόλο που σύμφωνα με μια βιογραφία της Χάισμιθ, ο βιολογικός της πατέρας είχε προσπαθήσει να πείσει τη μητέρα της να κάνει έκτρωση, όμως εκείνη είχε αρνηθεί.[6] Η Χάισμιθ ποτέ δεν ξεπέρασε αυτή τη σχέση αγάπης-μίσους, η οποία στοίχειωνε την υπόλοιπη ζωή της και υπήρξε η έμπνευση για το διήγημα «Η Χελώνα» («The Terrapin», 1962), στο οποίο ένα νεαρό αγόρι μαχαιρώνει μέχρι θανάτου τη μητέρα του. Η μητέρα της Χάισμιθ πέθανε μόλις τέσσερα χρόνια πριν από εκείνη, σε ηλικία 95 ετών. Η γιαγιά της Χάισμιθ την έμαθε να διαβάζει όταν ήταν ακόμα πολύ μικρή και η Χάισμιθ αξιοποίησε τη μεγάλη βιβλιοθήκη που διέθετε το σπίτι της γιαγιάς της. Σε ηλικία οκτώ ετών, ανακάλυψε το βιβλίο του Καρλ Μένινγκερ «Ο Ανθρώπινος Νους» («The Human Mind», 1930), ένα βιβλίο-σταθμό στην ιστορία της ψυχιατρικής, το οποίο επιχειρούσε να διαλύσει τις προκαταλήψεις απέναντι στους ψυχικά άρρωστους. Η μικρή εντυπωσιάστηκε από τις περιγραφές ασθενών που έπασχαν από πυρομανία και σχιζοφρένεια.

Το 1942 η Χάισμιθ αποφοίτησε από το Κολλέγιο Μπάρναρντ, όπου είχε σπουδάσει δημιουργική γραφή, συγγραφή θεατρικών έργων και σύνθεση διηγήματος. Από το 1942 μέχρι το 1948 εργαζόταν ως σεναριογράφος για κόμικς, ζώντας στη Νέα Υόρκη και το Μεξικό. Από μια αγγελία στην εφημερίδα, βρέθηκε στο γραφείο του εκδότη Νεντ Πάινς και έπιασε δουλειά σε μια ομάδα με τέσσερις σχεδιαστές και τρεις ακόμα συγγραφείς. Ξεκίνησε γράφοντας δύο ιστορίες την ημέρα για 55$ την εβδομάδα, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να βγάζει περισσότερα χρήματα γράφοντας σενάρια για κόμικς ως ανεξάρτητη συγγραφέας, και συνεργαζόμενη με διάφορους εκδοτικούς οίκους. Αυτό της επέτρεψε να βρει χρόνο για να δουλέψει δικά της διηγήματα και να μετακομίσει στο Μεξικό. Στον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ» («The Talented Mr. Ripley», 1955), ένα από τα πρώτα θύματα απάτης του Ρίπλεϊ είναι ο σχεδιαστής κόμικς Φρέντερικ Ρέντινγκτον, μια χειρονομία αποχαιρετισμού στην καριέρα που η ίδια είχε εγκαταλείψει: «Το ένστικτο του Τομ, του έλεγε κάτι για τον Ρέντινγκτον. Ήταν σχεδιαστής κόμικς. Πιθανότατα δεν θα ήξερε που παν τα τέσσερα».[7]

Μυθιστορήματα και διασκευές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο μυθιστόρημα της Χάισμιθ ήταν το «Ξένοι στο Τρένο» («Strangers on a Train», 1950), το οποίο περιείχε πολλά από τα θέματα που θα χαρακτήριζαν όλο το μεταγενέστερο έργο της.[8] Μετά από παρότρυνση του Τρούμαν Καπότε, ξαναέγραψε το μυθιστόρημα στην «αποικία συγγραφέων» Γιάντο (Yaddo).[9] Το βιβλίο είχε σχετική επιτυχία όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1950, όμως η κινηματογραφική του μεταφορά από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1951, έστειλε την καριέρα και τη φήμη της Χάισμιθ στα ύψη. Σύντομα έγινε γνωστή ως συγγραφέας συγκλονιστικών ψυχολογικών θρίλερ, γεμάτων ειρωνεία και γραμμένων σε καθαρό, σοκαριστικό ύφος.

Το δεύτερο μυθιστόρημα της Χάισμιθ, «Η Τιμή του Αλατιού» («The Price of Salt», 1952), εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Κλαιρ Μόργκαν. Προκάλεσε αίσθηση γιατί ήταν από τα πρώτα λεσβιακά μυθιστορήματα με ευτυχισμένο τέλος.[8] Δεν επέτρεψε να συνδεθεί το όνομά της με αυτό το βιβλίο, μέχρι αρκετά αργά στη ζωή της, πιθανότατα επειδή είχε χρησιμοποιήσει πολλά στοιχεία από την προσωπική της ζωή στην συγγραφή του.[5]

Πολλά από τα υπόλοιπα βιβλία της, διασκευάζονταν για ταινίες σύντομα μετά την έκδοσή τους. «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» (1955), «Το Παιχνίδι Του Ρίπλεϊ» (1974) και «Το Ημερολόγιο της Ίντιθ» (1977), έγιναν όλα ταινίες.

Η Χάισμιθ τηρούσε λεπτομερές ημερολόγιο σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και ψήγματα του συγγραφικού της στιλ είναι φανερά από την παιδική της ηλικία, όταν έγραφε στο ημερολόγιό της φανταστικές ιστορίες όπου οι γείτονες είχαν ψυχολογικά προβλήματα και δολοφονικές προσωπικότητες, πίσω από τα καθημερινά, φυσιολογικά τους προσωπεία. Αυτό ήταν ένα από τα θέματα που θα εξερευνούσε αναλυτικότατα στα μυθιστορήματά της.

Βασικά θέματα των βιβλίων της

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα περισσότερα μυθιστορήματά της, υπήρχαν ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί, αλλά ασχολήθηκε ευθέως με το θέμα στο «Η Τιμή του Αλατιού» και στο – εκδοθέν μετά θάνατο – «Μικρό γ: ένα Καλοκαιρινό Ειδύλλιο» («Small g: a Summer Idyll», 1995). Το πρώτο εκδόθηκε το 1952, με τη συγγραφέα να υπογράφει με το ψευδώνυμο Κλαιρ Μόργκαν και πούλησε σχεδόν ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Η έμπνευση για τον βασικό χαρακτήρα του βιβλίου, την Κάρολ, ήταν μια γυναίκα που η Χάισμιθ είχε δει στο πολυκατάστημα Μπλούμινγκντέιλς, όπου εργαζόταν για ένα διάστημα. Η Χάισμιθ βρήκε τη διεύθυνσή της από τον πιστωτικό λογαριασμό που είχε η γυναίκα στο κατάστημα και τουλάχιστον δύο φορές μετά την συγγραφή του βιβλίου (τον Ιούνιο του 1950 και τον Ιανουάριο του 1951) την παρακολούθησε κρυφά. Οι πρωταγωνιστές σε πολλά από τα μυθιστορήματα της Χάισμιθ είτε οδηγούνται σε παράνομες πράξεις από τις συγκυρίες ή συνειδητά αδιαφορούν για τους νόμους. Πολλοί από τους αντι-ήρωες που δημιούργησε (τις περισσότερες φορές συναισθηματικά ασταθείς νεαροί άντρες) διαπράττουν φόνο σε κρίσεις πάθους ή απλά για να ξεφύγουν από μια δύσκολη κατάσταση. Στις πιο διάσημες ιστορίες της, οι ήρωές της διαφεύγουν του νόμου. Τα κείμενα του Φραντς Κάφκα και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι επηρέασαν σημαντικά τα μυθιστορήματά της.

Ο χαρακτήρας του Τομ Ρίπλεϊ που δημιούργησε – ένας ανήθικος, σεξουαλικά αμφιταλαντευόμενος απατεώνας και περιστασιακός δολοφόνος – πρωταγωνιστεί σε συνολικά πέντε βιβλία της, τα οποία οι οπαδοί του έργου της περιγράφουν συνολικά ως «η Ριπλιάδα». Τα βιβλία έχουν γραφτεί από το 1955 έως το 1991. Ο χαρακτήρας κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά στον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ».[10] Η πρώτη του μεταφορά σε ταινία, μεταδόθηκε από την τηλεοπτική σειρά αυτοτελών ιστοριών μυστηρίου «Studio One» του αμερικανικού καναλιού CBS στις 9 Ιανουαρίου του 1956. Στη συνέχεια, έγινε ταινία από τον Ρενέ Κλεμέντ με τον τίτλο «Plein Soleil» (1960, ελληνικός τίτλος «Γυμνοί στον Ήλιο»). Η ταινία έκανε διάσημο τον Αλέν Ντελόν, τον οποίο η Χάισμιθ χαρακτήρισε ως τον ιδανικό Ρίπλεϊ. Η επόμενη μεταφορά του μυθιστορήματος στην οθόνη έγινε το 1999, με τον τίτλο «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ», σε σκηνοθεσία Άντονι Μινγκέλα. Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν ο Ματ Ντέιμον, η Γκουίνεθ Πάλτροου, ο Τζουντ Λο, η Κέιτ Μπλάνσετ και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.

Το δεύτερο βιβλίο της σειράς, «Ο Ρίπλεϊ Κάτω Από το Χώμα» («Ripley Under Ground», 1970), διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο το 2005 με τον Μπάρι Πέπερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου το 2005, αλλά δεν έτυχε διανομής.

Το τρίτο βιβλίο της σειράς, «Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ» («Ripley’s Game», 1974), έγινε ταινία από τον Βιμ Βέντερς με τον τίτλο «Ένας Αμερικανός Φίλος» («Der amerikanische Freund», 1977) και ξανά το 2002, διατηρώντας αυτή τη φορά τον τίτλο του βιβλίου, από τη σκηνοθέτιδα Λιλιάνα Καβάνι με τον Τζον Μάλκοβιτς στον ρόλο του Ρίπλεϊ.

Το 2009, και τα πέντε βιβλία της σειράς διασκευάστηκαν για το ραδιόφωνο από το BBC Radio 4 με τον Ίαν Χαρτ στο ρόλο του Ρίπλεϊ.

Σύμφωνα με τη βιογραφία της από τον Άντριου Γουίλσον «Beautiful Shadow», (2003 - ελληνικός τίτλος: «Ζωή στο Σκοτάδι», εκδ. Νεφέλη, 2005), η προσωπική ζωή της Χάισμιθ ήταν προβληματική. Ήταν αλκοολική και ποτέ της δεν είχε κάποια σχέση που να κράτησε πάνω από λίγα χρόνια. Κάποιοι από τους ανθρώπους που τη γνώρισαν την περιγράφουν ως άτομο που δεν αγαπούσε τους ανθρώπους, στα όρια της μισανθρωπίας. Είναι διάσημη για το ότι προτιμούσε την παρέα των κατοικιδίων της και κάποτε είχε πει: «Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους».

Λάτρευε τις γάτες. Είχε περίπου τριακόσια σαλιγκάρια στον κήπο του σπιτιού της στο Σάφολκ όταν ζούσε στην Αγγλία.[11] Είχε εμφανιστεί σε ένα κοκτέιλ πάρτι στο Λονδίνο κρατώντας μια τεράστια τσάντα, η οποία περιείχε ένα μαρούλι και περίπου εκατό σαλιγκάρια τα οποία είπε πως τα έφερε για να της κάνουν παρέα εκείνο το βράδι.[11]

«Ήταν ένας κακός, σκληρός, άκαρδος άνθρωπος που δεν αγαπούσε κανέναν και κανένας δε μπορούσε να την αγαπήσει» είχε δηλώσει ο εκδότης Ότο Πέντσλερ. «Δεν κατάλαβα ποτέ πως κάποιο ανθρώπινο πλάσμα μπορούσε να είναι τόσο αδυσώπητα φρικτό».[12]

Άλλοι φίλοι και γνωστοί της είχαν καλύτερη εικόνα γι’ αυτήν. Ο Γκάρι Φίσκετγιον, ο εκδότης των τελευταίων βιβλίων της στον εκδοτικό οίκο Κνοπφ, είπε πως «ήταν απότομη, δύσκολος άνθρωπος… όμως μίλαγε ξεκάθαρα, είχε ένα στεγνό χιούμορ και ήταν πολύ καλή στην παρέα».[12]

Οι σχέσεις της Χάισμιθ ήταν αποκλειστικά με γυναίκες, εκτός από μια σχέση με τον συγγραφέα Μαρκ Μπραντέλ το 1949. Το 1943 είχε σχέση με την εικαστικό Αλίλα Κορνέλ (η οποία αυτοκτόνησε το 1946 πίνοντας νιτρικό οξύ[13]). Από το 1959 μέχρι το 1961 είχε σχέση με την συγγραφέα Μαριτζέιν Μίκερ, η οποία έγραφε με τα ψευδώνυμα Βιν Πάκερ, Αν Όλντριτς και Μ.Ε. Κερ. Η Μίκερ έγραψε για τη σχέση της στο αυτοβιογραφικό «Χάισμιθ: Ένας Έρωτας της Δεκαετίας του 1950» («Highsmith: A Romance of the 1950s», 2003). Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, 27 χρόνια μετά από τη λήξη της σχέσης τους, η Χάισμιθ άρχισε να αλληλογραφεί ξανά με την Μίκερ και μια μέρα εμφανίστηκε στην πόρτα της, ελαφρά μεθυσμένη και παραμιλώντας πικρόχολα. Σε μια συνέντευξη η Μίκερ περιέγραψε τον τρόμο που ένοιωσε όταν κατάλαβε τις αλλαγές που είχε υποστεί ο χαρακτήρας της Χάισμιθ.[14]

Η Χάισμιθ ήταν απόλυτα άθεη. Δεν ένοιωθε ποτέ άνετα με έγχρωμους ανθρώπους και διατύπωνε συχνά την αντίθεσή της για το κράτος του Ισραήλ και την «επιρροή» των Ισραηλιτών.[15] Παρόλα αυτά, μερικοί από τους καλύτερους φίλους της ήταν Εβραίοι, ανάμεσά τους οι συγγραφείς Άρθουρ Κέσλερ και Σολ Μπέλοου. Είχε επίσης κατηγορηθεί για μισογυνισμό, εξαιτίας της σατιρικής συλλογής διηγημάτων «Ιστορίες για Μισογύνηδες» («Little Tales of Misogyny», 1974).

Η Χάισμιθ λάτρευε τις ξυλουργικές εργασίες και είχε φτιάξει αρκετά έπιπλα μόνη της. Εργαζόταν διαρκώς και ασταμάτητα. Προς το τέλος της ζωής της, περπατούσε σκυφτή, με έντονη κύφωση από την οστεοπόρωση.[5] Παρόλο που τα 22 βιβλία και οι οκτώ συλλογές διηγημάτων που έγραψε έτυχαν θερμότατης υποδοχής, κυρίως εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, η ίδια προτιμούσε πάντα η ιδιωτική της ζωή να παραμένει εκτός δημοσιότητας. Είχε φιλικές σχέσεις και αλληλογραφούσε τακτικά με αρκετούς συγγραφείς. Εμπνεόταν πολύ από την τέχνη και από το ζωικό βασίλειο.

Η Χάισμιθ πίστευε στην Αμερικανική δημοκρατική ιδέα, όπως εκφραζόταν από την ίδρυση του κράτους, όμως ήταν εξαιρετικά επικριτική για την πραγματικότητα που διαμορφωνόταν στον τρόπο σκέψης της χώρας, με την πάροδο του 20ου αιώνα, καθώς και για την εξωτερική της πολιτική. Το βιβλίο της «Ιστορίες Φυσικών και Αφύσικων Καταστροφών» («Tales of Natural and Unnatural Catastrophes», 1987), μια ανθολογία διηγημάτων, ήταν διαβόητα αντι-Αμερικανικό, και τις περισσότερες φορές παρουσίαζε τη γενέθλια χώρα της με καθόλου κολακευτικό τρόπο. Από το 1963, κατοικούσε αποκλειστικά στην Ευρώπη. Το 1978 ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο 28ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. [16]

Η Χάισμιθ πέθανε από απλαστική αναιμία και καρκίνο στο Λοκάρνο της Ελβετίας το 1995. Ήταν 74 ετών. Διατήρησε την Αμερικανική υπηκοότητα σε όλη της τη ζωή, παρά τη φορολογική επιβάρυνση που της επέφερε το ότι ζούσε πολλά χρόνια στη Γαλλία και την Ελβετία. Αποτεφρώθηκε στη Μπελιντσόνα και το μνημόσυνό της έγινε στην Καθολική εκκλησία στην Τένια.[6]

Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το μέρος που τη βοήθησε να δώσει πνοή στην συγγραφική της καριέρα, κληροδότησε την περιουσία της, αξίας περίπου 3 εκατομμυρίων δολαρίων, στην συγγραφική αποικία Γιάντο.[8] Το τελευταίο της μυθιστόρημα, «Μικρό γ: ένα Καλοκαιρινό Ειδύλλιο» («Small g: a Summer Idyll», 1995), κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά το θάνατό της.

Η υπογραφή της Χάισμιθ
  • Strangers on a Train (1950) – (Ελληνική έκδοση: «Ξένοι στο Τρένο», εκδ. Ροές, 2002)
  • The Price of Salt (με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν) (1952), επίσης εκδόθηκε με τον τίτλο Carol – (Ελληνική έκδοση: «Κάρολ», εκδ. Μεταίχμιο, 2004 & εκδ. Πρόσπερος)
  • The Blunderer (1954) – (Ελληνική έκδοση: «Θανάσιμα Λάθη» , εκδ. Ροές, 2003)
  • The Talented Mr. Ripley (1955) – (Ελληνική έκδοση: «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», εκδ. Λιβάνης, 2000 & ως «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ», εκδ. Άγρα, 2009)
  • Deep Water (1957) – (Ελληνική έκδοση: «Βαθιά Νερά», εκδ. Ροές, 2002)
  • A Game for the Living (1958) – (Ελληνική έκδοση: «Μοιραίο Παιχνίδι», εκδ. Ροές, 2003)
  • This Sweet Sickness (1960) – (Ελληνική έκδοση: «Αυτή η Γλυκιά Αρρώστια», εκδ. Μεταίχμιο, 2002)
  • The Cry of the Owl (1962) – (Ελληνική έκδοση: «Η Κραυγή της Κουκουβάγιας», εκδ. Παρατηρητής, 1989)
  • The Two Faces of January (1964) – (Ελληνική έκδοση: «Τα Δυο Πρόσωπα του Ιανουαρίου», εκδ. Άγρα, 2004)
  • The Glass Cell (1964) – (Ελληνική έκδοση: «Το Γυάλινο Κελί», εκδ. Ροές, 2002 & εκδ. Άγρα, 2007)
  • A Suspension of Mercy (1965), επίσης εκδόθηκε με τον τίτλο The Story-Teller
  • Those Who Walk Away (1967) – (Ελληνική έκδοση: «Κρυφτό με το Θάνατο», εκδ. Ροές, 2003)
  • The Tremor of Forgery (1969) – (Ελληνική έκδοση: «Χωρίς Ενοχές», εκδ. Μεταίχμιο, 2003)
  • Ripley Under Ground (1970) – (Ελληνική έκδοση: «Ο Ρίπλεϋ Κάτω Απ’ το Χώμα», εκδ. Άγρα, 2006 & ως «Ο Ρίπλεϊ Κάτω Από το Χώμα», εκδ. Παρατηρητής)
  • A Dog's Ransom (1972)
  • Ripley's Game (1974) – (Ελληνική έκδοση: «Ο Αμερικανός Φίλος», εκδ. Παρατηρητής, 1987 & ως «Το Παιχνίδι του Ρίπλεϋ», εκδ. Άγρα, 2008)
  • Edith's Diary (1977) – (Ελληνική έκδοση: «Το Ημερολόγιο της Ήντιθ», εκδ. Ολκός, 1994)
  • The Boy Who Followed Ripley (1980) – (Ελληνική έκδοση: «Το Αγόρι και ο Ρίπλεϊ», εκδ. Λιβάνης 1987 & ως «Το Αγόρι που Ακολουθούσε τον Ρίπλεϋ», εκδ. Άγρα, 2008)
  • People Who Knock on the Door (1983) – (Ελληνική έκδοση: «Οι Απρόσκλητοι», εκδ. Γνώση, 1993)
  • Found in the Street (1987) – (Ελληνική έκδοση: «Επικίνδυνη Ομορφιά», εκδ. Ροές, 2003)
  • Ripley Under Water (1991) – (Ελληνική έκδοση: «Ο Ρίπλεϋ σε Βαθιά Νερά», εκδ. Άγρα, 2004)
  • Small g: a Summer Idyll (1995) – (Ελληνική έκδοση: «Ένα. Καλοκαιρινό Ειδύλλιο», εκδ. Παπαδόπουλος, 1996)

Συλλογές διηγημάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Eleven (1970 – επίσης γνωστό με τον τίλο The Snail-Watcher and Other Stories)
  • Little Tales of Misogyny (1974) – (Ελληνική έκδοση: «Ιστορίες για Μισογύνηδες», εκδ. Γράμματα, 1982)
  • The Animal Lover's Book of Beastly Murder (1975) – (Ελληνική έκδοση: «Το Εγχειρίδιο του Κτηνώδους Φόνου για Ζωόφιλους», εκδ. Άγρα, 2005)
  • Slowly, Slowly in the Wind (1979) – (Ελληνική έκδοση: «Ιστορίες Μυστηρίου», εκδ. Ροές, 2002)
  • The Black House (1981)
  • Mermaids on the Golf Course (1985)
  • Tales of Natural and Unnatural Catastrophes (1987)
  • Nothing That Meets the Eye: The Uncollected Stories (2002 – εκδοθέν μετά θάνατον)
  • Plotting and Writing Suspense Fiction (1966) – (Ελληνική έκδοση: «Πώς να Γράψετε Ένα Μυθιστόρημα Αγωνίας (και Δράσης)», εκδ. Πατάκης, 2012)
  • Miranda the Panda Is on the Veranda (1958 – βιβλίο για παιδιά με ποιήματα και ζωγραφιές, σε συνεργασία με την Doris Sanders)
  • 1946 : O. Henry Award για το καλύτερο διήγημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για το διήγημα "The Heroine" στο Harper's Bazaar.
  • 1951 : Υποψήφια για το Edgar Award, για το καλύτερο μυθιστόρημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για το «Ξένοι στο Τρένο».
  • 1956 : Υποψήφια για το Edgar Award, για καλύτερο μυθιστόρημα, για το «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ».
  • 1957 : Grand Prix de Littérature Policière, για το «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ».
  • 1963 : Υποψήφια για το Edgar Award, για καλύτερο διήγημα, για το "The Terrapin".
  • 1964 : Dagger Award – Κατηγορία Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος, για «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» από την Ομοσπονδία Συγγραφέων Αστυνομικών Μυθιστορημάτων της Μεγάλης Βρετανίας.
  • 1975 : Grand Prix de l'Humour Noir για το L'Amateur d'escargot.
  • 1990 : Chevalier dans l'Ordre des Arts et des Lettres (Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων) από το Γαλλικό υπουργείο πολιτισμού.


  1. 1,0 1,1 www.nytimes.com/2003/08/31/books/review/31HARRIST.html. Ανακτήθηκε στις 23  Σεπτεμβρίου 2015.
  2. The Fine Art Archive. 31450. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  3. «American Women Writers» (Αγγλικά) 1979.
  4. "This Woman Is Dangerous" The New York Review of Books. 2 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2013.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Joan Schenkar, "The Misfit and Her Muses", Wall Street Journal, 8 Δεκεμβρίου 2009, σ. A19
  6. 6,0 6,1 Schenkar, Joan (2009), The Talented Miss Highsmith: The Secret Life and Serious Art of Patricia Highsmith, ISBN 978-0-312-30375-4 .
  7. Highsmith, Patricia. The Talented Mr. Ripley, Vintage Crime/Black Lizard, 1992.
  8. 8,0 8,1 8,2 Patricia Cohen, "The Haunts of Miss Highsmith", New York Times, 10 Δεκεμβρίου 2009.
  9. «Yaddo Writers: June 1926 – December 2007». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2008. 
  10. Coward-McCann, 1955
  11. 11,0 11,1 Currey, Mason (2013). Daily Rituals. (Borzoi: Knopf) Random House. σελ. 12. ISBN 978-0-307-27360-4. 
  12. 12,0 12,1 «Mystery Girl | The Talented Mr. Ripley | Biz | News | Entertainment Weekly». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2008. 
  13. Wilson, A. Beautiful Shadow: A Life of Patricia Highsmith. Bloomsbury, London. 2004
  14. De Bertodano, Helena (June 16, 2003). «A passion that turned to poison». The Daily Telegraph (London). http://www.telegraph.co.uk/culture/donotmigrate/3596749/A-passion-that-turned-to-poison.html. 
  15. Winterson, Jeanette (20 Δεκεμβρίου 2009). «Patricia Highsmith, Hiding in Plain Sight». The New York Times. http://www.nytimes.com/2009/12/20/books/review/Winterson-t.html?ref=review. 
  16. «Berlinale 1978: Juries». berlinale.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2010.