Τιμάρια Άργους και Ναυπλίας
Τα Τιμάρια Άργους και Ναυπλίας[1][2][3], φέουδα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, είχαν δοθεί το 1211 ή 1212 στους Φράγκους Δούκες των Αθηνών υποτελή στον πρίγκιπα της Αχαΐας. Αποτελούνταν από τις δύο πόλεις του Άργους και του Ναυπλίου και πολλά φέουδα στον Αργολικό κάμπο.[4]
Μετά την κατάκτηση τους οι πόλεις παραχωρήθηκαν από τον Πρίγκιπα της Αχαΐας Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνος στον δούκα των Αθηνών Όθων ντε Λα Ρος. Οι πόλεις παρέμειναν στην κατοχή του Οίκου ντε Λα Ρος και του Οίκου ντε Μπριέν που διαδέχθηκαν τους Ντε Λα Ρος στο Δουκάτο των Αθηνών, ο Οίκος ντε Μπριέν εξακολουθούσε να κυβερνά τα τιμάρια και μετά την κατάκτηση της Αθήνας από την Καταλανική Εταιρεία (1311). Ο Γκωτιέ ΣΤ΄ του Μπριέν έλλειπε συνεχώς στα Ευρωπαϊκά εδάφη του με εξαίρεση μια αποτυχημένη εκστρατεία να ανακαταλάβει την Αθήνα από τους Καταλανούς (1331). Πέθανε σε μάχη άτεκνος (1356), οι ηγεμονίες του κληρονομήθηκαν από την αδελφή του Ισαβέλλα ντε Μπριέν και κατόπιν από τον γιο της Γκι ντ'Ανγκιάν. Ο Γκι εγκαταστάθηκε στην Αργολίδα και έγινε Βενετός πολίτης με συνέπεια τη μελλοντική κυριαρχία της Βενετίας στην περιοχή, έκανε με τα αδέλφια του άλλη μια αποτυχημένη εκστρατεία να ανακαταλάβει την Αθήνα από τους Καταλανούς (1370 - 1371). Μετά τον θάνατο του Γκι (1376) τα τιμάρια πέρασαν στη κόρη του Μαρία του Ανγκιάν που παντρεύτηκε τον Πέτρο Κορράδο έναν Βενετό ευγενή από το Άργος, παρέμεινε στην πόλη μέχρι τον πρόωρο θάνατο του (1388). Τα τιμάρια έγιναν στη συνέχεια υποτελή στη Βενετία, η Μαρία που δεν μπορούσε να τα διατηρήσει και τα πούλησε. Το Άργος κατακτήθηκε λίγο πριν έρθουν οι Βενετοί από τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγος και το Ναύπλιο από τον σύμμαχο του Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι. Το Ναύπλιο ανακτήθηκε αμέσως από τους Βενετούς ενώ το Άργος παρέμεινε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το 1394 ανακτήθηκε επίσης από τους Βενετούς.
Πτώση των δυο πόλεων στους Σταυροφόρους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα πριν ξεκινήσει η Δ΄ Σταυροφορία το Άργος και το Ναύπλιο αποτελούσαν ανεξάρτητη ηγεμονία, κυβερνήτης ήταν ο Έλληνας άρχοντας από το Ναύπλιο Λέων Σγουρός. Ο Σγουρός όπως πολλοί Βυζαντινοί μεγιστάνες εκμεταλλεύτηκαν τη μεγάλη αδυναμία των αυτοκρατόρων για να κατακτήσουν πολλές πόλεις και να τις κυβερνήσουν ανεξάρτητα. Ο Σγουρός με αφετηρία τη γενέτειρα του κατέλαβε το Άργος και την Κόρινθο, πολιόρκησε την Αθήνα αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ακρόπολη Αθηνών.[5][6] Στις αρχές του 1305 ο Σγουρός επιτέθηκε στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός σαν αρχηγός του μεγάλου Σταυροφορικού στρατού έκανε επέλαση από τη Θεσσαλονίκη στη νότια Ελλάδα. Ο Βονιφάτιος κατέλαβε τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική και έδωσε τις περιοχές δώρα σε υποτελείς βαρόνους, στη συνέχεια επιτέθηκε στην Πελοπόννησο. Ο Σγουρός και οι άντρες του απέκρουσαν επιτυχώς τα πρώτα χρόνια τις επιθέσεις των Σταυροφόρων μέχρι τον θάνατο του Βονιφάτιου (1207) και του Σγουρού την επόμενη χρονιά (1208).[7][8] Τα τρία κάστρα δεν μπόρεσαν να αντέξουν μετά τον θάνατο του Σγουρού, η Ακροκόρινθος έπεσε πρώτη στους Σταυροφόρους (1210), ακολούθησε η πτώση του Άργους και του Ναυπλίου (1212). Ο Όθων ντε Λα Ρος που ήταν πρωταγωνιστής στην άλωση και των τριών πόλεων πήρε σαν δώρο από τον πρίγκιπα Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο τα Τιμάρια του Άργους και του Ναυπλίου και έναν ετήσιο μισθό 400.000 υπέρπυρα από την Ακροκόρινθο.[9][10][11] Το Κάστρο του Δαμαλά στην Αργολίδα δόθηκε αρχικά στον Όθων αλλά αργότερα πέρασε σε έναν νεώτερο κλάδο της οικογένειας που διεκδίκησε τη Βαρωνία της Βελιγοστής.[12] Οι Φράγκοι παρά το γεγονός ότι είχαν την εξουσία αποτελούσαν αριθμητικά μεγάλη μειοψηφία στην Αργολίδα. Οι ευγενείς της Πελοποννήσου που υποτάχθηκαν στους Φράγκους διατήρησαν την πίστη στην Ορθόδοξη Εκκλησία και όλα τα Βυζαντινά έθιμα, την ίδια εποχή ανεγέρθησαν στην περιοχή πολλές νέες εκκλησίες Βυζαντινού ρυθμού.[13]
Οικογένεια Λα Ρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του Όθων Α΄ ο γιος του Όθων λόρδος του Ρέι κληρονόμησε τα τιμάρια του Άργους και του Ναυπλίου, ο άλλος γιος του Γκυ Α΄ ντε Λα Ρος το δουκάτο των Αθηνών και μερικά πατρικά εδάφη στη Γαλλία. Τον Απρίλιο του 1251 ο Όθων πούλησε στο Γκυ τα τιμάρια με αντάλλαγμα τα Γαλλικά εδάφη και 15.000 χρυσά υπέρπυρα.[14] Όταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου κατέλυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (1224) το Πριγκιπάτο της Αχαΐας παρέμεινε το ισχυρότερο Λατινικό κράτος στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έφτασε την Αχαΐα στο αποκορύφωμα της δύναμης και της δόξας της, όλοι οι υπόλοιποι κυβερνήτες στον Ελληνικό χώρο του δήλωσαν υποταγή.[15] Ο Γκυ Α΄ ντε Λα Ρος που κατείχε το Άργος, το Ναύπλιο και τη μισή πόλη της Θήβας ήταν υποτελής του.[16][17] Ο Γκυ βοήθησε τον Γουλιέλμο να πολιορκήσει και να κατακτήσει τη Μονεμβασιά (1246 – 1248), την τελευταία ισχυρή πόλη που είχε παραμείνει στους Έλληνες.[16][18] Την ίδια εποχή ο Γουλιέλμος δέχτηκε από τη Λατινική Αυτοκρατορία το Δουκάτο της Νάξου, την Εύβοια, το Μαρκιωνία της Βοδονίτσας ενώ η Παλατινή Κομητεία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου τον αναγνώρισε επικυρίαρχο.[16][19] Η μεγάλη δύναμη του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου είχε σαν αποτέλεσμα τη ζήλια των υπόλοιπων Λατίνων βαρόνων με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο "Πόλεμος της Ευβοϊκής Διαδοχής" (1256 - 1258). Ο Γκυ ντε λα Ρος πολέμησε εναντίον του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου αλλά ηττήθηκε και δήλωσε την υποταγή του.[20][21]
Η αντίστροφη μέτρηση για το πριγκιπάτο της Αχαΐας ξεκίνησε όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος συνέλαβε αιχμάλωτο τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο μετά τη Μάχη της Πελαγονίας (1259). Ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος αναγκάστηκε να του παραχωρήσει μια σειρά από μεγάλα κάστρα όπως τη Μονεμβάσια, τον Μυστρά, τη Μεγάλη Μαΐνη και το Γεράκι Λακωνίας για να αποκτήσει την ελευθερία του (1261). Ο Γεώργιος Παχυμέρης γράφει ότι ο Παλαιολόγος ζήτησε από τον Γουλιέλμο το Άργος και το Ναύπλιο αλλά οι δυο πόλεις παρέμειναν στους Λατίνους.[22][23] Τη δεκαετία του 1270 ο Λατίνος Λικάριος που είχε αποστατήσει στους Βυζαντινούς τοποθετήθηκε κυβερνήτης της Πελοποννήσου, οι κάτοικοι της Αργολίδας υπέφεραν σκληρά από τις επιδρομές του.[24]
Μεταβίβαση των τιμαρίων στον Οίκο του Μπριέν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν κληρονόμησε το Δουκάτο των Αθηνών (1309), αλλά ο ίδιος και οι μεγαλύτεροι ιππότες των Φράγκων έπεσαν τον Μάρτιο του 1311 στη Μάχη του Αλμυρού εναντίον της Καταλανικής Εταιρείας. Την επόμενη μέρα οι Καταλανοί κατέλαβαν το δουκάτο των Αθηνών, με τη στρατιωτική τους ικανότητα απείλησαν να κυριεύσουν το Άργος και το Ναύπλιο.[25][26] Η χήρα του Γκωτιέ Ιωάννα του Σατιγιόν επέστρεψε στη Γαλλία για να ζητήσει βοήθεια από τον πατέρα της Κοντόσταυλο της Γαλλίας Γκωσέ Ε΄ του Σατιγιόν που διορίστηκε βάϊλο στο όνομα της (22 Νοεμβρίου 1312).[27] Τα επόμενα χρόνια η Ιωάννα με υποστήριξη από το Ανδεγαυικό Βασίλειο της Νεαπόλεως και τον πάπα απέκτησε προμήθειες και στρατό, διόρισε τους ισχυρούς Φράγκους ευγενείς Γουόλτερ και Φραγκίσκο του Φουτσερόλ να κυβερνήσουν τα τιμάρια στο όνομα της.[28] Η υποστήριξη που είχε από τους ισχυρούς αδελφούς Φουτσερόλ τη βοήθησαν παρά τις καταστροφικές επιδρομές των Καταλανών να κρατήσει τα τιμάρια την επόμενη δεκαετία.[29][30] Οι υποχρεώσεις της Ιωάννας απέναντι στα τιμάρια της έφεραν τεράστια χρέη, όταν ενηλικιώθηκε ο γιος της Γκωτιέ ΣΤ΄ του Μπριέν τον Ιανουάριο του 1321 αρνήθηκε να τα πληρώσει. Ο Φίλιππος Ε΄ της Γαλλίας με παρέμβαση του αποφάσισε να πληρώσει ο Γκωτιέ 7.000 λίβρες και η μητέρα του τα υπόλοιπα.[28][31]
Τα δικαιώματα του Οίκου της Μπριέν στο δουκάτο των Αθηνών υποστήριξαν ο Πάπας Κλήμης Ε΄ και ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ που αποφάσισαν να αναλάβουν δυναμικά δράση εναντίον των Καταλανών, οι Καταλανοί αφορίστηκαν και κλήθηκαν τα υπόλοιπα Λατινικά κράτη στην Ελλάδα να τους εκδιώξουν. Ο Κλήμης Ε΄ ζήτησε από τον Ιάκωβο Β΄ της Αραγωνίας να διώξει τους Καταλανούς από την Αθήνα αλλά εκείνος τον αγνόησε. Ο Κλήμης στη συνέχεια διέταξε τους Ιωαννίτες Ιππότες να του προμηθεύσουν τρεις ή τέσσερις γαλέρες για να υπερασπιστεί τα εδάφη των Μπριέν και διέταξε τους Ναΐτες Ιππότες που κατείχαν εδάφη στο δουκάτο των Αθηνών να μπουν στον στρατό του Γκωσέ Ε΄ του Σατιγιόν εναντίον των Καταλανών (1314).[28][32] Τα δικαιώματα του Οίκου του Μπριέν υπονομεύτηκαν ωστόσο από τη Βενετική Δημοκρατία που δεν είχε συμφέροντα να αναλάβει δράση εναντίον των Καταλανών. Οι Βενετοί αν και παραδοσιακά ήταν εχθροί με τους Καταλανούς έκλεισαν ειρήνη για περισσότερο από δυο δεκαετίες (1319).[28][33]
Γκωτιέ ΣΤ΄ του Μπριέν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γκωτιέ ΣΤ΄ ανήγγειλε μετά το 1321 τις προθέσεις του για εκστρατεία στην Αθήνα και ανακατάληψη της Αθήνας από τους Καταλανούς αλλά οι οικονομικές του υποχρεώσεις στον βασιλιά της Νάπολης τον ανάγκασαν να παραμείνει στην Ιταλία.[34] Το 1328 έκλεισε σύντομη ειρήνη με τους Καταλανούς που διατηρήθηκε μέχρι το 1330. Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ ανακήρυξε τον Ιούνιο του 1330 Σταυροφορία εναντίων των Καταλανών και διέταξε τους Λατίνους ιερείς στην Ελλάδα να υπακούσουν. Ο Ροβέρτος της Νεαπόλεως υποστήριξε τη Σταυροφορία αλλά οι Βενετοί έκλεισαν τον Απρίλιο του 1331 νέα ειρήνη με τους Καταλανούς. Ο Γκωτιέ απέπλευσε από το Μπρίντιζι τον Αύγουστο, επιτέθηκε πρώτα στην Παλατινή Κομητεία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου και στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, τους πίεσε να αναγνωρίσουν κυρίαρχο τον Ροβέρτο. Στη συνέχεια επιτέθηκε στο Καταλανικό δουκάτο της Αθήνας αλλά η εκστρατεία κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, οι Καταλανοί χωρίς να δώσουν μάχη οπισθοχώρησαν πίσω από τα τείχη της Θήβας και των Αθηνών. Ο Γκωτιέ δεν είχε ούτε χρήματα, ούτε στρατό, ούτε προμήθειες και δεν βρήκε υποστήριξη από τον γηγενή Ελληνικό πληθυσμό, το καλοκαίρι του 1332 βέβαιος ότι η εκστρατεία του απέτυχε επέστρεψε στο Μπρίντιζι. Κατέλαβε μονάχα τη Λευκάδα και τη Βόνιτσα και επανέφερε για λίγο την Ανδεγαυική κυριαρχία στη δυτική Ελλάδα αλλά απέκτησε τεράστια χρέη. Οι προθέσεις του για τα τιμάρια του Άργους και του Ναυπλίου είναι ασαφείς αλλά δεν φαίνεται να επισκέφτηκε τις δυο πόλεις την περίοδο που βρέθηκε στην Ελλάδα.[31][35]
Ο Γκωτιέ δεν εγκατέλειψε ποτέ τα σχέδια του να κερδίσει την κληρονομιά του στην Ελλάδα, είχε την υποστήριξη του πάπα που αφόριζε συνεχώς τους Καταλανούς αλλά χωρίς τη βοήθεια των Βενετών δεν μπορούσε να το πετύχει. Μετά από πολλές περιπέτειες στη Γαλλία και την Ιταλία ο Γκωτιέ ΣΤ΄ έπεσε στη μάχη του Πουατιέ (1356).[36][37] Την ίδια εποχή η Αργολίδα λεηλατήθηκε από τους Αιδινίδες Τούρκους υπό τον Ομέρ Μπέι (1132), η πείνα θέριζε τον πληθυσμό της περιοχής που έκανε εισαγωγή τροφίμων από την Ιταλία.[30] Τα τιμάρια είχαν άλλη μια σοβαρή πρόκληση την επέκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο, τη δεκαετία του 1320 είχαν καταλάβει την Αρκαδία και την Κυνουρία.[38] Οι απειλές ανάγκασαν τον Γκωτιέ ΣΤ΄ να κτίσει άλλα δυο νέα κάστρα στο Κιβέρι Αργολίδας και στο Άκρα Θερμήσι.[39][40] Τα τιμάρια παρά τα συνεχή προβλήματα και τις επιδρομές είχαν μεγάλη ευημερία, η περιοχή ήταν σε μεγάλο βαθμό εύφορη, είχε αμέτρητες καλλιέργειες, βοσκότοπους για τα ζώα και αμπελώνες, ο Αργολικός κόλπος τους παρείχε σε μεγάλες ποσότητες από ψάρια και αλάτι. Τα έγγραφα δείχνουν ότι τον 14ο αιώνα υπήρχε μεγάλη παραγωγή σε χαρούπια, σταφίδες, ρητίνη, βαμβάκι και γινόταν εξαγωγή λινών υφασμάτων.[41]
Μεταβίβαση των τιμαρίων στον Γκι ντ'Ανγκιέάν και τα αδέλφια του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γκωτιέ ΣΤ΄ πέθανε χωρίς απογόνους, ο μοναδικός γιος που είχε πέθανε ανήλικος σε μια εκστρατεία (1331). Τα εδάφη και οι τίτλοι του κληρονομήθηκαν από την αδελφή του Ισαβέλλα ντε Μπριέν και τον σύζυγο της Γκωτιέ Γ΄ του Ανγκιάν που με τη σειρά τους τα μεταβίβασαν στα παιδιά τους. Ο δεύτερος γιος τους Σιγκέρ Β΄ του Ανγκιάν δέχτηκε την Κομητεία του Μπριέν και τα δικαιώματα της οικογένειας στην Αθήνα, ένας από τους μικρότερους γιους ο Ένγκελμπερτ δέχτηκε τα τιμάρια του Άργους και του Ναυπλίου και τα εδάφη του θείου του Γκωτιέ στην Κύπρο. Ο Ένγκελμπερτ θεωρώντας τον εαυτό του ανίκανο να υπερασπιστεί την κληρονομιά του στην Ελλάδα την πούλησε στον αδελφό του Γκι του Ανγκιάν που είχε δεχτεί αρχικά μόνο την πόλη Ραμεράπτ στη Γαλλία.[41] Ο Γκι έγινε ο νέος "λόρδος Άργους, Ναυπλίου και Κιβέριου".[39] Ο Γκι αντικατέστησε τον Νικόλαο του Φουτσερόλ που είχε υπηρετήσει ως βάϊλος την τελευταία δεκαετία του Γκωτιέ ΣΤ΄ με δυο μέλη από τον Οίκο των Μεδίκων, το Πιέρ Ταρτέν των Αθηνών που ήταν γνωστός σαν "Ιατρός" (1357 - 1360) και τον Αβεράρντο των Μεδίκων (1360 - 1364). Η αυταρχική τους διακυβέρνηση οδήγησε τον τοπικό πληθυσμό σε εξέγερση, ο ιστορικός Θάνος Κονδύλης γράφει ότι επαναστάτησαν με την προτροπή των Φουτσερόλ όταν ο Αβεράρντο ήθελε να φορολογήσει τα σύκα και τη σταφίδα. Η κατάσταση λύθηκε όταν ο ίδιος ο Γκυ ήρθε στο Ναύπλιο τον Δεκέμβριο του 1364 για να κυβερνήσει προσωπικά, εξέδωσε διάταγμα υπέρ του Γιάκομο, λόρδου του Τζόγια και γαμπρού του Νικολάου του Φουτσερόλ για να συμφιλιωθεί μαζί του. Ο Γκι ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή με τον γάμο του με μια γυναίκα από την τοπική αριστοκρατία αλλά η ταυτότητα της είναι ασαφής. Οι ιστορικοί του 15ου αιώνα την καταγράφουν σαν κόρη ενός βαρόνου της Αρκαδίας πιθανότατα του Έραρ Γ΄ του Μαυριτανού, ο ιστορικός Βρέντιους τον 17ο αιώνα την καταγράφει με το Ελληνικό όνομα Μπόνη ή Μαρία.[42] Τον 19ο αιώνα ο Φράγκος ιστορικός Καρλ Χοπφ υποθέτει χωρίς αποδείξεις ότι ήταν κόρη του Νικολά του Φουτσερόλ αλλά η άποψη αυτή έγινε αποδεκτή από τους σύγχρονους ιστορικούς.[43][44][45]
Η περίοδος της κυριαρχία του Γκι αντιμετώπισε μεγάλες απειλές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με ασταμάτητες επιδρομές, ο Γκι στάθηκε θαρραλέος πολεμιστής απέναντι τους.[41] Για να εξασφαλίσει καλύτερα τα εδάφη του έγινε Βενετός πολίτης (22 Ιουλίου 1362), η εξέλιξη αυτή έφερε έντονη επέμβαση της Βενετίας στην περιοχή.[43][46] Σε δυο χρόνια μετά την άφιξη του στην Πελοπόννησο ξέσπασε σύγκρουση για τη διαδοχή του πριγκιπάτου της Αχαΐας ανάμεσα στον Φίλιππο Β΄ του Τάραντα και τη Μαρία των Βουρβόνων, χήρα του μεγαλύτερου αδελφού του Ροβέρτου του Τάραντα που πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1364 χωρίς απογόνους. Ο Γκυ και ο δεσπότης του Μοριά Μανουήλ Καντακουζηνός υποστήριξαν τη Μαρία και τον Ούγο των Λουζινιάν, γιο της Μαρίας από τον πρώτο της γάμο με τον Γκι των Λουζινιάν μεγαλύτερο γιο του Ούγου Δ΄ της Κύπρου. Ο εμφύλιος έληξε όταν η Μαρία πούλησε τα δικαιώματα της στον Φίλιππο (1370).[46]
Αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Καταλανών της Αθήνας (1371)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Φίλιππος σαν αναμφισβήτητος πρίγκιπας της Αχαΐας διόρισε βάϊλο του Μοριά τον αδελφό του Γκι Λουδοβίκο του Ανγκιάν κόμη του Κονβερσάνο. Οι Καταλανοί εισήλθαν σε περίοδο παρακμής με εμφύλιους πολέμους και όταν διορίστηκε επίτροπος και φρούραρχος ο Ματθαίος ντε Περάλτα δήλωσαν την υποταγή τους (31 Μαΐου 1370). Οι αδελφοί Ανγκιάν βρήκαν την ευκαιρία να ανακτήσουν την κληρονομιά τους, ένας τρίτος αδελφός ο Ιωάννης του Ανγκιάν κόμης του Λέτσε ζήτησε άδεια από την Ιωάννα Α΄ της Νάπολης να συγκεντρώσει στις νοτιοανατολικές ακτές της Ιταλίας 1000 πεζούς και 500 ιππείς με στόχο εκστρατεία στην Ελλάδα. Ο Γκι έκλεισε ειρήνη με τον δεσπότη του Μοριά για να αφοσιωθεί στον πόλεμο εναντίον των Καταλανών. Οι αδελφοί Ανγκιάν σαν Βενετοί πολίτες ζήτησαν δυο φορές τον Απρίλιο του 1370 και τον Φεβρουάριο 1371 βοήθεια τους Βενετούς αλλά εκείνοι το αρνήθηκαν ευγενικά. Οι αδελφοί Ανγκιάν δεν πτοήθηκαν και ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν με κάθε μέσο την άνοιξη του 1371 την εκστρατεία στην Αθήνα αλλά κατέληξε σε νέα μεγάλη αποτυχία, η Ακρόπολη αντιστάθηκε επιτυχώς και ο Λουδοβίκος αρρώστησε. Ο Γκι ζήτησε ειρήνη από τους Καταλανούς, ένας από τους όρους ήταν ο γάμος της κόρης του Μαρίας με τον πρώην Καταλανό αντιβασιλιά Ρογήρο της Λούρια, ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Η εκστρατεία του 1371 ήταν η τελευταία των αδελφών Ανγκιάν στο δουκάτο των Αθηνών, ακόμα και ο πάπας μπροστά στον κίνδυνο των Οθωμανών υποστήριξε τους Καταλανούς. Οι προοπτικές εκμηδενίστηκαν όταν ο Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι κατέλαβε τα Μέγαρα, με αυτόν τον τρόπο έκλεισε στα αδέλφια Ανγκιάν τον δρόμο για την Αθήνα.[43][47] Ο Γκι πέθανε αμέσως μετά τον Οκτώβριο του 1376 αφήνοντας την κόρη του Μαρία ανήλικη και άγαμη, ο Λουδοβίκος τακτοποίησε τον Μάιο του 1377 τον γάμο της Μαρίας με τον Βενετό Πέτρο Κορνάρο. Ο Λουδοβίκος φαίνεται να έκανε μερικές ακόμα σποραδικές επιδρομές εναντίον των Καταλανών (1377) αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[48][49]
Βενετική κυριαρχία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Οικογένεια Κορνάρο είχε εγκατασταθεί πολύ καιρό στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, όπου δρούσνα για λογαριασμό της Βενετικής Δημοκρατίας, ενώ ο πατέρας του Πέτρο Φεντερίγκο το 1379 λογιζόταν ο πλουσιότερος άντρας της Βενετίας.[50] Ο γάμος του Πέτρο Κορνάρο με τη Μαρία του Ανγκιάν δείχνει το σημαντικό ενδιαφέρον των Βενετών για την περιοχή αφού αντιμετώπισαν νέες μεγάλες προκλήσεις με τις επιδρομές των Οθωμανών στο Αιγαίο Πέλαγος. Η κατοχή του Ναυπλίου τους βοηθούσε να ελέγξουν όλους τους εμπορικούς δρόμους από την Αδριατική θάλασσα στην Ανατολική Μεσόγειο, ήταν επίσης ο σημαντικότερος εμπορικός σταθμός σε όλους τους δρόμους για τη Μαύρη Θάλασσα[43] Ο Πέτρο και η Μαρία ήταν ακόμα ανήλικοι όταν έγιναν λόρδοι στο Άργος και το Ναύπλιο, τα πρώτα χρόνια είχαν στήριξη από τον ισχυρό πατέρα του Πέτρο Φεντερίγκο που μεσολαβούσε στους Βενετούς για κάθε δυνατή βοήθεια στα τιμάρια του γιου του. Ο Φεντερίγκο πέθανε (1382) και ο Πέτρο ζήτησε την άδεια από τους Βενετούς να πάει ο ίδιος προσωπικά στο Ναύπλιο. Ο συγγραφέας Άνθονι Λούτρελ (γεν. το 1932) γράφει : "Οι Βενετοί εκείνη την εποχή θεωρούσαν τις περιοχές αυτές κτήσεις τους".[51]
Όταν πέθανε ο Πέτρο Κορνάρο (1388) η Μαρία είδε ότι ήταν ανίκανη να κρατήσει περισσότερο τα τιμάρια, τα πούλησε στη Βενετία (12 Δεκεμβρίου 1388) με ετήσιο ποσό 700 δουκάτα. Ο Δεσπότης του Μοριά Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος με σύμμαχο τον πεθερό του Νέριο Α΄ Ατζαγιόλι και με τη βοήθεια ενός Οθωμανικού στρατού υπό την ηγεσία του Εβρενός επιτέθηκαν στους Βενετούς για να εμποδίσουν την άφιξη τους. Οι Βενετοί έδιωξαν εύκολα τον Νέριο Ατζαγιόλι αλλά ο δεσπότης του Μοριά είχε στην κατοχή του το Άργος, το Ναύπλιο, το Κιβέρι Αργολίδας και το Θερμήσι μέχρι τις 11 Ιουνίου 1394 που υποχρεώθηκε να τους τις παραδώσει.[52][53][54] Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου (1394) ο Ένγκεμπερτ ντ'Ανγκιάν που ήταν ο πρώτος από τα αδέλφια που δέχτηκε τα τιμάρια διεκδίκησε την κληρονομιά του αλλά υποχώρησε ύστερα από τις μεγάλες οικονομικές απαιτήσεις των Βενετών για τις πολεμικές αποζημιώσεις.[55] Το Άργος παρέμεινε στους Βενετούς μέχρι την εποχή που ξέσπασε ο Πρώτος Βενετοτουρκικός πόλεμος και κατελήφθη από τους Οθωμανούς (1463). Το Ναύπλιο παρέμεινε περισσότερο στα χέρια των Βενετών, παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς μετά τη συμφωνία που ακολούθησε τον Τρίτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1540).[56]
Κατάλογος Κυρίων του Άργους και της Ναυπλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Όθων ντε λα Ρος (1211–1234) μαζί με τη γυναίκα του Ισαβέλα ντε Ρέϋ
- Όθων Β΄ ντε λα Ρος (1234-1251)
- Γκυ Α΄ ντε λα Ρος (1251–1263)
- Ιωάννης ντε λα Ρος (1263-1280)
- Γουλιέλμος ντε λα Ρος (1280-1287) μαζί με τη γυναίκα του Ελένη Κομνηνή
- Γκυ Β΄ ντε λα Ρος (1287-1308)
- Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν (1308-1311) ανεψιός του προηγούμενου
- Ιωάννα του Σατιγιόν (1311-1320) σύζυγος του προηγούμενου
- Γκωτιέ ΣΤ΄ του Μπριέν (1320-1356) μαζί με τη γυναίκα του:
- Από 1347-1356/1357 διοικητής της Αργολίδας ήταν ο Νικόλαος Φοσερόλ υπό την εξουσία του Γκωτιέ ντε Μπριέν
- Ισαβέλλα ντε Μπριέν (1311–1360) μαζί με τον γιο της:
- Γκυ του Ανγκιάν Guy d‘ Enghien (1356-1376) και η σύζυγος του Μπον Φοσερόλ (1356-1376)
- 1357-1360 βάιλος ο Piere Tantenes dit Yatro ή Medici
- 1360-1363/4 βάιλος ο Αβεράρδος (Arardo ή Averardo de Medici) (1360-1363/4).
- Λουδοβίκος του Ανγκιάν (1376-1381), θείος και επίτροπος της ανήλικης:
- Μαρία του Ανγκιάν (1376-1388) με τον σύζυγο της:
- Πέτρος Κορνάρος (1377-1388)
Άργος
- Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι (1388, κατέλαβε το Άργος)
- Ο Νέριο συνελήφθη από τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο ο οποίος κατέλαβε με τη σειρά του το Άργος (το οποίο υπαγόταν έτσι στο Δεσποτάτο του Μυστρά)
- Ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος παρέδωσε το Άργος στη Βενετία (27 Μαΐου 1394)
Ναύπλιο
- Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας
- Περάτιο Μαριπέτρο (Peratio Maripetro) (Ιαν. 1389-, διοικητής του Ναυπλίου)
- Βίκτωρ Μαουρότσενο (Μαυρογένης) (Victor Mauroceno) (Αύγ. 1389-, διοικητής του Ναυπλίου)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Γεννήθηκα στο 1402, τόμος 1, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, 1980 «τοΰ παραχώρησε, στο έτος 1212, και τα κάστρα τής Ναυπλίας και του Άργους ως τιμάρια.»
- ↑ Νέος Ελληνομνήμων, τόμος 21, σελ. 240, Σπυρίδων Παύλου Λάμπρος, 1927 «όςτις έπ' αμοιβή τής βοηθείας α?το? έλαβε τ? 'Άργος κα? τήν Ναυπλίω ώς τιμάρια τής ήγεμονίας τής 'Αχαΐας»
- ↑ Μελέται Βυζαντινής Ιστορίας από της πρώτης μέχρι της τελευταίας αλώσεως, 1205-1453, σελ. 422, Παύλος Καλλιγάς 1894 «Εξαντληθείς εκ των δαπανών δ Ούάλτερος και άπολέσας το τέκνον εξ επιδημίας, απήλθε ταχέως εις Βρεντήσιον, ενισχύσας και έφοδιάσας μόνον τα τιμάρια Άργους και Ναυπλίας»
- ↑ Bon 1969, pp. 110, 491–492.
- ↑ Setton 1976, pp. 21–23.
- ↑ Fine 1994, pp. 36–37.
- ↑ Bon 1969, pp. 55–56.
- ↑ Fine 1994, pp. 63–64.
- ↑ Bon 1969, pp. 58–59, 68, 70, 486.
- ↑ Setton 1976, pp. 36–37.
- ↑ Fine 1994, p. 90.
- ↑ Bon 1969, pp. 486–488.
- ↑ Topping 2000, pp. 26, 27.
- ↑ Longnon 1973, pp. 65–69.
- ↑ Longnon 1969, pp. 242–245.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 Setton 1976, p. 68.
- ↑ Bon 1969, p. 68.
- ↑ Longnon 1973, p. 72.
- ↑ Longnon 1969, p. 245.
- ↑ Setton 1976, pp. 79–80, 420–422, 432ff.
- ↑ Longnon 1973, pp. 72–73.
- ↑ Bon 1969, p. 123.
- ↑ Setton 1976, pp. 98–99, 427.
- ↑ Setton 1976, pp. 427–428.
- ↑ Luttrell 1966, p. 34
- ↑ Topping 1975, pp. 107–108.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 34–35.
- ↑ 28,0 28,1 28,2 28,3 Luttrell 1966, p. 35.
- ↑ McLeod 1962, p. 378.
- ↑ 30,0 30,1 Luttrell 1966, p. 37.
- ↑ 31,0 31,1 Setton 1976, p. 452.
- ↑ Setton 1976, pp. 447–448, 449.
- ↑ Setton 1976, pp. 448–451.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 35–36.
- ↑ Luttrell 1966, p. 36.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 36–37.
- ↑ Setton 1976, pp. 452–453.
- ↑ Setton 1976, p. 154.
- ↑ 39,0 39,1 McLeod 1962, p. 379.
- ↑ Bon 1969, pp. 494–495.
- ↑ 41,0 41,1 41,2 Luttrell 1966, p. 38.
- ↑ Luttrell 1966, p. 38 (note 39).
- ↑ 43,0 43,1 43,2 43,3 Κονδύλης 2010.
- ↑ Luttrell 1966, p. 55 (note 109).
- ↑ Bon 1969, pp. 236, 702.
- ↑ 46,0 46,1 Luttrell 1966, p. 40.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 41–42.
- ↑ Bon 1969, pp. 236, 263.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 42–43.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 43–44.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 43–45.
- ↑ Bon 1969, pp. 263–269.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 47ff.
- ↑ Topping 1975, pp. 153–155.
- ↑ Luttrell 1966, pp. 46–47.
- ↑ Fine 1994, pp. 567, 568.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- David Jacoby, Byzantium, Latin Romania and the Mediterranean, 2001, Ashgate.
- Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού, Η Αργολίδα την περίοδο 1350-1400 – Το τέλος της Φραγκοκρατίας και η αρχή της Βενετοκρατίας, ανακτήθηκε 8 Απριλίου 2013
- Bon, Antoine (1969). La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (στα γαλλικά). Παρίσι: De Boccard.
- Fine, John Van Antwerp (1994). The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
- Κονδύλης, Θάνος (2010). "Η Αργολίδα την περίοδο 1350-1400 – Το τέλος της Φραγκοκρατίας και η αρχή της Βενετοκρατίας". Στο: Μαλτέζου, Χρύσα και Πανοπούλου, Αγγελική. Βενετία-Άργος. Σημάδια της βενετικής παρουσίας στο Άργος και στην περιοχή του, Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης (Άργος, 11 Οκτωβρίου 2008). Αθήνα και Βενετία: Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia. σσ. 19–38.
- Longnon, Jean (1969). "The Frankish States in Greece, 1204–1311". In Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. University of Wisconsin Press. σσ. 234–275.
- Longnon, Jean (1973). "Les premiers ducs d'Athènes et leur famille". (στα γαλλικά) Journal des Savants (1): 61–80.
- Luttrell, Anthony (1966). "The Latins of Argos and Nauplia: 1311-1394". Papers of the British School at Rome. British School at Rome. 34: 34–55.
- McLeod, Wallace E. (1962). "Kiveri and Thermisi". Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens. 31 (4): 378–392.
- Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia, Pennsylvania: The American Philosophical Society.
- Topping, Peter (1975). "The Morea, 1311–1364". στο: Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries. Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press.
- Topping, Peter (1975). "The Morea, 1364–1460". στο: In Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries. Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press.
- Topping, Peter W. (2000). "The Southern Argolid from Byzantine to Ottoman Times". στο: Sutton, Susan Buck. Contingent Countryside: Settlement, Economy, and Land Use in the Southern Argolid Since 1700. Stanford University Press.