Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εικοστή πέμπτη δυναστεία Φαραώ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
25η Δυναστεία της Αιγύπτου

 

 

 

744 π.Χ. – 656 π.Χ.
 

Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Κουσιτική Αυτοκρατορία το 600 π.Χ.
Πρωτεύουσα Νάπατα
Γλώσσες Αρχαία αιγυπτιακή
Μεροϊτική
Θρησκεία Αρχαία αιγυπτιακή
Πολίτευμα Μοναρχία
Φαραώ
 -  744-714 π.Χ. Πιύ (πρώτος)
 -  664-656 π.Χ. Τανταμανί (τελευταίος)
Ιστορία
 -  Ίδρυση 744 π.Χ.
 -  Κατάλυση 656 π.Χ.
Σήμερα  Αίγυπτος
Σουδάν Σουδάν

Δυναστείες της Αρχαίας Αιγύπτου

π  σ  ε


Η Εικοστή πέμπτη δυναστεία της Αιγύπτου , επίσης γνωστή ως Νουβική Δυναστεία ή Κουσιτική Αυτοκρατορία, ήταν η τελευταία δυναστεία της Τρίτης μεταβατικής περιόδου, περίοδο μετά την εισβολή των Νουβίων.

Η 25η Δυναστεία ήταν μια σειρά φαραώ που είχαν την αρχή τους στο Βασίλειο του Κους, σήμερα στο βόρειο Σουδάν και την Άνω Αίγυπτο. Οι περισσότεροι από τους βασιλιάδες αυτής της δυναστείας θεωρούσαν την Νάπατα ως την «πνευματική» τους πατρίδα. Βασίλευσαν μέρος ή όλη την Αίγυπτο από το 744 έως το 656 π.Χ.[1]. Η δυναστεία άρχισε με την εισβολή του Κάστα στην Άνω Αίγυπτο και ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια επιτυχών και ανεπιτυχών πολέμων με τη Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία που είχε τη βάση της στη Μεσοποταμία. Η επανένωση υπό την 25η Δυναστεία της Κάτω, της Άνω Αιγύπτου και του Κους, δημιούργησε τη μεγαλύτερη αιγυπτιακή αυτοκρατορία από την εποχή του Νέου Βασιλείου και μετά. Ενσωματώθηκαν στην αιγυπτιακή κοινωνία επαναβεβαιώνοντας τις αρχαίες αιγυπτιακές θρησκευτικές παραδόσεις, ναούς και καλλιτεχνικά πρότυπα, εισάγοντας παράλληλα κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά του Κουσιτικού πολιτισμού[2]. Ήταν κατά την 25η Δυναστεία που η Κοιλάδα του Νείλου γνώρισε την κατασκευή πυραμίδων (πολλές από τις οποίες σήμερα είναι στο Σουδάν) από την εποχή του Νέου Βασιλείου και μετά[3][4][5].

Μετά τις επιτυχημένες κινήσεις των αυτοκρατόρων Σαργών Β΄ και Σενναχειρείμ να αποτρέψουν τις προσπάθειες των Νουβίων βασιλιάδων να αποκτήσουν προπύργιο στην Εγγύς Ανατολή, οι διάδοχοί τους Εσαρχαδών και Ασουρμπανιπάλ εισέβαλαν, νίκησαν και εκδίωξαν τους Νούβιους. Ο πόλεμος με την Ασσυρία κατέληξε στο τέλος της Κουσιτικής εξουσίας στη Βόρεια Αίγυπτο και την κατάκτηση της Αιγύπτου από τη Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Τη διαδέχτηκε η Εικοστή έκτη Δυναστεία, αρχικά δυναστεία «μαριονέτα» και υποτελείς των Ασσυρίων, η τελευταία ιθαγενής δυναστεία που θα κυβερνούσε την Αίγυπτο πριν την εισβολή της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Η πτώση της 25ης Δυναστείας σηματοδοτεί επίσης την αρχή της Ύστερης Περιόδου της αρχαίας Αιγύπτου.

Η 25η Δυναστεία είχε τις αρχές της στο Βασίλειο του Κους, σήμερα στο Βόρειο Σουδάν. Η πόλη-κράτος της Νάπατα ήταν η πνευματική πρωτεύουσα και ήταν από εκεί που ο Πιύ (ή Πιανκί) εισέβαλε και κατέλαβε την Αίγυπτο[6]. Ο Πιύ ηγήθηκε προσωπικά της επίθεσης στην Αίγυπτο, και κατέγραψε τη νίκη του σε μια μακροσκελή στήλη με ιερογλυφικά, την αποκαλούμενη «Στήλη της Νίκης». Ο Πιύ αναβίωσε ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του Παλαιού και Μέσου Βασιλείου, την κατασκευή πυραμίδων. Κατασκεύασε την παλαιότερη γνωστή πυραμίδα στο βασιλικό νεκροταφείο στο Ελ Κούρου, και επέκτεινε τον Ναός του Άμμωνα στο Γκέμπελ Μπαρκάλ[4]. Αν και ο Μανέθων δεν αναφέρει τον πρώτο βασιλιά, τον Πιύ, οι αιγυπτιολόγοι τον θεωρούν τον πρώτο φαραώ της 25ης Δυναστείας[3][4][5][7]. Ο Μανέθων επίσης δεν αναφέρει τον τελευταίο βασιλιά, τον Τανταμανί, αν και υπάρχουν επιγραφές που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και αυτού και του Πιύ.

Ο Πιύ έκανε πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες να επεκτείνει την αιγυπτιακή επιρροή στην Εγγύς Ανατολή, που τότε ήταν υπό τον έλεγχο της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. Το 720 π.χ. έστειλε στρατό για να υποστηρίξει μια εξέγερση εναντίον της Ασσυρίας στη Φιλιστία και τη Γάζα, αλλά ηττήθηκε από τον Σαργών Β΄ και εξέγερση απέτυχε[8].

Ο Σεμπιτκού κατέκτησε όλη την Κοιλάδα του Νείλου, συμπεριλαμβανομένης και της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου γύρω στο 712 π.Χ. Ο Σεμπιτκού έκαψε ζωντανό τον Βόκχορι της προηγούμενης Σαϊτικής δυναστείας επειδή του αντιστάθηκε. Μετά την κατάληψη της Κάτω Αιγύπτου, ο Σεμπιτκού μετάφερε την πρωτεύουσα στη Μέμφιδα[9]. Πρόσφατες έρευνες από τον Dan'el Kahn[10] υποδηλώνουν ότι ο Σεμπικτού ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου μέχρι το 707/706 π.χ. Αυτό βασίζεται σε ενδείξεις από μία επιγραφή του Σαργών Β΄, που βρέθηκε στην Περσία (τότε αποικία της Ασσυτίας) και χρονολογείται από το 707/706 π.Χ. Αυτή η επιγραφή αποκαλεί τον Σεμπιτκού βασιλιά του Μελούχα, και δηλώνει ότι έστειλε αλυσοδεμένο πίσω στην Ασσυρία έναν επαναστάτη με το όνομα Ιαμανί. Τα επιχειρήματα του Kahn έγιναν ευρέως αποδεκτά από πολλούς αιγυπτιολόγους, όπως οι Rolf Krauss και Aidan Dodson[11] και άλλων μελετητών εκείνης της εποχής.

Αν η παράδοση του Μανέθωνα και οι κλασικές παραδόσεις παραδίδουν ότι ήταν η εισβολή του Σεμπιτκού που έφερε την Αίγυπτο υπό τον Κουσιτικό έλεγχο, δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι έκαψε ζωντανό το Βόκχορι, και παρά το ότι παλιότεροι μελετητές αποδέχονταν αυτή την παράδοση, πρόσφατα άρχισε να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερο σκεπτικισμό[12].

Ο Σαμπακά αναστήλωσε τα μεγάλα αιγυπτιακά μνημεία και επανέφερε την Αίγυπτο σε θεοκρατική μοναρχία, αποκτώντας τον τίτλο του Αρχιερέα του Άμμωνα. Επιπλέον, είναι γνωστός για τη δημιουργία ενός καλά διατηρημένου παραδείγματος της Μεμφιδικής θεολογίας με την αντιγραφή ενός παλιού θρησκευτικού παπύρου στη Στήλη του Σαμπακά. Ο Σαμπακά υποστήριξε μια εξέγερση στην Ισραηλιτική πόλη Ασντόντ, αλλά αυτός και οι σύμμαχοί του ηττήθηκαν από τον Σαργών Β΄.

Οι πιο πρόσφατα αρχαιολογικές ενδείξεις δείχνουν ότι ο Σαμπακά κυβέρνησε την Αίγυπτο μετά τον Σεμπιτκού και όχι πριν από εκείνον, όπως πιστευόταν παλιότερα. Η κατασκευή του τάφου του Σεμπιτκού (Ku. 18) μοιάζει εκείνη του Πιύ (Ku. 17), ενώ εκείνη του Σαμπακά (Ku. 15) είναι παρόμοια με εκείνη του Ταχάρκα (Nu. 1) και του Τανταμανί (Ku. 16)[13][14]. Επίσης το παραπάνω υποδεικνύουν και άλλα στοιχεία, όπως η διαδοχή της Θείας Λάτρις του Άμμωνα και επιγραφές[14][15][16].

Ο Ταχάρκα ήταν Νούβιος βασιλιάς που κυβέρνησε την Αίγυπτο μετά την Κουσιτική εισβολή. Βασίλεψε από τη Μέμφιδα, αλλά κατασκεύασε μεγάλα έργα σε όλη την Κοιλάδα του Νείλου, περιλαμβανομένων έργων στο Γκέμπελ Μπαρκάλ, στην Κάουα και στο Καρνάκ[17]. Στο Καρνάκ, η Ιερή Λίμνη και τα κτίρια γύρω της, το περίπτερο στην πρώτη αυλή, και οι κίονες στην είσοδο του ναού οφείλονται στον Ταχάρκα και τον Μεντουεμχέτ, κυβερνήτη της Άνω Αιγύπτου. Ο Ταχάρκα επίσης έχτισε τη μεγαλύτερη πυραμίδα στη Νουβική περιοχή στο Νούρι, κοντά στο Ελ Κούρου.

Από τον 10ο αιώνα π.Χ. και μετά, οι Σημιτικοί σύμμαχοι της Αιγύπτου στη Χαναάν, το Σινά και το νότιο Αράμ είχαν υποταχθεί στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία, και μέχρι το 700 π.Χ. ο πόλεμος μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών κατέστη αναπόφευκτος. Ο Ταχάρκα γνώρισε κάποια επιτυχία στις προσπάθειές του να επανακτήσει προπύργιο στην Εγγύς Ανατολή με το να συμμαχήσει με διάφορους Σημιτικούς λαούς στο νοτιοδυτικό Λεβάντε που ήταν υποταγμένοι στην Ασσυρία. Βοήθησε το Βασίλειο του Ιούδα και τον βασιλιά Εζεκία στο να αντέξουν πολιορκία από τον βασιλιά Σενναχειρείμ των Ασσυρίων (Βασιλειών Δ΄ 19:9Αρχειοθετήθηκε 2019-02-13 στο Wayback Machine., Ησαΐας 37:9 Αρχειοθετήθηκε 2020-02-03 στο Wayback Machine.). Υπάρχουν διάφορες θεωρίες (λοιμός, θεία παρέμβαση, παράδοση τον Εζεκία) για το γιατί απέτυχαν οι Ασσύριοι να καταλάβουν την πόλη, όμως τα χρονικά του Σενναχειρείμ αναφέρουν ότι η Ιουδαία εξαναγκάστηκε στην καταβολή φόρου υποτελείας μετά την πολιορκία[18]. Ο Σενναχειρείμ εκδίωξε τους Αιγυπτίους από την ευρύτερη περιοχή πίσω στην Αίγυπτο. Μετά από αυτήν την αποτροπή των Αιγυπτίων από το να αποκτήσουν προπύργιο στην περιοχή, οι Ασσύριοι δεν επέστρεψαν στην περιοχή για να πολεμήσουν για άλλα 20 χρόνια, όντας απασχολημένοι με εξεγέρσεις στους Βαβυλώνιους, Ελαμίτες, Σκύθες, και Χαλδαίους[19]. Ο Σενναχειρείμ δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους γιους του ως εκδίκηση της εξεγερμένης πόλης της Βαβυλώνας, μια πόλη που ήταν ιερή για όλους τους Μεσοποτάμιους, συμπεριλαμβανομένων και των Ασσυρίων.

Ο διάδοχός του, βασιλιάς Εσαρχαδδών, έχοντας φτάσει στα όριά του από τις προσπάθειες των Αιγυπτίων να παρέμβουν στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία, άρχισε εισβολή στην Αίγυπτο το 671 π.Χ. Ο Ταχάρκα ηττήθηκε, και η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τον Εσαρχαδδών. Ο Ταχάρκα διέφυγε στη Νουβία[18]. Ο Εσαρχαδδών περιγράφει ότι «εγκατάστησα τοπικούς βασιλείς (δηλαδή ηγεμόνων και κυβερνητών) και εξεδίωξα Νούβιους και Κουσίτες από την Αίγυπτο, χωρίς να αφήσω κανέναν να είναι υποτελής μου». Η Ασσυριακή κατάκτηση έθεσε τέλος στη Νουβική εισβολή που αποτέλεσε την 25η Δυναστεία.

Όμως, οι Ασσύριοι στάθμευσαν τα στρατεύματά τους μόνο στον βορρά, και οι τοποθετημένοι από τους Ασσύριους ντόπιοι Αιγύπτιοι ηγεμόνες-μαριονέτες δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο στον νότο της χώρας για πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, το 669 π.Χ., ο Ταχάρκα επέστρεψε από τη Νουβία και ανέκτησε τον έλεγχο της χώρας από τους ντόπιους υποτελείς ηγεμόνες βόρεια μέχρι τη Μέμφιδα. Ο Εσαρχαδδών ετοιμάστηκε να επιστρέψει στην Αίγυπτο για να εκδιώξει τον Ταχάρκα από τα νότια της χώρας, αλλά αρρώστησε και πέθανε στην Ασσυριακή πόλη Χαρράν πριν ξεκινήσει. Ο διάδοχός του Ασσουρμπανιπάλ έστειλε ένα στρατηγό μια ένα μικρό καλά εκπαιδευμένο απόσπασμα που νίκησε με ευκολία και εκδίωξε τον Ταχάρκα από την Αίγυπτο μια και καλή. Πέθανε στη Νουβία δύο χρόνια αργότερα.

Ο διάδοχός του, Τανταμανί, επίσης έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να επανακτήσει την Αίγυπτο από τους Ασσυρίους, Εισέβαλε στην Αίγυπτο και νίκησε τον Νεκώ, τοπικό πρίγκιπα και υποτελή του Ασσουρμπανιπάλ, καταλαμβάνοντας τις Θήβες. Οι Ασσύριοι, που είχαν τη βάση τους στον βορρά, έστειλαν μεγάλο στρατό στα νότια. Ο Τανταμανί εκδιώχθηκε και διέφυγε στη Νουβία, και ο Ασσυριακός στρατός λεηλάτησε τις Θήβες σε τέτοιο βαθμό, που η πόλη δεν μπόρεσε να ανακάμψει ουσιαστικά ποτέ. Στον θρόνο τοποθετήθηκε ένας ντόπιος ηγεμόνας, ο Ψαμμήτιχος Α΄, ως υποτελής της Ασσυρίας. Ήταν ο πρώτος ηγεμόνας της 26ης Δυναστείας. Το 656 π.Χ. ο Ψαμμήτιχος κατέλαβε με ειρηνικό τρόπο τον έλεγχο των εξεγερμένων Θηβών και ουσιαστικά ενοποίησε όλη την Αίγυπτο, αν και παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Ασσιυίων μέχρι την αρχή της διάσπασης της αυτοκρατορίας τους με τους εμφυλίους πολέμους της δεκαετίας του 620 π.Χ. Ο Τανταμανί και οι Νούβιοι δεν θα αποτελούσαν ποτέ πια απειλεί για την Ασσυρία και την Αίγυπτο. Όμως, με τον θάνατό του, ο Τανταμανί θάφθηκε με όλες τις τιμές στο βασιλικό νεκροταφείο στο Ελ Κούρου, βόρεια της Νάπατα[18].

Η 25η Δυναστεία βασίλεψε για λίγο περισσότερο από 100 χρόνια. Οι διάδοχοι της δυναστείας επέστρεψαν στη Νουβία, όπου εγκαθίδρυσαν βασίλειο στη Νάπατα (656-590 π.Χ.) και αργότερα στη Μερόη (590 π.Χ.-4 αιώνας μ.Χ.).

Τέχνη και Αρχιτεκτονική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η 25η Δυναστεία έλεγχε την Αίγυπτο για μόνο 73 χρόνια (744–671 π.Χ.), κατέχει σημαντική θέση στην αιγυπτιακή ιστορία, λόγω της αποκατάστασης από αυτήν των παραδοσιακών αιγυπτιακών αξιών, κουλτούρας, τέχνης και αρχιτεκτονικής.

Φαραώ της 25ης Δυναστείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φαραώ της 25ης Δυναστείας βασίλεψαν για περίπου 73 χρόνια την Αίγυπτο, από το 744 έως το 671 π.Χ.

Φαραώ Image Όνομα θρόνου Βασιλεία Πυραμίδα Σύζυγος (οι) Σχόλια
Πιύ
Ουσιμαρέ περ. 744–714 π.Χ. Κούρου 17 Ταμπιρί (Κούρου 53)
Αμπάρ (Νούρι 53;)
Κενσά (Κούρου 4)
Πεκσατέρ (Κούρου 54)
Νεφρουκεκασχτά (Κούρου 52)
Ο Κάστα κάποιες φορές θεωρείται ως ο πρώτος φαραώ της δυναστείας, αντί του Πιύ.
Σεμπιτκού Ντζεντκαρέ 714–705 π.Χ. Κούρου 18 Αρτί (Κούρου 6)
Σαμπακά Νεφερκαρέ 705–690 π.Χ. Κούρου 15 Καλχατά (Κούρου 5)
Μεσμπάτ
Ταμπεκεναμούν;
Ταχάρκα
Κχουνεφερτουμρέ 690–664 π.Χ. Νούρι 1 Τακαχατεναμούν (Νούρι 21;)
Ατακχεμπασκέν (Νούρι 36)
Ναπαραγέ (Κούρου 3)
Ταμπεκεναμούν;
Τανταμανί
Μπακαρέ 664–656 π.Χ. Κούρου 16 Πιανχαρτί
[..]σαλκά
Μαλακαγέ; (Νούρι 59)
Έχασε τον έλεγχο της Άνω Αιγύπτου το 656 π.Χ. όταν ο Ψαμμήτιχος κατέλαβε εκείνη τη χρονιά τις Θήβες.

Η περίοδος που ξεκινά με τον Κάστα και τελειώνει με τον Μαλονακέν κάποιες φορές αποκαλείται περίοδος της Νάπατα. Οι κατοπινοί βασιλιάδες της 25ης Δυναστείας κυβέρνησαν από τη Νάπατα, Μερόη και Αίγυπτο. Η έδρα της κυβέρνησης και το βασιλικό παλάτι ήταν στη Νάπατα κατά την περίοδο αυτή ενώ η Μερόη ήταν επαρχιακή πόλη. Οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες ήταν θαμμένοι στο Ελ Κούρου και το Νούρι[20].

Ο Αλαρά, ο πρώτος γνωστός Νούβιος βασιλιάς και προκάτοχος του Κάστα δεν ανήκε στην 25η Δυναστεία, καθώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δεν ήλεγχε κανένα μέρος της Αιγύπτου. Ενώ ο Πιύ γενικά θεωρείται ως ο ιδρυτής της 25ης Δυναστείας, κάποιες δημοσιεύσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τον Κάστα που ήδη ήλεγχε κάποια μέρη της Άνω Αιγύπτου. Μια στήλη του βρέθηκε στην Ελεφαντίνη, ενώ ο Κάστα μπορεί να ασκούσε κάποια επιρροή στις Θήβες (αν και δεν είχε τον έλεγχο της) καθώς είχε επιβάλει την κόρη του Αμενιρδίς Α΄ ως την επόμενη Θεία Λάτρις του Άμμωνα εκεί.

Χρονολόγιο της 25ης Δυναστείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
ΤανταμανίΤιρχάκαΣαμπακάΣεμπιτκούΠιανκί
  1. Török, László (1998). The Kingdom of Kush: Handbook of the Napatan-Meroitic Civilization. Leiden: BRILL. σελ. 132. ISBN 90-04-10448-8. 
  2. Bonnet, Charles (2006). The Nubian Pharaohs. New York: The American University in Cairo Press. σελίδες 142–154. ISBN 978-977-416-010-3. 
  3. 3,0 3,1 Mokhtar, G. (1990). General History of Africa. California, USA: University of California Press. σελίδες 161–163. ISBN 0-520-06697-9. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Emberling, Geoff (2011). Nubia: Ancient Kingdoms of Africa. New York: Institute for the Study of the Ancient World. σελίδες 9–11. ISBN 978-0-615-48102-9. 
  5. 5,0 5,1 Silverman, David (1997). Ancient EgyptΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: Oxford University Press. σελίδες 36–37. ISBN 0-19-521270-3. 
  6. Herodotus (2003). The HistoriesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Penguin Books. σελίδες 106–107, 133–134,. ISBN 978-0-14-044908-2. 
  7. Mokhtar, G. (1990). General History of Africa. California, USA: University of California Press. σελ. 67. ISBN 0-520-06697-9. 
  8. Georges Roux - Ancient Iraq
  9. GPF Broekman, Genealogical considerations regarding the kings of the Twenty-fifth Dynasty in Egypt, GM 251 (2017), p.16
  10. "The Inscription of king Sargon II of Assyria at Tang-i Var and the Chronology of Dynasty 25," Orientalia 70 (2001), pp.1-18
  11. Journal of Egyptian Archaeology 82(2002), p.182 n.24
  12. Wenig, Steffen (1999). Studien Zum Antiken Sudan: Akten Der 7. Internationalen Tagung Für Meroitische Forschungen Vom 14. Bis 19. September 1992 in Gosen/bei Berlin (στα Αγγλικά). Otto Harrassowitz Verlag. σελ. 203. ISBN 9783447041393. 
  13. 39 – D. Dunham, El-Kurru, The Royal Cemeteries of Kush, I, (1950) 55, 60, 64, 67; also D. Dunham, Nuri, The Royal Cemeteries of Kush, II, (1955) 6-7; J. Lull, Las tumbas reales egipcias del Tercer Periodo Intermedio (dinastías XXI-XXV). Tradición y cambios, BAR-IS 1045 (2002) 208.
  14. 14,0 14,1 F. Payraudeau, Retour sur la succession Shabaqo-Shabataqo, Nehet 1, 2014, p. 115-127
  15. Payraudeau, pp.115-127
  16. GPF Broekman, Genealogical considerations regarding the kings of the Twenty-fifth Dynasty in Egypt, GM 251 (2017), p.13
  17. Diop, Cheikh Anta (1974). The African Origin of Civilization. Chicago, Illinois: Lawrence Hill Books. σελίδες 219–221. ISBN 1-55652-072-7. 
  18. 18,0 18,1 18,2 Roux, Georges, Ancient Iraq 
  19. Aubin, Henry T. (2002). The Rescue of Jerusalem. New York, NY: Soho Press, Inc. σελίδες x, 139–152. ISBN 1-56947-275-0. 
  20. Dows Dunham, Notes on the History of Kush 850 BC-A. D. 350, American Journal of Archaeology, Vol. 50, No. 3 (July - September, 1946), pp. 378-388

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]