Χρήστης:Actia Nicopolis/πρόχειρο
Αυτή η σελίδα είναι το κύριο «πρόχειρο χρήστη» του Actia Nicopolis. Ένα «πρόχειρο χρήστη» είναι υποσελίδα της προσωπικής σελίδας του χρήστη στη Βικιπαίδεια. Εξυπηρετεί ως χώρος πειραματισμών και ανάπτυξης σελίδων και δεν είναι εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Επεξεργαστείτε ή δημιουργήστε το δικό σας πρόχειρο εδώ ή κάνετε δοκιμές στο κοινόχρηστο Πρόχειρο Βικιπαίδειας. |
{{WikidataCoord}} – missing coordinate data
πρόχειρο | |
---|---|
δεδομένα (π) |
Ο Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής είναι, στις μέρες μας, ένας προσκυνηματικός ναός της Πρέβεζας.[α] Ο πρώτος ναός ήταν ιδιόκτητος, του καπετάν Νικολάου Σεργιάννη, και κατασκευάστηκε κατά την τρίτη εικοσιπενταετία του 18ου αιώνα. Ο ναός περιήλθε αργότερα στην οικογένεια Γαβανώζη και στη συνέχεια έγινε συναδελφικός και αργότερα ενοριακός. Ήταν μικρός σε μέγεθος ναός του τύπου μονόχωρης ξυλόστεγης βασιλικής, κατά την επτανησιακή συνήθεια. Μετά το 1931 έπαψε να είναι ενοριακός και η ενορία του συγχωνεύθηκε με αυτή του ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Το 1981 κατεδαφίστηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε εξ αρχής ο υπάρχων σήμερα ναός, με δαπάνες του ζεύγους Σταθοπούλου.[1]
Ιστορία του ναού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ιδιόκτητος ναός του Νικολάου Σεργιάννη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη διάρκεια της δεύτερης ενετοκρατίας της Πρέβεζας (1717-1797) ιδρύθηκαν στην πόλη περισσότεροι των δέκα χριστιανικοί ναοί, σε αντίθεση με τη μακρά οθωμανοκρατία κατά την οποία στην πόλη υπήρχαν ένας ή δύο ναοί. Οι περισσότεροι νεοϊδρυθέντες κατά την ενετοκρατία ναοί της πόλης ξεκίνησαν ως ιδιόκτητοι και στη συνέχεια μετατράπηκαν σε συναδελφικούς και ενοριακούς.[1]
Ο κατά την ύστερη τουρκοκρατία τοπικός επίσκοπος Άρτης και Πρεβέζης Σεραφείμ Ξενόπουλος, καταγράφει το 1884 στο Δοκίμιόν του, ότι κατὰ τὴν συνοικίαν Ὀμὲρ πασσᾶ, κεῖται ἱερὰ ἐκκλησία, ἐπ' ὀνόματι τῆς ὁσιομάρτυρος Παρασκευῆς, οἰκοδομηθεῖσα κατὰ τὸν 18ον αἰῶνα ἐπὶ ένετοκρατίας ὑπό τινος οἰκογενείας Σεργιάννη ὀνομαζομένης.[2]
Η απογραφή ναών της Πρέβεζας του 1789 από τον αρχιερατικό επίτροπο της πόλης επί βενετοκρατίας, Βασίλειο Γκινάκα, επιβεβαιώνει ότι ο ναός ήταν αρχικά ιδιοκτησία του Νικολού Συριάνη (Nicolò Siriani), από τον οποίο και κατασκευάστηκε. Ο ίδιος αναφέρει τον Nicolò Siriani ήδη αποβιώσαντα (quondam) κατά το χρόνο της απογραφής.[3]
Ο Σπύρος Σκλαβενίτης γράφει ότι από την έρευνά του προέκυψε ότι ο ναός της αγίας Παρασκευής κτίστηκε με έξοδα του Νικολού Σεργιάννη, αλλά σε οικόπεδο της συζύγου του Μαρίας, κόρης του Γεωργίου Γρούζου. Ο χρόνος ανέγερσης του ναού δεν είναι γνωστός, η παλαιότερη, όμως, μνεία του γίνεται στο έτος 1777.[1]
Οικογένεια Σεργιάννη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε πρώιμη απογραφή της βενετοκρατούμενης Πρέβεζας, η οποία διενεργήθηκε τον Νοέμβριο 1719, δύο μόλις χρόνια μετά την κατάληψή της από τις βενετικές δυνάμεις του Αντρέα Πιζάνι, απογράφεται ο 38χρονος Dimo Seri με τη γυναίκα του και τα δύο τους αγόρια: Janni Seri, 6 χρονών (δηλ. γεννημένο το 1713) και Stavro Seri, 3 χρονών (δηλ. γεννημένο το 1716).[4] Είναι πιθανόν ότι η οικογένεια αυτή ταυτίζεται με την αργότερα αποκαλούμενη Σερ(ι)γιάννη.
Από τα αρχείο της βενετικής διοίκησης της Πρέβεζας της ίδιας περιόδου προκύπτει ότι στον φρουρό (fante) Γεώργιο Γρούζο (Giorgo Gruso) αποδόθηκαν γαίες.[5] Ο ίδιος Γεώργιος Γρούζος απογράφεται ως φρουρός στο κάστρο της Πρέβεζας τον Ιούνιο του 1737.[6]
Ο Νικολός Σεργιάννης καταγράφεται το 1757 ως κλέφτης, ενώ αργότερα εντοπίζεται ως μπεκτζής [β] στην περιοχή του Λούρου, σποραδικά από το 1759 μέχρι το 1763. Αλλά και ανάμεσα σε αυτό το διάστημα μαρτυρείται το πέρασμά του από τη μία ιδιότητα στην άλλη, από μπεκτζή σε κλέφτη και έπειτα πάλι σε μπεκτζή, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα ενόπλου, που άλλοτε ετίθετο στην υπηρεσία της οθωμανικής εξουσίας, ενώ άλλοτε στρεφόταν εναντίον της.[7]
Ο Νικολός Σεργιάννης παντρεύτηκε την κόρη τού Γιώργου Γρούζου, Μαρία. Ο γιος τους, Παναγιώτης Σεργιάννης, γεννήθηκε το 1764.[1] Είναι πολύ πιθανό ότι ο Νικολός Σεργιάννης πέθανε πριν τον Σεπτέμβριο του 1766, όταν με απόφαση του Γενικού Προβλεπτή της Θάλασσας Αντόνιο Μαρίν Πριούλι (στα ιταλικά: Antonio Marin Priuli) απονεμήθηκε περιουσία στον Panagioti του Nicolò, γιου της Maria Gruso,[8] –που δεν ήταν άλλος παρά ο ανήλικος, τότε, γιος του Νικολού– πιθανότατα λόγω κάποιας υπηρεσίας που είχε παρἀσχει ο πατέρας του στους Βενετούς ως αρματολός.
Ο ναός στην ιδιοκτησία μελών της οικογένειας Γαβανώζη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1781, η σύζυγος του ήδη θανόντος Νικολού Σεργιάννη, Μαρία, μαζί με τον μόλις ενηλικιωθέντα, τότε, γιο τους Παναγιώτη, συνεβλήθησαν με δύο ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν εφημέριοι του ναού της αγίας Παρασκευής, όπως προκύπτει από συμβόλαια που συνυπέγραψαν. Οι δύο ιερείς φαίνεται ότι είχαν δανείσει τον Σεργιάννη και ως τρόπος αποπληρωμής του δανείου επιλέχθηκε αυτή η συμφωνία.[1]
Δύο χρόνια αργότερα, το 1783, εντοπίζεται για πρώτη φορά το όνομα του ιερέα Κωνσταντή Γαβανώζη, ο οποίος εγκαθίσταται ως ένας από τους εφημέριους του ναού της αγίας Παρασκευής, καταβάλλοντας ο ίδιος χρηματικό ποσό για την ανάληψη των καθηκόντων αυτών. Σταδιακά ο συγκεκριμένος ιερέας έγινε ο ιδιοκτήτης του ναού, αγοράζοντάς τον από τους κληρονόμους τού Σεργιάννη.[1]
Κωνσταντής Γαβανώζης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1789, όταν διενεργήθηκε απογραφή των ναών και των ιερέων της πόλης, ο παπα Κωνσταντής Γαβανώζης εμφανιζόταν ως ο μοναδικός ιδιοκτήτης του ναού, ενώ σε αυτόν ιερουργούσε και ο ιερέας Δημήτριος Ξηρομερίτης. Τα ετήσια εισοδήματα του ναού ανέρχονταν, το 1789, σε 200 λίρες.[9] Την ίδια περίοδο ο ναός δεν ήταν ενοριακός, καθώς δεν αναφέρεται σε σωζόμενη αχρονολόγητη βενετική απογραφή των κατοίκων της Πρέβεζας ανά ενορία, την οποία η Χριστίνα Παπακώστα χρονολογεί μεταξύ των ετών 1785 και 1793.[10]
Στα επόμενα χρόνια συναντάμε τον ιερέα Κωνσταντίνο Γαβανώζη με το εκκλησιαστικό οφφίκιο του σακελλάριου, γεγονός που τον κατατάσσει σε διακεκριμένη θέση στον κλήρο της πόλης. Μάλιστα, το 1820, όπως προκύπτει από δημοσίευση της Ρόδης Σταμούλη,[11] υπέγραψε με ιερείς και προκρίτους της Πρέβεζας πληρεξούσιο έγγραφο προς τριμελή επιτροπή, η οποία θα αναλάμβανε την αποστολή να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να διεκδικήσει την αποκατάσταση των προνομίων, τα οποία η πόλη απολάμβανε από το 1800 μέχρι τα τέλη του 1806 (περίοδος αυτονομίας) και τα οποία καταπατήθηκαν από τον Αλή πασά.[1]
Σπυρίδων Κ. Γαβανώζης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του ιερέως Κωνσταντίνου Γαβανώζη –ο οποίος συνέβη προ του 1826, έτος κατά το οποίο αναφέρεται σε συμβόλαιο ως ήδη αποβιώσας– ο ναός περιήλθε στον ένα από τους τρεις γιους του, τον ιερέα Σπυρίδωνα Γαβανώζη, κατά το έθος των ιδιωτικών ναών στην περιοχή. Στην επιγραφή που υπάρχει πάνω από τη δυτική θύρα του ναού, ο Σπυρίδων Γαβανώζης μνημονεύεται ως εφημέριος και αγιογράφος. Δείγμα της τέχνης του αποτελεί η εικόνα της αγίας Παρασκευής στο προσκυνητάρι εντός του ομώνυμου ναού. Στην εικόνα αυτή απεικονίζεται η αγία και σκηνές του βίου και του μαρτυρίου της. Την εικόνα υπογράφει και χρονολογεί ο Σπυρίδων Γαβανώζης το 1855. Η ενασχόλησή του με την αγιογραφία πιστοποιείται και από άλλη μια τουλάχιστον εικόνα, καθώς διά χειρός του υπογράφεται η δεσποτική εικόνα του ένθρονου Χριστού στο τέμπλο της Παναγίας Κορωνησίας το 1854.[1]
Ο ναός γίνεται συναδελφικός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1862, ο ιερέας Σπυρίδων Γαβανώζης αναφέρεται σε συμβόλαιο ως ήδη αποθανών. Τότε, τα τρία του παιδιά, ως κληρονόμοι του ναού, αποφάσισαν να τον πωλήσουν σε επιτροπή προσώπων με σκοπό την ίδρυση αδελφάτου, δηλαδή θρησκευτικής συσσωμάτωσης τα μέλη της οποίας θα αποτελούσαν τους ενορίτες του ναού. Αυτή η μορφή οργάνωσης των ναών και των ενοριτών τους υπήρχε ήδη από τον 18ο αιώνα. Την εποχή εκείνη όλο και περισσότεροι ναοί μετατρέπονταν σε αδελφάτα, εγκαταλείποντας το καθεστώς των ιδιόκτητων ναών.[1]
Το γεγονός επιβεβαιώνει το 1884 και ο τοπικός επίσκοπος Σεραφείμ Ξενόπουλος, αναφέροντας ότι η οικογένεια Γαβανώζη παραχώρησε την εκκλησία πρὸ ὀλίγων ἑτῶν εἰς τοὺς ἐνορίτας ἐπὶ χρηματικῇ τινι δόσει, γενομένην ἀδελφάτον καὶ ἔχουσαν ἱερέα ἕνα ἐκ τῆς οἰκογενείας Γαβανόζη, καὶ οἰκογενείας 40.[2] Ο ιερέας στον οποίο αναφέρεται ο Σεραφείμ Ξενόπουλος ήταν ο Κοσμάς Γαβανώζης, ο οποίος ήδη από το 1867 ήταν ο εφημέριος του ναού.[1]
Συγχώνευση της ενορίας αγίας Παρασκευής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1931, με την υπογραφή Προεδρικού Διατάγματος, η ενορία της αγίας Παρασκευής καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε στη γειτονική ενορία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της Πρέβεζας.[12]
Ο σωζόμενος μέχρι το 1981 ναός ήταν μικρός σε μέγεθος ναός, του τύπου μονόχωρης ξυλόστεγης βασιλικής, παρόμοιος με τον γειτονικό ναό του προφήτη Ηλία και αυτόν των αγίων Αποστόλων στην ομώνυμη περιοχή της χερσονήσου του Αγίου Θωμά στην Πρέβεζα.
Ανοικοδόμηση του ναού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1981, λίγους μήνες μετά την έλευση στην Πρέβεζα του νέου μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιου, ο παλαιός ναός της αγίας Παρασκευής κατεδαφίστηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε νέος σταυροειδής μετά τρούλου ναός. Τη δαπάνη κατασκευής του νέου ναού ανέλαβε κατά το μεγαλύτερο μέρος το ζεύγος Κωνσταντίνου και Ολυμπίας Σταθοπούλου. Ο Κωνσταντίνος Δ. Σταθόπουλος ήταν έμπορος από τα Φιλιατρά και είχε παντρευτεί την Ολυμπία-Παρασκευή Γαβανώζη, κόρη του Χρήστου Γαβανώζη, απογόνου της οικογενείας που κατείχε επί χρόνια τον ναό, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή η οποία τοποθετήθηκε, μερίμνη του δωρητή, πάνω από την κύρια δυτική θύρα του ναού.
Η κατασκευή του νέου ναού ολοκληρώθηκε το 1982. Λίγα χρόνια αργότερα τοποθετήθηκε νέο ξύλινο τέμπλο, οι εικόνες του οποίου αγιογραφήθηκαν από μοναχές της γυναικείας μονής Αγίων Πάντων Σπετσών το 1992. Όλες οι τοιχογραφίες του ναού είναι έργο του Πρεβεζάνου αγιογράφου Γιώργου Τριανταφυλλίδη.[13]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Στην παλαιά πόλη της Πρέβεζας υπάρχουν σήμερα οι ακόλουθοι πέντε προσκυνηματικοί ναοί: του αγίου Αθανασίου, των αγίων Αποστόλων, της αγίας Παρασκευής, του προφήτη Ηλία και του αγίου Χρήστου.
- ↑ Οι μπεκτζήδες ήταν ένοπλοι που αναλάμβαναν υπηρεσία φύλαξης των συνόρων και επιβολής της τάξης σε περιοχές όπου γειτνίαζαν η οθωμανική και η βενετική επικράτεια. Η θητεία τους ήταν εξάμηνη, με δυνατότητα απεριόριστων ανανεώσεων. Στην περιοχή του Λούρου, πέρα από τους μουσουλμάνους μπεκτζήδες, υπηρετούσαν και δύο Έλληνες. Επιλέγονταν από τους αντίστοιχους προκρίτους και υπάγονταν διοικητικά στον βοεβόδα της Άρτας. Στις πηγές αναφέρονται και ως αρματολοί. Βλ. Σκλαβενίτης, 2021.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 Σκλαβενίτης 2021.
- ↑ 2,0 2,1 Ξενόπουλος 1884, σελ. 255.
- ↑ Καρύδης 2019, σελίδες 71, 151, 154, 156.
- ↑ Παπακώστα 2018, σελίδες 273-274.
- ↑ Παπακώστα 2018, σελίδες 134-135.
- ↑ Παπακώστα 2018, σελίδες 90, 136-137, 147, 152, 277, 284.
- ↑ Βλ. Σκλαβενίτης 2021. Για μια συνοπτική παρουσίαση του θεσμού των μπεκτζήδων στην περιοχή της νότιας Ηπείρου, βλ. Καράμπελας 2021, σελίδες 44-46. Για μια γενικότερη παρουσίαση του θέματος, βλ. Αρχοντίδης 1987, σελίδες 21-34
- ↑ Παπακώστα 2018, σελίδες 139-140.
- ↑ Καρύδης 2019, σελίδες 71, 151, 156.
- ↑ Παπακώστα 2018, σελίδες 289-356.
- ↑ Σταμούλη 1996, σελίδες 440-443.
- ↑ ΦΕΚ 1931, σελ. 1322.
- ↑ Πρεβ.Χρον. 2015, σελ. 6.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αρχοντίδης, Αστέριος Π. (1987). Μεταξύ Βενετών και Τούρκων. Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των τουρκοκρατούμενων Ελλήνων της Δυτικής Ελλάδας και των Βενετών (1745-1770). Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής. ISBN 960 260 202 3.
- Καράμπελας, Νίκος Δ. (2021). «Οι αδελφοί Τζοβάρα, κτήτορες ναών στη Λάμαρη Πρέβεζας τον 18ο αιώνα». Πρεβεζάνικα Χρονικά (Πρέβεζα) 57-58: 13–48. ISSN 1105-753Χ.
- Καρύδης, Σπύρος Χρ. (2019). «Η Λευκάδα και οι ηπειρωτικές πόλεις του βενετικού Stato da Mar στην απογραφή ναών και μονών του 1788-1789». Περί Ιστορίας (Κέρκυρα) 9: 51–165. ISSN 1107-1559. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/ieim/article/view/24761/20566.
- Ξενόπουλος, Σεραφείμ (1884). Δοκίμιον ἱστορικὸν περὶ Ἄρτης καὶ Πρεβέζης. Αθήναι.
- Παπακώστα, Χριστίνα Ευ. (2018). Το αρχείο των Βενετών Προβλεπτών της Πρέβεζας. Διοίκηση και οργάνωση της πόλης τον 18ο αιώνα. Πρέβεζα: Περιφέρεια Ηπείρου - Περιφερειακή Ενότητα Πρέβεζας. ISBN 978 960 89533 1 4.
- Πρεβεζάνικα Χρονικά. Πρέβεζα: Δημοτική Βιβλιοθήκη Πρέβεζας. 2015.
- Σκλαβενίτης, Σπύρος (2021). «Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην Πρέβεζα». MyPreveza.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2025.
- Σταμούλη, Ρόδη (1996). «Η συνθήκη της Πρέβεζας (25 Δεκ. 1800) και η απήχησή της στα 1828,». Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά (Αθήνα) 5: 403–459. ISSN 1105-3399. https://academyofathens-latest-cms.dotsoft.gr/sites/default/files/2024-08/MNE%205%20(1996).pdf.
- ΦΕΚ (1931). «Περί συστάσεως ἐνοριῶν ἐν τῇ Μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Πρεβέζης». Εφημερίς της Κυβερνήσεως - Τεύχος Πρώτον (Αθήνα: Ελληνική Δημοκρατία) (τεύχος 187, 8 Ιουλίου 1931): 1319-1324. http://www.et.gr/idocs-nph/search/pdfViewerForm.html?args=5C7QrtC22wGf7A-arYFBsHdtvSoClrL8HrWp6VkYB5x5MXD0LzQTLWPU9yLzB8V68knBzLCmTXKaO6fpVZ6Lx3UnKl3nP8NxdnJ5r9cmWyJWelDvWS_18kAEhATUkJb0x1LIdQ163nV9K--td6SIuf9_Nn62dtaWwiqFv5_Wz86XzOf3kgaILf7Aa9b7dXio.