Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:Tibetianus/Διαδικασία και Πραγματικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρήστης:Tibetianus/Διαδικασία και Πραγματικότητα
ΣυγγραφέαςΆλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ
ΥπότιτλοςAn Essay in Cosmology
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1927-1928
Ημερομηνία δημοσίευσης1929
ΤόποςΝέα Υόρκη

Διαδικασία και Πραγματικότητα (αγγλ. Process and Reality) είναι o τίτλος φιλοσοφικής πραγματείας του Βρετανού φιλοσόφου και μαθηματικού Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (1861–1947), που προέκυψε από τις «Διαλέξεις Gifford» στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1927/28. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1929 με τον αρχικό τίτλο Process and Reality: An Essay in Cosmology («Διαδικασία και Πραγματικότητα: Ένα δοκίμιο στην Κοσμολογία»). Μαζί με το Science and the Modern World («Επιστήμη και ο μοντέρνος κόσμος», 1925) και το Adventures of Ideas («Περιπέτειες ιδεών», 1933) θεωρούνται τα κύρια φιλοσοφικά έργα του Γουάιτχεντ. Είχε προηγηθεί μια μακρά συνεργασία με τον Μπέρτραντ Ράσελ, αποτέλεσμα της οποίας ήταν το θεμελιακό μαθηματικό έργο Principia Mathematica («Μαθηματικές αρχές», 1910-1913). Το 2013 η Διαδικασία και Πραγματικότητα μεταφράστηκε στα ελληνικά.[1]

Η Διαδικασία και Πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικά απαιτητικό έργο που πραγματεύεται ζητήματα μεταφυσικής, φυσικής φιλοσοφίας και γνωσιολογίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή «φιλοσοφία του υποκειμένου» του Ντεκάρτ και του Καντ ή τις υλιστικές ερμηνείες της φύσης, όπως πέρασαν στην κοσμολογία του Νεύτωνα, ο Γουάιτχεντ καταστρώνει μια «φιλοσοφία της διαδικασίας» ή «φιλοσοφία του οργανισμού». Σύμφωνα με αυτήν τη φιλοσοφία το σύμπαν δεν είναι μια απλή εμφάνεια που παράγεται από την ανθρώπινη νόηση, ούτε συντίθεται απλώς από αδρανείς ουσίες, από παθητική ύλη. Το σύμπαν του Γουάιτχεντ συγκροτείται από στοιχειώδεις, αλληλοδιεισδυτικές και συνυφασμένες μεταξύ τους διαδικασίες και δυναμικές σχέσεις. «Στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα στατικό. Αλλά υπάρχει αναπαραγωγή. Εξ ου και η μονιμότητα που είναι αποτέλεσμα τάξης, όσο και αιτία της. Ωστόσο υφίσταται πάντα αλλαγή» (ΔΠ 504[2]).

Στη Διαδικασία και Πραγματικότητα λοιπόν, όπως δηλώνει και ο υπότιτλος της πραγματείας, ο Γουάιτχεντ προτείνει μια κοσμολογία που μελετά την πραγματικότητα και τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών πτυχών του όντος, συμπεριλαμβανομένων όλων των μηχανισμών και των δομών της φύσης, των ανθρώπων, του πολιτισμού τους και του Θεού. Σύμφωνα με την «οντολογική αρχή» αυτής της κοσμολογίας, δεν υπάρχει τίποτα στην πραγματικότητα που να μην αποτελείται από στοιχειώδη ατομιστικά συμβάντα και τις σχέσεις τους, σαν αυτά που περιέγραφε η νεαρή, τότε, κβαντική θεωρία. Ο Γουάιτχεντ ήθελε να συμβιβάσει την κβαντική θεωρία με τη συνέχεια, τη μνήμη και την εκτατικότητα του κόσμου (ΔΠ 504).

Καθώς εξασθενούσε το ενδιαφέρον της αναλυτικής φιλοσοφίας για τη γλώσσα και γενικότερα κλονιζόταν το κοσμοείδωλο του Μοντερνισμού στον όψιμο 20ο αιώνα, η μεταφυσική του Γουάιτχεντ άρχισε να κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι μπορούσε να συμβαδίσει με σύγχρονες προσεγγίσεις στην κβαντική φυσική, τη συστημική θεωρία και τις γνωστικές επιστήμες, την έρευνα στη βιολογία και την οικολογία, αλλά και με νέες αντιλήψεις στη θεολογία. Κατά δήλωση του ίδιου του Γουάιτχεντ, «η φιλοσοφία του οργανισμού είναι [επίσης] θεμελιωμένη στη σκέψη του δέκατου έβδομου αίώνα» (ΔΠ 299) και απότελεί «αντιστροφή της καντιανής φιλοσοφίας» (ΔΠ 221). Η Διαδικασία και Πραγματικότητα περιλαμβάνει και το διάσημο απόφθεγμα του Γουάιτχεντ για τον «χαρακτηρισμό της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης» ως «μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα» (ΔΠ 130). Το απόφθεγμα δεν υποτιμά άλλους φιλοσόφους αλλά τονίζει ότι, λόγω του πλούτου της σκέψης του Πλάτωνα, κανένας φιλόσοφος μετά από αυτόν δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί του.[3] Σε άλλο σημείο της πραγματείας ο Γουάιτχεντ αποδίδει στον Πλάτωνα τη σύλληψη της πραγματικότητας ως οργανωμένου συνόλου μοριακών οντοτήτων, η οποία βρίσκεται στη βάση και της δικής του φιλοσοφίας της διαδικασίας. Σε αυτή τη σύλληψη της πραγματικότητας έβλεπε να επιστρέφει η εποχή του με την κβαντική φυσική (ΔΠ 232–234). Πλατωνική στο έργο του Γουάιτχεντ είναι ακόμη η έννοια ενός κυρίαρχου, σε κάθε πραγματική οντότητα, ιδεώδους, το οποίο κινεί τη διαδικασία συγκεκριμενοποίησής της (ΔΠ 213).

Διαδικασία και πραγματικότητα

Ένταξη στο υπόλοιπο έργο του Γουάιτχεντ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουάιτχεντ ήταν από σπουδές μαθηματικός, αλλά δίδασκε και φυσική. Έγινε διάσημος για τις εργασίες του στη βασική έρευνα των μαθηματικών, ειδικά για το έργο Principia Mathematica που συνέγραψε μαζί με τον Ράσελ. Τα πρώτα του έργα φυσικής φιλοσοφίας, όπως το An Inquiry Concerning Principles of Natural Knowledge («Πραγματεία για τις αρχές της φυσικής γνώσης», 1919), το The Concept of Nature («H έννοια της φύσης», 1920) και το The Principle of Relativity («Η αρχή της σχετικότητας», 1922), δεν τα έγραψε παρά σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Μολονότι σε αυτά τα έργα διατύπωσε ήδη μια σειρά από βασικές ιδέες της προσέγγισής του, δεν λογίζονται στην αναπτυγμένη φιλοσοφία της διαδικασίας του Γουάιτχεντ.[4] Επειδή δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ ακαδημαϊκά μαθήματα φιλοσοφίας, το έργο του μοιάζει ανεξάρτητο από αντίστοιχες παραδόσεις, παρόλο που ασχολείται επισταμένα με την ιστορία της φιλοσοφίας και του πνεύματος και αναμετρά τις δικές του σκέψεις με αυτή.

Το 1924, σε ηλικία εξήντα τριών ετών, ο Γουάιτχεντ μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου έλαβε τη θέση του καθηγητή φιλοσοφίας και μπόρεσε να αναπτύξει τη θεωρία του. Την περίοδο αυτή εκδόθηκαν οι πραγματείες του Science and the Modern World («Επιστήμη και ο μοντέρνος κόσμος», 1925), Religion in the Making («Η θρησκεία εν τω γενέσθαι», 1926) και Symbolism: Its Meaning and Effect («Συμβολισμός: Η σημασία και η επίδρασή του», 1927). Αυτά τα έργα αντιπροσωπεύουν περαιτέρω σταθμούς στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας του Γουάιτχεντ. Ορισμένα περιέχουν αναθεωρήσεις εννοιών από τα πρώτα έργα, όπως των ιδεών του χώρου και του χρόνου. Το 1927 ο Γουάιτχεντ προσκλήθηκε να δώσει τις δέκα Διαλέξεις Gifford στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, από τις οποίες προέκυψε το Διαδικασία και Πραγματικότητα με συνολικά 25 κεφάλαια. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1929 και μπορεί να θεωρηθεί ως σύνθεση και περαιτέρω ανάπτυξη του έως τότε έργου του Γουάιτχεντ. Τα σημαντικά έργα που εμφανίστηκαν στη συνέχεια ήταν το Adventures of Ideas («Περιπέτειες ιδεών»,1933) και το Modes of Thought («Τρόπου της Σκέψης», 1938). Και στα δύο κείμενα αποσαφήνισε ουσιαστικά βασικές ιδέες του Διαδικασία και Πραγματικότητα, με επίκεντρο την ιστορία του πνεύματος και τα ζητήματα του πολιτισμού. Σε ένα τρίτο επόμενο έργο, το The Function of Reason («Η λειτουργία του ορθού λόγου», 1929), ασχολήθηκε με την αντίθεση μεταξύ του πρακτικού λόγου, στον οποίο βασίζεται η εφαρμογή της υπάρχουσας γνώσης, και του θεωρησιακού λόγου, στον οποίο βασίζεται η δημιουργία του νέου δια της υπέρβασης υφιστάμενων μεθόδων και εννοιολογικών σχημάτων.

Δομή της πραγματείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα από τα προβλήματα στην κατανόηση της φιλοσοφίας που διατυπώνει ο Γουάιτχεντ στο Διαδικασία και Πραγματικότητα είναι ότι το έργο δεν είναι γραμμικά δομημένο και δεν αναπτύσσει ιδέες βήμα προς βήμα βασίζοντας τη μία στην άλλη. Αντίθετα ο Γουάιτχεντ προσεγγίζει με τη σκέψη του τα ίδια ζητήματα και θέτει τα ίδια προβλήματα αρκετά φορές από διαφορετικές οπτικές γωνίες κάνοντας το έργο να μοιάζει κυκλικό.[5]

Η Διαδικασία και Πραγματικότητα χωρίζεται στα ακόλουθα κύρια μέρη:

  • Μέρος Πρώτο: «Το θεωρησιακό πρόγραμμα» (ΔΠ 59–125)
  • Μέρος Δεύτερο: «Συζητήσεις και εφαρμογές» (ΔΠ 127–461)
  • Μέρος Τρίτο: «Θεωρία ΄των εννοήσεων» (ΔΠ 463–582)
  • Μέρος Τέταρτο: «Θεωρία της έκτασης» (ΔΠ 583–681)
  • Μέρος Πέμπτο: «Ύστατη ερμηνεία» (ΔΠ 683–712)

Κάθε μέρος χωρίζεται περαιτέρω σε Κεφάλαια και κάθε Κεφάλαιο σε Τμήματα. Εκτός από την παρουσίαση των προθέσεων και των θεμελιωδών του απόψεων επί της φιλοσοφίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας της γλώσσας, στο Πρώτο Μέρος ο Γουάιτχεντ διατυπώνει ένα σχήμα κατηγοριών που περιλαμβάνει ολόκληρο το μεταφυσικό του σύστημα σε μια σειρά από ορισμούς και βασικές αποφάνσεις. Εδώ εισάγονται όλοι οι θεμελιακοί όροι, κατά το πλείστον χωρίς επεξηγήσεις. Το υπόλοιπο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ερμηνεία και την αναλυτική παρουσίαση αυτής της θεμελιακής δομής σε πολλαπλά περάσματα.

Πώς εννοούνται οι όροι και πώς σχετίζονται μεταξύ τους οι πτυχές που αναφέρθηκαν, το εξηγεί ο Γουάιτχεντ στο Δεύτερο Μέρος. Για άλλη μια φορά αναφέρεται σε απόψεις—για παράδειγμα, τη θεωρία της αντίληψης ή την ιδέα του χώρου και του χρόνου—οι οποίες θα παρουσιαστούν σε όλο τους το βάθος μόνο στα επόμενα μέρη. Το Δεύτερο Μέρος περιέχει, ειδικότερα, εκτενείς κριτικές προσεγγίσεις παλαιότερων φιλοσόφων, στη σκέψη των οποίων ο Γουάιτχεντ στήριξε τη δική του θεωρία, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας.

Στο Τρίτο Μέρος, ο Γουάιτχεντ αναπτύσσει τη θεωρία του για την εμπειρία, τη θεωρία της αντίληψης, τη συνάφεια μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας, τη θεωρία της συνείδησης και σκέψεις για ανώτερα επίπεδα της εμπειρίας. Ενώ το Τρίτο Μέρος ασχολείται κυρίως με την εσωτερική οπτική του γίγνεσθαι, με την αλληλεπίδραση φυσικών και ψυχικών φαινομένων, το Τέταρτο Μέρος περιέχει μια πολύ πυκνή έκθεση της άποψης του Γουάιτχεντ για τις χωροχρονικές δομές του κόσμου. Μερικές από αυτές τις ιδέες παρουσιάζονται λεπτομερέστερα σε προηγούμενες μελέτες του φυσικής φιλοσοφίας, αλλά εδώ το περιεχόμενό τους εξελίσσεται περαιτέρω. Το τελευταίο, Πέμπτο Μέρος εξηγεί πάνω απ' όλα πώς, στη μεταφυσική κοσμοεικόνα που είναι έντονα επηρεασμένη από τις φυσικές επιστήμες, είναι δυνατόν μια αντίληψη για τον Θεό να χρησιμεύσει ως σύνδεσμός των συναφειών στον κόσμο.

Μέθοδος και αναφορές στη μεταφυσική του Alfred North Whitehead

Στο Κεφάλαιο Α΄ («Θεωρησιακή φιλοσοφία») του Πρώτου Μέρους, ο Γουάιτχεντ ορίζει τη θεωρησιακή φιλοσοφία, δηλ. τη μεταφυσική, ως «προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα συνεκτικό, λογικό, αναγκαίο σύστημα γενικών ιδεών με τους όρους των οποίων μπορεί να ερμηνευθεί κάθε στοιχείο της εμπειρίας μας» (ΔΠ 61). Αυτός ο ορισμός θέτει ένα ευρύ πλαίσιο, στο οποίο δεν διαχωρίζονται μεταξύ τους τα επιστημονικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, αλλά μάλλον ανατέμνονται με ένα ενιαίο εννοιολογικό σύστημα. Έτσι ο Γουάιτχεντ απορρίπτει τον διαχωρισμό θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών και τονίζει την προσπάθεια προσέγγισης όλων των τομέων της ανθρώπινης σκέψης (π.χ. φυσική, φυσιολογία, ψυχολογία, αισθητική, κοινωνιολογία κ.ά.) ως «παρακαταθήκες ανθρώπινης εμπειρίας» (ΔΠ 65) που συμβάλλουν σε μια καθολική, επαρκή (εφαρμόσιμη σε όλους τους τομείς της εμπειρίας) και συνεκτική (χωρίς εσωτερικές ανακολουθίες) μεταφυσική (ΔΠ 66–67). Η θεωρησιακή φιλοσοφία, που επιδιώκει να συλλάβει το αντικείμενό της μέσω της θεωρησιακής γενίκευσης, πρέπει να μένει ακλόνητη μπροστά στα αποτελέσματα συγκεκριμένων εμπειρικών βιωμάτων και ταυτόχρονα να χρησιμεύει στην κριτική των ανεπίτρεπτα απλοϊκών τρόπων σκέψης. «Οτιδήποτε συναντάται 'στην πράξη' πρέπει να βρίσκεται μέσα στο φάσμα της μεταφυσικής περιγραφής» (ΔΠ 80). Επειδή η επιστημονική γνώση προοδεύει, το σύστημα που του Γουάιτχεντ οφείλει να παραμένει ανοικτό σε περαιτέρω επεξεργασία, διορθώσεις και αλλαγές.[6]

Ήδη στον Πρόλογο, ο Γουάιτχεντ παραθέτει ένα κατάλογο «μύθων και σφαλερών διαδικασιών» (ΔΠ 55), τις οποίες απορρίπτει:

«(i) Δυσπιστία απέναντι στη θεωρησιακή φιλοσοφία.
(ii) Εμπιστοσύνη στη γλώσσα ως επαρκή έκφραση προτάσεων.
(iii) Ο τρόπος του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι που υποβάλλει, και υποβάλλεται από, την πανεπιστημιακή ψυχολογία.
(iv) Η μορφή έκφρασης υποκείμενο-κατηγόρημα.
(vi) Το δόγμα της κενής πραγματικότητας.
(vii) Το καντιανό δόγμα του αντικειμενικού κόσμου ως θεωρητικής κατασκευής μέσ' από καθαρά υποκειμενική εμπειρία.
(viii) Αυθαίρετες συναγωγές από εις άτοπον επιχειρήματα.
(ix) Η πίστη ότι λογικές ανακολουθίες μπορούν να μαρτυρούν κάτι άλλο εκτός από προηγούμενα σφάλματα."

Ο δηλωμένος στόχος του Γουάιτχεντ είναι να ξεπεράσει αυτούς τους τρόπους σκέψης που καθιερώθηκαν από τον Ντεκάρτ και τον Nεύτωνα, και να αναπτύξει μια φιλοσοφία που να εναρμονίζεται με τα ευρήματα των σύγχρονων φυσικών επιστημών, όχι μόνο στη φυσική αλλά και στη βιολογία και την ψυχολογία. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυστηρά εμπειρικές ερευνητικές μεθόδους, όπως απαιτούσε ο Μπέικον. Οι αμιγώς επαγωγικές προσεγγίσεις δεν επιτρέπουν την πρόοδο, καθώς τους λείπει η δημιουργικότητα, η φαντασία και ο αυθορμητισμός. Ο Γουάιτχεντ περιέγραψε την πραγματική πορεία της επιστήμης με μια μεταφορά που αντιστοιχεί νοηματικά στην ακολουθία απαγωγής, αφαίρεσης και επαγωγής του Περς:

«Η αληθινή μέθοδος ανακάλυψης είναι σαν την πτήση ενός αεροπλάνου. Ξεκινάει από το έδαφος μιας επιμέρους παρατήρησης· κάνει μια πτήση στον ισχνό αέρα της φαντασιακής γενίκευσης· και προσγειώνεται πάλι για εκ νέου παρατήρηση οξυμένη από την ορθολογική ερμηνεία». (ΔΠ 64–65)

Από την αναλυτική εξέταση της εμπειρίας προκύπτει μια υπόθεση μέσω μιας δημιουργικής πράξης, η οποία διατυπώνεται ως μια εσωτερικά λογική και συνεκτική θεωρία, ενώ η ορθότητα (επάρκεια) ελέγχεται με βάση περιπτώσεις εφαρμογής που αντλούνται και από άλλες γνωστικές περιοχές. Η υπόθεση του Γουάιτχεντ είναι ότι ο κόσμος στο σύνολό του, αλλά και στο μικροεπίπεδο των ατομιστικών του συστατικών, είναι ένας οργανισμός του οποίου η πρωταρχική αρχή είναι το αέναο, διαπλεγμένο γίγνεσθαι και όχι το είναι. Η θεωρία του είναι μια θεωρησιακή μεταφυσική, την οποία επανειλημμένα αντιπαρέθεσε σε γεγονότα εμπειρίας από όλους τους τομείς της πρακτικής και της επιστημονικής ζωής, μέχρι και της κβαντικής φυσικής.

Στόχος του Γουάιτχεντ ήταν να γεφυρώσει το μεγάλο χάσμα μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης στην εποχή του. Όπως είχε επισημάνει στο Science and the Modern World («Επιστήμη και ο μοντέρνος κόσμος», Κεφ. ΙΙΙ), υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση στις θετικές επιστήμες, την οποία ονόμασε «σφάλμα του παραπλανητικού συγκεκριμένου» (fallacy of misplaced concreteness, ΔΠ 230). Η παρανόηση αυτή συνίσταται στο ότι συγκεκριμένα γεγονότα μπορούν να εξηγηθούν χρησιμοποιώντας αφαιρέσεις. Όμως ένας χάρτης ή ένα μενού, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία μιας περιήγησης ή ενός γεύματος, ούτε να επιτελέσει τη λειτουργία τους. Ο χάρτης και το μενού είναι απλώς αναπαραστάσεις της πραγματικότητας. Οι εμπειρικές και ποσοτικές μέθοδοι μπορούν να αντιπροσωπεύουν τον κόσμο της εμπειρίας μόνο εν μέρει, καθώς δεν είναι παρά προτυπικές αφαιρέσεις. Ο Γουάιτχεντ τόνισε ότι κάθε αφαίρεση έχει την αφετηρία της σε συγκεκριμένα αντικείμενα στον κόσμο της εμπειρίας, αλλά όχι το αντίστροφο («αρχή της αφαίρεσης»). Παρόμοιο σφάλμα είναι και η «πλάνη της απλής τοποθεσίας» (fallacy of simple location), η οποία έγκειται στην υπόθεση ότι τα «πράγματα» στον κόσμο υπάρχουν σε ορισμένα σημεία του χώρου και του χρόνου, απομονωμένα και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Αυτό το σφάλμα παραβιάζει και την «αρχή της σχετικότητας», σύμφωνα με την οποία κάθε επαρκής θεωρία πρέπει να βασίζεται σε οντότητες που σχετίζονται μεταξύ τους. Ομοίως, οι έννοιες είναι αφαιρέσεις που περιγράφουν εμπειρίες αλλά δεν μπορούν ποτέ να τις αποτυπώσουν πλήρως. Αυτό που κατασκευάζει ο ανθρώπινος νους δεν είναι αρκετό για να περιγράψει την πραγματικότητα. «Η συνείδηση απαιτεί κάτι περισσότερο από την απλή υιοθέτηση θεωρίας. Είναι το αίσθημα αντιπαράθεσης της θεωρίας, ως απλής θεωρίας, με το γεγονός, ως απλό γεγονός. Η αντίθεση αυτή διατηρείται ανεξαρτήτως του αν η θεωρία είναι σωστή». (ΔΠ 411) Ο Γουάιτχεντ ήθελε να συνδέσει ουσιαστικά τα δύο επίπεδα. Η μεταφυσική του είχε σκοπό να εμπνεύσει δημιουργικά τη συνεργασία μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης.[7]

Ο Γουάιτχεντ ήταν πεπεισμένος ότι κάθε θεωρησιακή μεταφυσική είναι προσωρινή και πρέπει να προσαρμόζεται στην πρόοδο της γνώσης. Γι' αυτό τον λόγο πίστευε επίσης ότι κάθε φιλοσοφική θεωρία κάποτε θα ξεπεραστεί τελικά. Έκρουσε λοιπόν τον κώδωνα του κινδύνου:

«Στη φιλοσοφική συζήτηση, η παραμικρή νύξη δογματικής βεβαιότητας ως προς την οριστικότητα της περιγραφής ισοδυναμεί με επίδειξη μωρίας». (ΔΠ 57–58)

Το πρόβλημα της γλώσσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την άποψή του για τη γλώσσα ως συμβολική αφαίρεση (ΔΠ 399), ο Γουάιτχεντ αμφισβήτησε τη φιλοσοφία της γλώσσας, κατά την οποία η γλώσσα ήταν το μόνο μέσο γνώσης και επαρκούς αναπαράστασης του πραγματικού κόσμου. Αυτή η άποψη δεν υπήρχε μόνο στην εποχή του Γουάιτχεντ—αν και ο ίδιος δεν παρενέβη στις τρέχουσες, τότε, συζητήσεις μεταξύ του Βίτγκενσταϊν, του Κασίρερ ή του Χάιντεγκερ—αλλά και για την παλαιότερη παράδοση.

«Η υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη στις γλωσσικές διατυπώσεις στάθηκε ο γνωστός λόγος που αποδυνάμωσε τόσο μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας και της φυσικής των Ελλήνων αλλά και των Μεσαιωνικών στοχαστών οι οποίοι συνέχιζαν τις ελληνικές παραδόσεις». (ΔΠ 77–78)

Σύμφωνα με τον Γουάιτχεντ, το βασικό πρόβλημα με τη γλώσσα είναι ότι μπορεί μεν να προσδιορίσει μεμονωμένα φαινόμενα, αλλά δεν μπορεί ποτέ να τα περιγράψει πλήρως, επειδή ήδη οι έννοιές της είναι πάντα αφαιρέσεις. «Τίποτα δεν έχει καθοριστεί [σε μια γλωσσικά σχηματισμένη πρόταση], επειδή κάθε καθορισμένη οντότητα απαιτεί ένα συστηματικό σύμπαν για να της παράσχει το αναγκαίο καθεστώς» (ΔΠ 77). Η αξία μιας μεταφυσικής θεωρίας μετριέται από το πόσο καταφέρνει να προσεγγίσει το αντικείμενο της περιγραφής της. Εάν χρησιμοποιεί έννοιες αποκλίνοντας από την παραδοσιακή χρήση τους, αυτό δεν αποτελεί μέτρο της ποιότητάς της. Ωστόσο, ο Γουάιτχεντ χρησιμοποίησε σε μεγάλη έκταση και ποικιλία τη δημιουργία νέων όρων και αποκλινόντων εννοιολογικών περιεχομένων. Σύμφωνα πάντως με τον ίδιο, η πληρότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί. «Είναι καθαρή μωροπιστία να δεχέμαστε γλωσσικές εκφράσεις ως επαρκείς διατυπώσεις προτάσεων» (ΔΠ 77).

Την πιθανότητα διολίσθησης σε λάθη μέσω της γλώσσας την εντόπιζε ο Γουάιτχεντ κυρίως στη γραμματική μορφή υποκειμένου-κατηγορήματος της πρότασης. Αυτή η μορφή δημιουργεί την εντύπωση ότι οι αποφάνσεις εδράζονται σε οντολογικά δεδομένα, δηλαδή ότι εκφράζουν μια αλήθεια του Είναι. «Σύμφωνα με αυτή την άποψη, μια ατομική υπόσταση με τα κατηγορήματά της συνιστά τον έσχατο τύπο πραγματικότητας». (ΔΠ 313) Η συνέπεια αυτής της υπόθεσης, αν και δεν δηλώνεται πάντα ρητά, είναι η μεταφυσική της ουσίας και της ποιότητας, όπως τη βρίσκουμε από τον Ντεκάρτ έως τον Καντ. Ακολουθώντας τη φόρμουλα του Γουάιτχεντ για το «σφάλμα του παραπλανητικού συγκεκριμένου», οι επίγονοί του χαρακτήρισαν αυτό το πρόβλημα της γλώσσας ως «σφάλμα του τέλειου λεξικού» («Fallacy of the Perfect Dictionary»[8]). Χωρίς να ασχοληθεί άμεσα με τη συζήτηση της εποχής του, στην οποία συμμετείχε δυναμικά ο μαθητής και συνάδελφός του Μπέρτραντ Ράσελ, ο Γουάιτχεντ απέρριψε απολύτως τη φιλοσοφία της ιδανικής γλώσσας.

Το κατηγοριακό σχήμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι κατηγορίες στον Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ. Ο Γουάιτχεντ ισχυρίζεται ότι είναι «επαρκείς και συνεκτικές», δηλαδή και μπορούν να εφαρμοστούν και αλληλοσυνδόπνται.
Η σύνδεση μεταξύ των κατηγοριών της ύπαρξης όπως αυτή αναπτύσσεται στην πορεία της διαδικασίας και της πραγματικότητας .

Θεμελιώδες για τη φιλοσοφία του Γουάιτχεντ είναι ένα κατηγοριακό σχήμα που ανέπτυξε για να ελέγξει την εννοιολογική συνοχή της μεταφυσικής του, αλλά και για να μπορέσει να εφαρμόσει τη θεωρία του σε ερευνητικά αποτελέσματα των φυσικών επιστημών. Συνοχή σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μεμονωμένα γεγονότα στην εμπειρία, δηλ. γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με τις γενικές ιδέες (= κατηγορίες) ή έστω παραμένουν εκτός της εσωτερικής συνάφειας της θεωρίας. Επομένως, οι κατηγορίες είναι καθολικά έγκυρες έννοιες και θεμελιακές αποφάνσεις που οριοθετούν το πλαίσιο μιας θεωρίας κατά την ανάπτυξή της. Το νόημα των επιμέρους κατηγοριών δεν γίνεται σαφές παρά από το συνολικό πλαίσιο της αναπτυγμένης θεωρίας. Οι κατηγορίες αποκτούν την τεκμηρίωσή τους καθώς επαληθεύονται στην εμπειρία.[9] Οι έννοιες και οι σχετικές αποφάνσεις που ορίζονται με τις κατηγορίες εξαρτώνται αμοιβαία και δεν μπορούν να ερμηνευθούν μεμονωμένα. Ο Γουάιτχεντ δεν ισχυρίζεται ότι ο κατάλογος των κατηγοριών που πρότεινε ήταν πλήρης ή ότι οι κατηγορίες που περιείχε ήταν απαραίτητες. Απαιτεί μόνο συνέπεια και επάρκεια. Ο Ράινερ Βηλ (Reiner Wiehl) περιέγραψε τη μεθοδολογία του Γουάιτχεντ ως «ερμηνευτική θεωρία ανάλυσης».[10] Ο ίδιος ο Γουάιτχεντ μίλησε για «ενόραση» (envisagement),[11] ένας όρος που παραπέμπει σε αναλογία με τη φαινομενολογία.

Η υψηλότερη βαθμίδα, η οποία στον Γουάιτχεντ έχει παρόμοια θέση με την «πρώτη ουσία» στον Αριστοτέλη (ΔΠ 95),[12] είναι η «κατηγορία του Εσχάτου» (category of the ultimate) (ΔΠ 94–96). Το γίγνεσθαι είναι μια δυναμική διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται συνεχώς το νέο. Γι' αυτό η κατηγορία του Εσχάτου εμπεριέχει το στοιχείο της δημιουργικότητας, που είναι «η καθολική έννοια όλων των καθολικών εννοιών» καθώς περιέχεται ως αρχή, ως εσωτερική διεγερτική δύναμη, ως συστατική ποιότητα σε όλα τα στοιχεία της φύσης. Στο Έσχατο ανήκει επίσης η σύζευξη ενότητας και διαφορετικότητας. Η ενότητα αντιπροσωπεύει το Ένα, την ταυτότητα και τη μοναδικότητα των επιμέρους στοιχείων της διαδικασίας (ο όρος του Γουάιτχεντ είναι «συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες»), τα οποία στην πολλαπλότητά τους πρέπει πάντα να νοούνται αλληλένδετα. Η ενότητα και η πολλαπλότητα προϋποθέτουν η μία την άλλη. Στη λογική έχουν το αντίστοιχό τους στην ανάλυση της σχέσης μεταξύ του μέρους και του όλου. Το έσχατο άτομο είναι μια πολυδιάστατη, άπειρη διαίρεση όλης της πραγματικότητας. Δημιουργικότητα σημαίνει ότι στο γίγνεσθαι αναδύεται μια νέα ενότητα, μια κοινότητα (togetherness), από ένα πλήθος στοιχείων. Η δυναμική των διαδικασιών σημαίνει ότι κάθε στοιχείο που προκύπτει είναι κάτι νέο, κάτι που δεν έχει υπάρξει ποτέ πριν. Εδώ φαίνεται καθαρά ο πλατωνισμός του Γουάιτχεντ. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στον Παρμενίδη (156a-b): «Το Ένα, λοιπόν, όπως φαίνεται, καθώς συλλαμβάνει το Είναι και το αφήνει, γίνεται και χάνεται [...] Αν τώρα κάτι είναι Ένα και Πολλά και γίνεται και χάνεται, δεν ισχύει και ότι, όταν γίνεται Ένα χάνεται ως Πολλά, αλλά όταν γίνεται Πολλά χάνεται ως Ένα;»

Την κατηγορία του Εσχάτου χώρισε ο Γουάιτχεντ στις ειδικότερες «κατηγορίες ύπαρξης», «κατηγορίες εξήγησης» και «κατηγοριακές δεσμεύσεις» (ΔΠ 93–105). Οι κατηγορίες ύπαρξης, ως τάξη όντων, χαρακτηρίζουν τα βασικά στοιχεία της πραγματικότητας. Εδώ περιλαμβάνονται πρωτίστως οι Πραγματικές Οντότητες (ή Πραγματικά Περιστατικά), οι Εννοήσεις (ή Συγκεκριμένα Γεγονότα Σχεσιακότητας), οι Δεσμοί, οι Υποκειμενικές Μορφές, οι Αντιθέσεις και τέλος τα Αιώνια Αντικείμενα (ή Καθαρές Δυνητικότητες). Οι κατηγορίες εξήγησης χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν Πραγματικές Οντότητες. Εδώ ο Γουάιτχεντ απαριθμεί είκοσι επτά κατηγορίες που εξηγούν τι είναι διαδικασία. Η βασική θέση του είναι «ότι ο πραγματικός κόσμος είναι μια διαδικασία, και ότι η διαδικασία είναι το γίγνεσθαι πραγματικών οντοτήτων» (ΔΠ 97). Οι κατηγοριακές δεσμεύσεις είναι εννέα και αναφέρονται στην εκ των έσω υποκειμενική οπτική των πραγματικών οντοτήτων. Περιγράφουν τις συνθήκες, το εύρος των δυνατοτήτων, εντός των οποίων μπορεί να εκτυλιχθεί μια διαδικασία που είναι πραγματική οντότητα.

«Κάθε οντότητα πρέπει να είναι μια ειδική περίπτωση κατηγορίας της ύπαρξης, κάθε εξήγηση πρέπει να είναι μια ειδική περίπτωση κατηγοριών της εξήγησης και κάθε δέσμευση πρέπει να είναι μια ειδική περίπτωση κατηγοριακών δεσμεύσεων. Η κατηγορία του Εσχάτου εκφράζει τη γενική αρχή που προϋποτίθεται στις τρεις ειδικότερες κατηγορίες» (ΔΠ 94).

Πραγματικές οντότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τον Γουάιτχεντ, ο κόσμος αποτελείται από «πραγματικές οντότητες» (actual entities) ή «πραγματικά περιστατικά» (actual occasions). Kαι οι δύο όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι: ««Πραγματικές οντότητες» – αποκαλούνται επίσης «πραγματικά περιστατικά» – είναι τα έσχατα αληθινά πράγματα από τα οποία αποτελείται ο κόσμος. Δεν μπορούμε να πάμε πίσω από τις πραγματικές οντότητες για να βρούμε κάτι πιο αληθινό» (ΔΠ 90). Η πραγματικότητα σημαίνει πάντα ότι κάτι συμβαίνει. Για τον Γουάιτχεντ δεν υπάρχουν «όντα» ή «πράγματα» που παραμένουν αδρανή και «είναι εκεί» χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Επιπλέον, η πραγματικότητα περικλείει ένα μεγάλο χώρο, σύμφωνα με τον Μίχαελ Χάμπε: «Παραδοσιακά βλέπουμε τα όνειρα, τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις και τις σκέψεις ως λιγότερο αληθινά από τα τραπέζια και τις καρέκλες, τις πέτρες και τα δέντρα. [...] Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τον οργανισμό μας ή τη βαθύτερη δομή της ύλης, τότε βλέπουμε ότι η διάρκεια, η σταθερότητα αυτών των υποτιθέμενων πραγματικών πραγμάτων βασίζεται στο γεγονός ότι κάτι συμβαίνει συνεχώς»[13]. Τα πραγματικά ατομικά όντα δεν αλλάζουν, αλλά χάνονται. Η εντύπωση της επιμονής προκύπτει από τη συνεχή επανάληψη συνεχών διαδοχικών γεγονότων μεγάλης ομοιότητας. Υπό αυτή την έννοια, η ύλη ως φαινόμενο αποτελείται από μια επαναλαμβανόμενη αλληλουχία γεγονότων (όχι από «πράγματα»).[14] Η ιδέα της ύλης, όπως και ο χώρος και ο χρόνος, είναι απλώς μια ιδιότητα πραγματικών γεγονότων.[15] Αυτή η άποψη της πραγματικότητας μπορεί να συγκριθεί με την ιδέα του ντάρμα στον Βουδισμό (βλέπε επίσης: Αναττά και Πρατιτιγιασμουτπάντα).[16]

Εδώ γίνεται φανερό ότι, σε αντίθεση με άλλες φιλοσοφικές έννοιες, η προσπάθεια του Γουάιτχεντ δεν είναι να διαχωρίσει αυστηρά κατηγορίες όπως «υποκείμενο» και «αντικείμενο», «ουσία» και «ποιότητα». Αντίθετα, η αφαιρετική αναπαράσταση του κόσμου με τέτοιες έννοιες βασίζεται περισσότερο σε μια «εξομάλυνση αυτού που είναι άμεσα πραγματικό. Επειδή θέλουμε να δούμε κάτι καθαρά, πρέπει να παραβλέψουμε πολλά άλλα πράγματα».[17] Η απομόνωση των γεγονότων ή η κατασκευή «πραγμάτων» είναι ήδη αφαιρέσεις από τον πραγματικό κόσμο. Ο διαχωρισμός της «εμφάνειας» και της «πραγματικότητας» οδηγεί σε «διχασμό της φύσης». Ο Γουάιτχεντ αντιτάχθηκε σε αυτήν την ιδέα.[18] Η βασική έννοια της «οντολογικής αρχής» δεν είναι αναγωγική, αλλά ήδη εγγενώς σύνθετη. Στη γλώσσα του Γουάιτχεντ, «Κάθε πραγματική οντότητα είναι 'διαιρέσιμη' κατά ένα απεριόριστο αριθμό τρόπων, και κάθε τρόπος 'διαίρεσης' αποφέρει το δικό του πεπερασμένο μερίδιο εννοήσεων. Μια εννόηση αναπαράγει εντός της τα γενικά χαρακτηριστικά μιας πραγματικής οντότητας: είναι καταστατικά αναφορική σε έναν εξωτερικό κόσμο, και με αυτή την έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι έχει 'χαρακτήρα ξενιστή': ενέχει συγκίνηση και απόβλεψη και αξιολόγηση και αιτιολόγηση». (ΔΠ 91)

Τα «πραγματικά περιστατικά» μπορούν επίσης να περιγραφούν ως «σφυγμός εμπειρίας».[19] Είναι πράξεις που «αισθάνονται» και τις «αισθάνονται»,[20] που καθεμία έχει σταθερή θέση στο χώρο και το χρόνο ως τις «εκτατικές» σχέσεις του κόσμου ως αδιαίρετου συνεχούς (ΔΠ 171–172). Αλλά θα πρέπει να έχουμε κατά νου ποια ιδέα συνδέουμε συνήθως με τον όρο «εμπειρία». Ας το εξηγήσουμε με ένα παράδειγμα.

Ας φανταστούμε ένα πρόσωπο να κοιτάζει μια πέτρα. Αυτή θα ήταν η κατάσταση που χαρακτηρίζουμε «εμπειρία». Έχουμε συνηθίσει να διακρίνουμε σαφώς ανάμεσα στο έμψυχο πρόσωπο, το οποίο φανταζόμαστε επίσης ότι είναι εξοπλισμένο με συνείδηση, και την άψυχη πέτρα. Το πρόσωπο (α) κοιτάζει το πράγμα «πέτρα» (β) Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο σκέψης ακολουθούμε εξ ολοκλήρου την παράδοση του Ντεκάρτ και διαχωρίζουμε το πνεύμα από την ύλη. Επίσης φανταζόμαστε την πέτρα ως κάτι «διαρκές», ομοίως και το πρόσωπο (έστω και αν τη διάρκεια του δεύτερου δεν τη φανταζόμαστε και τόσο μακρά). Υποθέτουμε επίσης μια ημερομηνία και μια σαφή αιτιώδη σχέση από το α (θεατής) στο β (πέτρα). Αυτή ακριβώς είναι η ιδέα που δεν εννοεί ο Γουάιτχεντ όταν μιλά για «πραγματικά περιστατικά» (ή «σφυγμούς εμπειρίας»).

Κατά τον Γουάιτχεντ, το πρόσωπο και την πέτρα πρέπει να τα βλέπουμε στο ίδιο πλαίσιο· συγκροτούν, ας πούμε, το «πραγματικό περιστατικό». Η σχέση τους συνίσταται στη μικρότερη δυνατή ενότητα και ο διαχωρισμός τους εκ νέου θα ήταν τεχνητός. Το πρόσωπο «συλλαμβάνει» την πέτρα, ακριβώς όπως η πέτρα «συλλαμβάνει» τον άνθρωπο, αλλά με διαφορετική ένταση. Η ένταση της εμπειρίας καθορίζεται από την ιστορία (του προσώπου αλλά και της πέτρας). Εάν το πρόσωπο είναι γλύπτης, θα αντιληφθεί διαφορετικές διαστάσεις στην πέτρα από ό,τι αν είναι κτίστης ή αρτοποιός: από αυτή την άποψη, το προηγούμενο ιστορικό του ατόμου και το προηγούμενο ιστορικό της πέτρας ανήκουν στο συνολικό διαδικαστικό πλαίσιο της «εμπειρίας». Η εμπειρία συγκροτεί μια συνολική δομή: συγκροτεί, ας το πούμε έτσι, τον εαυτό της. Διατηρεί επίσης σύνθετους δεσμούς με όλα τα άλλα «περιστατικά» που οδήγησαν σε αυτό και που θα επηρεαστούν από αυτό στο μέλλον. Και ακόμα, η «εμπειρία» είναι απλώς ένας χτύπος του σφυγμού που εξαφανίζεται αμέσως, αλλά καθώς εξαφανίζεται αφήνει τη θέση του σε ένα νέο χτύπο, μια νέα εμπειρία, στην οποία εκβάλλει και αποσυντίθεται η προηγούμενη.

Συνήθως, με την έννοια «εμπειρία» συναρτούμε τη συνείδηση. Ο Γουάιτχεντ απορρίπτει αυτή τη σύνδεση. Στο νοητικό του οικοδόμημα, ένα τραπέζι αποτελείται από «εμπειρίες» όσο και ένα άτομο ή ένα αστέρι.

Δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες ως πρωταρχικές διαδικασίες του σύμπαντος είναι το θεμελιώδες στοιχείο της μεταφυσικής του Γουάιτχεντ, υπάρχει ένας αριθμός λεπτομερών περιγραφών και εξηγήσεων αυτής της έννοιας σε όλο το έργο, από τις οποίες προκύπτει ένα ευρύ φάσμα σημασιών και ιδιοτήτων.

Κάθε «πραγματικό περιστατικό» έχει έναν νοητικό και έναν φυσικό πόλο (διπολικότητα, PR 438),[21] έτσι ώστε όλα τα πραγματικά περιστατικά στον κόσμο να έχουν μια διανοητική πτυχή. Με αυτή την υπόθεση, η θεωρία της πραγματικότητας του Γουάιτχεντ προσεγγίζει τον πανψυχισμό. Η παρουσία του πνευματικού σε κάθε στοιχείο του καθιερώνει την εγγενή αξία της φύσης, η οποία ακολουθεί έναν σκοπό ανεξάρτητο από τον άνθρωπο (τελολογία). Ο φυσικός πόλος καθορίζεται από αποτελεσματικές αιτίες, ο πνευματικός πόλος από τελεσιουργά αίτια. Όσο μεγαλύτερη είναι η συνθετότητα ενός πραγματικού γεγονότος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η σημασία των τελεσιουργών αιτίων.

Μια ομαδοποίηση πραγματικών περιστατικών είναι ένας «δεσμός» (nexus). Δεσμός είναι μια σύνδεση εσωτερικών σχέσεων γεγονότων που, σε αντίθεση με τις σχέσεις, δεν υπόκειται σε ειδικές συνθήκες τάξης και δεν χρειάζεται να έχει ένα συγκεκριμένο πρότυπο. Αλλά οι δομημένες συνδέσεις, όπως μια πέτρα ή ένα γέλιο, εμπίπτουν επίσης στον όρο «δεσμός». Ακόμη και ένα «σημείο είναι ένας δεσμός πραγματικών οντοτήτων με μια συγκεκριμένη 'μορφή'» (ΔΠ 620). Ένας δεσμός ως δίκτυο πραγματικών περιστατικών, ως αστερισμός γεγονότων, έχει χωροχρονική έκταση. Μπορεί να είναι επιφάνειες επαφής, επικάλυψης, τομής κ.λπ.[22]

«Δεσμός είναι ένα σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών οντοτήτων στην ενότητα της αναφορικότητας [...], η οποία καθορίζεται από τις πληροφορίες που συλλαμβάνουν το ένα από το άλλο. [...] Ο μεγαλύτερος δεσμός είναι ο ίδιος ο κόσμος και όλοι οι άλλοι δεσμοί είναι 'σύνδεσμοι υποκείμενης τάξης' σε σύγκριση με αυτόν».[23]

Πραγματικά περιστατικά ή ένας δεσμός συγκροτούνται από «εννοήσεις» (prehensions) και επιτρέπουν την ανάδυση του νέου (creative urge)· συγκεκριμενοποιούνται όταν επιτύχουν την «πλήρωσή» τους (satisfaction). Στη θεωρία του Γουάιτχεντ, «εννόηση» δεν σημαίνει αντίληψη, αλλά δημιουργία μιας σχέσης στη διαδικασία.[24]

Ως παράδειγμα σύνθετου δεσμού περιέγραψε ο Γουάιτχεντ τη σχέση της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την ευρωπαϊκή ιστορία (ΔΠ 484–485). Ο δεσμός περιλαμβάνει την πόλη της Ρώμης εκείνης της εποχής, το τοπίο, τους ανθρώπους, αλλά και πολιτικά συμφέροντα, κ.λπ. Από αυτή την άποψη, η σχέση μπορεί να γίνει κατανοητή με καθολικές έννοιες. Αυτό όμως δεν αρκεί, καθώς ο δεσμός περιλαμβάνει και τα συναισθήματα εκείνης της εποχής, δηλαδή τις χωρικές και χρονικές σχέσεις και αντιλήψεις που δεν μπορούν πλέον να αποκατασταθούν ιστορικά. Ωστόσο, μπορεί κανείς να πει ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά που, καθένα από τη δική του οπτική γωνία, σχετιζόταν με την ιστορική κατάσταση και αυτό αποτελούσε γι' αυτά μια πραγματικότητα, έτσι ώστε να υπήρχαν διαφορετικές πραγματικότητες με υψηλό βαθμό συμφωνίας.[25] «[...] ο πιο σύνθετος πολλαπλός δεσμός μεταξύ πολλών πραγματικών οντοτήτων στον πραγματικό κόσμο ενός αντιλαμβανομένου είναι αισθητός από αυτό τον αντιλαμβανόμενο» (ΔΠ 486). Εάν κάποιος αγνοήσει τις υποκειμενικές προοπτικές των αντιλαμβανομένων, αποκτά μια ενοποίηση των αμοιβαία εννοηθέντων πληροφοριών. «Φτάνουμε έτσι στην έννοια του πραγματικού κόσμου οιασδήποτε πραγματικής οντότητας ως δεσμού, η αντικειμενοποίηση του οποίου συνιστά την ολοκληρωμένη ενότητα αντικειμενικού δεδομένου για το σωματικό αίσθημα αυτής της πραγματικής οντότητας» (ΔΠ 486).

Σύμφωνα με τον Γουάιτχεντ, η οντολογική αρχή σημαίνει ότι ο λόγος ύπαρξης κάθε πραγματικού γεγονότος βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός ή σε άλλα πραγματικά γεγονότα. Τα πάντα στον κόσμο έχουν σχέση με πραγματικές οντότητες.

«Σύμφωνα με την οντολογική αρχή δεν υφίσταται τίποτα που να επιπλέει στον κόσμο από το πουθενά. Καθετί στον πραγματικό κόσμο είναι παραπεμπτικό σε κάποια πραγματική οντότητα. Είτε μεταδίδεται από κάποια πραγματική οντότητα στο παρελθόν ή ανήκει στην υποκειμενική απόβλεψη της πραγματικής οντότητας στη συγκεκριμενοποίηση της οποίας ανήκει.[…] Η αμεσότητα του συγκεκριμενοποιημένου υποκειμένου συγκροτείται από τη ζωντανή του απόβλεψη στην ίδια την αυτοσύστασή του. Έτσι το αρχικό στάδιο της απόβλεψης είναι ριζωμένο στη φύση του Θεού, και η ολοκλήρωσή της εξαρτάται από την αυταιτιότητα του υποκειμένου-υποκείμενου.[…] Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, ο αυτοκαθορισμός είναι πάντα φαντασιακός στην καταγωγή του. ” (ΔΠ 515–517).

Η πραγματικότητα στο σύνολό της αποτελείται από μεμονωμένα, συγκεκριμένα, ατομικά στοιχεία που δεν είναι αφηρημένα. Το αφηρημένο δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από το συγκεκριμένο, και σε αυτή την αρχή οφείλει να βασίζεται η φιλοσοφική σκέψη (ΔΠ 89).

Αιώνια αντικείμενα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τον Γουάιτχεντ, η δομή της πραγματικότητας περιλαμβάνει και «αιώνια αντικείμενα» (eternal objects), τα οποία μπορούν να περιγραφούν ως αφηρημένες ιδιότητες ή δομές σχέσεων που είναι κατανοητές ακόμη και χωρίς αναφορά σε ένα συγκεκριμένο γεγονός. Μπορεί κανείς να κάνει λόγο για «κόκκινο» ή για «ορθογώνιο» χωρίς να σκεφτεί κάτι συγκεκριμένο. Ο Γουάιτχεντ δίνει τον εξής ορισμό: «Οιαδήποτε οντότητα της οποίας η νοητική αναγνώριση δεν ενέχει αναγκαία αναφορά σε οιεσδήποτε καθορισμένες πραγματικές οντότητες του έγχρονου κόσμου αποκαλείται 'αιώνιο αντικείμενο'» (ΔΠ 139).

Τα αιώνια αντικείμενα είναι δυνατότητες ή δυνητικότητες που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν σε πραγματικές οντότητες και μπορούν να εισέλθουν στην πραγματικότητα μόνο με τη μορφή ιδιοτήτων συγκεκριμένων πραγματικών οντοτήτων. Το κόκκινο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα χωρίς κάτι να είναι κόκκινο, μπορεί όμως να υπάρχει δυνητικά όσο δεν συνδέεται με ένα πραγματικό γεγονός. «Ένα αιώνιο αντικείμενο σε αφαίρεση από οιαδήποτε πραγματική οντότητα είναι μια δυνητικότητα για εισρόφηση σε πραγματικές οντότητες» (ΔΠ 334-335). Τα αιώνια αντικείμενα είναι τα μόνα που δεν δημιουργούνται ούτε χάνονται μέσω του γίγνεσθαι των συγκεκριμένων πραγματικών οντοτήτων. Είναι αμετάβλητες δομές, πρότυπα και μορφές του σύμπαντος που πραγματώνονται στο γίγνεσθαι των συγκεκριμένων πραγματικών οντοτήτων. Μέσα από τα αιώνια αντικείμενα λαμβάνουν τη συγκεκριμένη μορφή τους οι συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες.

Ενώ οι συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες χάνονται στη διαδικασία του γίγνεσθαι μέσω της σύνδεσης με άλλες πραγματικές οντότητες ή συγχωνεύονται σε μια νέα πραγματική οντότητα σχηματίζοντας ένα νέο δεσμό (nexus), τα αιώνια αντικείμενα παραμένουν. Είναι άφθαρτα, μπορούν να επαναληφθούν, να αναγνωριστούν και να «κληρονομηθούν» από τη μία πραγματική οντότητα στην άλλη συγκροτώντας τον χώρο των δυνατοτήτων (τη «δυνητικότητα»), στον οποίο οι συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες μπορούν να συνειδητοποιήσουν τον εαυτό τους. Ως εκ τούτου, η δυνητικότητα των αιώνιων αντικειμένων είναι απεριόριστη. Αλλά δεδομένου ότι βρίσκονται σε μια συνεχή πραγματική διαδικασία, ο χώρος των δυνατοτήτων τους είναι συνδεδεμένος με αυτή τη διαδικασία. Μια πέτρα μπορεί να βραχεί αλλά όχι να καεί. Η δυνητικότητά της στον πραγματικό κόσμο είναι περιορισμένη.

Τα αιώνια αντικείμενα έχουν μια γενική και μια ειδική πτυχή. Χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες είναι «γενικά δημόσια γεγονότα», είναι «καθoλικά» (universals)· όταν συγκεκριμενοποιούνται σε μια πραγματική οντότητα, μπορούμε να τα θεωρήσουμε ποιότητες, χαρακτηριστικά ή, όπως λέει ο Γουάιτχεντ, «στοιχεία στην ιδιωτική προσδιοριστικότητα της πραγματικότητας». Οι αναφορές του αιώνιου αντικειμένου είναι δημόσιες, αλλά το ίδιο μπορεί να βιωθεί μόνο «ιδιωτικά» (ΔΠ 597-598). Τα αιώνια αντικείμενα μοιάζουν με τις ιδέες του Πλάτωνα (ΔΠ 143). Η κύρια διαφορά έγκειται στο ότι οι ιδέες του Πλάτωνα δεν λάμβαναν υπόψη τους τη σχεσιακότητα των πραγματώσεών τους, στο γεγονός δηλ. ότι δεν μπορούσαν να περιγράψουν πλήρως την πραγματικότητα:

«Μια πραγματική οντότητα δεν μπορεί να περιγραφεί, έστω και ανεπαρκώς, από καθολικά· διότι και άλλες πραγματικές οντότητες υπεισέρχονται στην περιγραφή οιασδήποτε πραγματικής οντότητας» (ΔΠ 147).

Τα αιώνια αντικείμενα επίσης έχουν «σχεσιακή φύση».[26] Υφίστανται «πριν από τα πράγματα» ως δυνατότητα, είναι «μέσα στα πράγματα» ως συγκεκριμενοποίηση και βρίσκονται «ανάμεσα στα πράγματα» ως σχέση. Σε αυτές τις συνάφειές τους έγκειται η σημασία των αιώνιων αντικειμένων.[27] Ο σχεσιακός χαρακτήρας των αιώνιων αντικειμένων θεμελιώνει τη μορφή αντικειμενοποίησης των πραγματικών περιστάσεων. Έτσι, στο ζήτημα των καθολικών, ο Γουάιτχεντ προσέγγιζε περισσότερο τον Αριστοτέλη παρά τον Πλάτωνα.[28]

Υποκειμενική επιδίωξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σύνδεσμος μεταξύ πραγματικών οντοτήτων και αιώνιων αντικειμένων είναι η υποκειμενική μορφή. Αυτή είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα υποκείμενο συλλαμβάνει ένα αντικείμενο, ένα δεδομένο.[29] «Υπάρχει μια συγκεκριμενοποίηση των αρχικών δεδομένων στο αντικειμενικό δεδομένο που έχει καταστεί δυνατό από την απαλοιφή [της πολλαπλότητας] και προκαλείται από την υποκειμενική μορφή» (ΔΠ 469).

Κατόπιν αυτού, τίθεται το ερώτημα ποιος ή τι καθορίζει ποια υποκειμενική μορφή θα αναδυθεί στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Γουάιτχεντ, τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η «υποκειμενική επιδίωξη» (subjective aim) που ενυπάρχει σε κάθε αναδυόμενη πραγματική οντότητα. «Μια οντότητα είναι πραγματική όταν έχει σημασία για τον εαυτό της» (ΔΠ 103). Η υποκειμενική επιδίωξη περιγράφει ό,τι είναι δυνητικό μιας μελλοντικής κατάστασης και με το γίγνεσθαι αρχίζει μετατρέπεται σε κάτι πραγματικό. Οι συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες κατά το γίγνεσθαί τους δεν επιδρούν μόνο στο περιβάλλον τους, αλλά και «λειτουργ[ούν] αναφορικά με τον ίδιο [τους] τον καθορισμό» (self-functioning, ΔΠ 103). Κάθε ατομική πραγματική οντότητα είναι «αυτοδημιουργική» (self-creative), έχει μια «επιθυμία» (appetition), ένα «δέλεαρ για αίσθημα» (desire, lure of feelings), να πραγματώσει τον εαυτό της, να επιτύχει την «πλήρωσή» της (satisfaction) (ΔΠ 215).[30] Η έννοια της υποκειμενικής επιδίωξης, ωστόσο, απλώς μεταθέτει ένα βήμα παραπέρα το ερώτημα. Ποιος καθορίζει την υποκειμενική επιδίωξη; «Καμία αιτιότητα εγγενής στην ιστορία δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί θα έπρεπε να εμφανιστεί αυτή η αλληλουχία μορφών αντί μιας άλλης αλληλουχίας» (ΔΠ 144). Εδώ λειτουργεί ουσιαστικά η οντολογική αρχή: «Καθετί πρέπει να βρίσκεται κάπου· κι εδώ 'κάπου' σημαίνει κάποια πραγματική οντότητα» (ΔΠ 142). Ο Γουάιτχεντ αρνήθηκε να αντιπαραθέσει τα όντα στο «τίποτα», δηλ. να υποθέσει τη δημιουργία εκ του μηδενός αντιφάσκοντας προς τη ρεαλιστική του άποψη για τον κόσμο. «Είναι σχήμα οξύμωρο να υποθέτουμε ότι κάποιο εξηγητικό γεγονός μπορεί να επιπλέει στον πραγματικό κόσμο της ανυπαρξίας. Η ανυπαρξία δεν είναι τίποτα» (ΔΠ 142). Στον Γουάιτχεντ δεν υπάρχει υπερβατικότητα που να παραπέμπει σε κάτι έξω από τον πραγματικό κόσμο. Μια τέτοια ιδέα δεν μπορεί να έχει πραγματικότητα και επομένως είναι αβάσιμη.

Για να μην καταλήξουμε σε μια ατέρμονη οπισθοχώρηση ή ένα φαύλο κύκλο, πρέπει να υπάρχει ένα τελεσιουργό αίτιο για τη γένεση και την αποσύνθεση. Αυτό το τελεσιουργό αίτιο όλων των δυνητικοτήτων το ονόμασε ο Γουάιτχεντ Θεό, τον οποίο όμως δεν τοποθέτησε έξω από τον πραγματικό κόσμο. Η ίδια λογική ανάγκη έκανε τον Πλάτωνα να αναρωτηθεί στον Τίμαιο για την προέλευση της ύπαρξης, τον Αριστοτέλη να μιλήσει για το πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον στη Μεταφυσική του και τον Σπινόζα να επικαλεστεί «το Απόλυτο». «Η αρχή του τελεσιουργού αιτίου είναι ένα απαραίτητο οντολογικό αξίωμα, το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να αποκαλυφθεί στα συγκεκριμένα του σχήματα στην αντίληψή μας».[31] Λαμβάνοντας υπόψη ότι «στο απλό εκτατικό συνεχές δεν υπάρχει αρχή που να καθορίζει ποιες τοπικές ποσοτικές δέσμες (quanta) θα ατομικοποιηθούν» (ΔΠ 182), όπως κατά την κβαντομηχανική υπάρχουν γεγονότα που συμβαίνουν χωρίς κάποια αιτία (Αρχή της απροσδιοριστίας), η υπόθεση ενός πρωταρχικού αιτίου είναι μια μεταφυσική θέση, μια «οιωνεί συνθήκη», η οποία αποτελεί την προϋπόθεση, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για έναν εγγενή σκοπό σε πραγματικές μεμονωμένες οντότητες, ειδικά σε έμβια όντα.

Όλα τα αιώνια αντικείμενα περιέχονται στον Θεό ως δυνητικότητες του πραγματικού κόσμου. Ο Θεός είναι η αρχή της προσπάθειας και της δημιουργικότητας και επομένως όλων των «αρχικών υποκειμενικών επιδιώξεων» (initial subjective aims, ΔΠ 182). Είναι η φύση του Θεού που καθορίζει «το ιδιαίτερο αυτό στοιχείο της αλληλουχίας μορφών μέσα στην ιστορία, το οποίο είναι 'δεδομένο' και δεν επιδέχεται εκλογίκευση» (ΔΠ 145). «Στην περίπτωση της πρωταρχικής πραγματικής οντότητας, που είναι ο Θεός, δεν υπάρχει παρελθόν. Έτσι η ιδεώδης πραγμάτωση νοητικού αισθήματος αποκτά το προβάδισμα». (ΔΠ 220). Μόνο ο Θεός δεν είναι δεσμευμένος στην ιστορία (ΔΠ 145-146). Αλλά δεν ισχύει ότι ο Θεός καθορίζει έναν τελικό υποκειμενικό στόχο προς τον οποίο τα πάντα αγωνίζονται, όπως με το Σημείο Ωμέγα του Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντέν. Η ιστορία είναι μάλλον μια ανοιχτή διαδικασία που αλλάζει συνεχώς εντός του διαθέσιμου πεδίου δυνατοτήτων.

Συνολικά, ο Γουάιτχεντ προσπάθησε στη μεταφυσική του να σκιαγραφήσει μια ολιστική εικόνα ενός κόσμου με ενότητα και ταυτότητα, η οποία μπορεί να διαιρεθεί αναλυτικά σε διάφορες στοιχειώδεις διαδικασίες, ικανές να εξεταστούν από διαφορετικές οπτικές γωνίες (πλουραλισμός). Για τον Γουάιτχεντ, μια «ολοκληρωμένη κοσμολογία» όφειλε «να οικοδομήσει ένα σύστημα ιδεών που φέρνει τα αισθητικά, ηθικά και θρησκευτικά ενδιαφέροντα σε συσχετισμό με τις συλλήψεις εκείνες του κόσμου οι οποίες προέρχονται από τη φυσική επιστήμη» (ΔΠ 52-53), ένα σύστημα, δηλαδή, που αναφέρεται σε ολόκληρο το πεδίο της εμπειρίας.

« Η κοσμολογία πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη εξίσου στον ατομισμό, στη συνέχεια, στην αιτιότητα, στη μνήμη, στην αντίληψη, σε ποιοτικές και ποσοτικές μορφές ενέργειας και στην έκταση» (ΔΠ 504).

Η κοσμοεικόνα των Νέων Χρόνων βασίστηκε στη φυσική που συγκροτήθηκε από τον Γαλιλαίο έως και τον Νεύτωνα και συνεχίζει να ασκεί επιρροή μέχρι σήμερα. Θεμέλιο αυτής της φυσικής ήταν η ιδέα της ύλης και της κίνησης στον χώρο και τον χρόνο. Ήδη όμως η Θεωρία των Πεδίων του Μάξγουελ και ειδικά η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι ασύμβατες με αυτή την κοσμοεικόνα. Ο Γουάιτχεντ, φυσικός ο ίδιος και μαθηματικός, υποστήριξε ότι ο φυσικαλισμός δεν μπορεί παρά εν μέρει να εξηγήσει την πραγματικότητα όπως αντικατοπτρίζεται στην εμπειρία. Οι διαδικασίες της βιολογίας, πρώτ' απ' όλα, δεν μπορούν να προσεγγιστούν με τις μηχανιστικές θεωρίες, το ίδιο και οι νέες ανακαλύψεις για τη φύση, όπως εκείνες της κβαντικής μηχανικής. Οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες εγκαταλείπουν πλέον την ιδέα της αδρανούς ύλης αποδίδοντας τελικά την πραγματικότητα στην ενέργεια και τις διαδικασίες με τις οποίες οι δομές αλληλεπιδρούν. Στον κενό χώρο του Νεύτωνα και το άχρονο εκτατικό συνεχές του Ντεκάρτ αντιτίθεται ένα χωροχρονικό συνεχές του Γουάιτχεντ. Οι επιστήμες μπορούν να ασχοληθούν σε κάθε περίπτωση μόνο με ένα μέρος ή μια πτυχή της φύσης και επομένως αναγκαστικά αφήνουν ένα υπόλοιπο, μεγάλο ή μικρό, έξω από την εμβέλεια της παρατήρησής τους.[32]

Απέναντι στη μηχανιστική κοσμοθεωρία, ο Γουάιτχεντ παρουσίασε την ιδέα της φύσης ως ολοκληρωμένου, αυτόνομου οργανισμού που βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία δημιουργίας και συντίθεται από ένα πλήθος επιμέρους διαδικασιών και δομών σε συνεχή αλληλεπίδραση. Υπάρχουν διαδικασίες «μετάβασης» (transition) και «συγκεκριμενοποίησης» μέσω συνανάπτυξης (concrescence).[33] Μια πραγματική οντότητα αποτελείται από μικρότατα στοιχεία και υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές, χαρακτηρίζεται δηλ. από ατομισμό και συνέχεια· είναι ένα συνεχές πεδίο, όχι αυτόνομο αλλά διαπλεγμένο με άλλες πραγματικές οντότητες. Κάθε οντότητα είναι συστατικό άλλων οντοτήτων. Στη σύγχρονη φυσική επιστήμη γνωρίζουμε μόρια, άτομα, πρωτόνια, ηλεκτρόνια και ενεργειακά κβάντα που σχηματίζουν δομές και συνδέονται σε διαδικασίες. Η φύση δεν αποτελείται από πράγματα ή χωριστά σωματίδια ύλης· η ιδέα των πραγμάτων είναι ήδη μια αφαίρεση. Τα πράγματα είναι παθητικές, παράγωγες, δευτερεύουσες εμφάνειες που προκύπτουν από την επανάληψη των υποκείμενων διαδικασιών. Αλλά η φύση είναι μια διαρκώς ενεργή διαδικασία οργανικά συνδεδεμένων στοιχείων. Ένας σύνθετος οργανισμός είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του και δεν μπορεί να προκύψει μηχανιστικά από τη συσσώρευση πραγμάτων. Η λειτουργική αρχή μιας μηχανής δεν καθορίζεται από τα μέρη της, και τα τυπωμένα γράμματα, που αποτελούνται από εικονοστοιχεία (pixels), αποκτούν σκοπό μόνο όταν τους αποδίδεται σημασία.[34]

Οντολογικά, η μεταφυσική του Γουάιτχεντ θεωρείται μονιστική.[35] Η φύση είναι το σύνολο που καλύπτει τα πάντα, που βασίζεται στην ενιαία θεμελιώδη αρχή των πραγματικών περιστατικών. Ταυτόχρονα, οι άπειρες δυνατότητες αλληλεπίδρασης πραγματικών περιστατικών καταλήγουν σε έναν ανοιχτό πλουραλισμό. Ο Γουάιτχεντ κατάργησε την ιδέα που κυριάρχησε από τον Ντεκάρτ και εξής για διχοτόμηση της φύσης σε σώμα και νου, παραχωρώντας στις συγκεκριμένες πραγματικές οντότητες έναν σωματικό πόλο του βιώματος και έναν νοητικό πόλο της επιθυμίας, της επιδίωξης (ΔΠ 141). Ο σωματικός πόλος είναι συγκεκριμένος και περιορισμένος· ο νοητικός πόλος είναι απόλυτος και περιεκτικός. Ο σωματικός πόλος καθορίζεται αιτιακά από προσδιορισμούς άλλων γεγονότων· ο νοητικός πόλος αυτοπροσδιορίζεται μέσω της «αποτίμησης» (valuation) και της «μεταλλαγής» (transmutation). Και οι δύο δρουν σε αισθήματα που κυμαίνονται από στοιχειώδεις ατομικές σωματικές αισθήσεις έως στοχαστική επίγνωση και κρίσεις. Ο νοητικός πόλος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη συνείδηση. Μάλλον, η διάκριση νοητική/σωματική αναφέρεται σε δύο όψεις της πραγματικότητας, «τις οποίες θα μπορούσε κανείς να ονομάσει επίσης πτυχή της ανανέωσης και πτυχή διατήρησης».[36] Τα πάντα στη φύση περιέχουν μια επιδίωξη, μια δημιουργική δυναμική. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει πλέον νόημα να γίνεται διάκριση μεταξύ έμψυχου και άψυχου κόσμου. Για τον Γουάιτχεντ, σε κάθε σχήμα, σε κάθε οργανωμένη δομή, είτε είναι ανόργανη είτε οργανική, αποδίδεται ένα υποκειμενικό, διαδικαστικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, κάθε υποκειμενικότητα είναι μέρος της φύσης.

«Σε κάθε συγκεκριμενοποίηση υπάρχει μια διττή όψη της δημιουργικής ορμής. Στη μία όψη υπάρχει η προέλευση απλών αιτιωδών αισθημάτων· στην άλλη όψη υπάρχει η προέλευση νοητικών αισθημάτων» (ΔΠ 505).

Έτσι, «όραμα, επιθυμία και σωματική απόλαυση έχουν ισότιμες αξιώσεις σε προτεραιότητα στη δημιουργία» (ΔΠ 707). Για τον Γουάιτχεντ η φύση δεν είναι διχασμένη, αλλά περιέχει διαφορετικές κατηγοριακές πτυχές. Κατανοώντας έτσι τα πράγματα, δεν τίθεται ζήτημα διχασμού υποκειμένου και αντικειμένου, ούτε σώματος και ψυχής. Γιατί «ανήκει στη φύση καθενός 'είναι' το να αποτελεί δυναμικό για κάθε 'γίγνεσθαι'» (ΔΠ 140). Το αν μια πραγματική οντότητα είναι υποκείμενο ή αντικείμενο εξαρτάται από την προοπτική, που μπορεί για κάθε οντότητα να είναι είτε εσωτερική (υποκείμενο) είτε εξωτερική (αντικείμενο). Οι πραγματικές οντότητες είναι διαρκώς εκτεθειμένες σε ανταλλαγές και επομένως καθορίζουν άλλες πραγματικές οντότητες και καθορίζονται από άλλες πραγματικές οντότητες.

Από την εξωτερική προοπτική, η άσκηση επιρροής αντιστοιχεί στη φυσική αιτιότητα. Ο Γουάιτχεντ ασκεί κριτική στο επιχείρημα του Χιούμ ότι η αιτιότητα δεν μπορεί να παρατηρηθεί και ότι την υποθέτουμε μόνο από συνήθεια, μετά από επανειλημμένες σχετικές εμπειρίες. Κατά τη γνώμη του, ο Χιούμ ασχολείται με την αποτελεσματικότητα μόνο σε ένα τρόπο αντίληψης, την παραστασιακή αμεσότητα (βλ. πιο κάτω), και παραβλέπει την αιτιακά αποτελεσματική, αλλά συχνά μόνο ασυνείδητη, αντίληψη. Αντί του παραδείγματος με τις μπάλες του μπιλιάρδου του Χιουμ, ο Γουάιτχεντ επικαλείται το βίωμα όπου κάποιος τρεμοπαίζει ακούσια τα μάτια του όταν εκτίθεται ξαφνικά σε αναλαμπή φωτός. Εδώ συνειδητοποιεί κανείς αμέσως την αιτιότητα. «Το ξέρω γιατί το ένιωσα» (ΔΠ 386), θα πει κανείς αν τον ρωτήσουν. Η επίγνωση της χρονικής ακολουθίας στην οποία αναφέρεται ο Χιούμ δεν είναι παρά αποτέλεσμα της εμπειρίας.

Η μεταβίβαση της αιτιώδους αποτελεσματικότητας στην εσωτερική δομή μιας πραγματικής οντότητας πραγματοποιείται μέσω της «εννόησης» (prehension) ή του «αισθήματος» (feeling). Η επίδραση του περιβάλλοντος οδηγεί σε μια εσωτερική, εμμενή αιτιότητα. Η μπάλα του μπιλιάρδου που χτυπιέται «νιώθει» την ενέργεια που επενεργεί πάνω της και αρχίζει να κυλάει. Τα αισθήματα περιλαμβάνουν τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές πτυχές ενός γεγονότος. Η εμπειρία δεν είναι απλώς εμπειρία από κάτι, αλλά πάντα και εμπειρία για κάτι. Η αντίδραση των υποκειμένων είναι φυσικά καθορισμένη, αλλά το υποκείμενο έχει υποκειμενικά τη δυνητικότητα. Ένας συμπαγής τοίχος δεν κινείται λόγω μιας μπάλας μπιλιάρδου. Η έκταση της δυνητικότητας εξαρτάται από τη συνθετότητα του πραγματικού περιστατικού. Έτσι προκύπτουν ανώτερες μορφές αντίληψης (βλ. πιο κάτω) στο επίπεδο της ζωής. Οι μορφές με τη μεγαλύτερη συνθετότητα, που αναπτύσσουν και συνείδηση, είναι τα θηλαστικά.

Με την έννοια της δυνητικότητας ο Γουάιτχεντ εκφράζει τη σκέψη ότι κάθε υποκείμενο έχει αναφορές όχι μόνο στο παρελθόν (αιτιότητα), αλλά και στο μέλλον (τελικότητα). Ακόμα και υπό προϋποθέσεις, η υποκειμενική πλευρά μιας πραγματικής οντότητας περιέχει στοιχεία δημιουργικότητας που μεταφράζονται σε αυθορμητισμό και ελευθερία. Οι οργανισμοί έχουν τη δική τους δυναμική, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την εξωτερική αιτιότητα. Πρέπει να έχουν κάποιο προσανατολισμό, διαφορετικά δεν είναι δυνατό να προκύπτουν εύτακτες δομές.[37] Ο Γουάιτχεντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε υποκείμενο, λόγω των δυνατοτήτων του, περιέχει ένα τελικό αίτιο βάσει του οποίου αυτοοργανώνεται και αναδημιουργεί τον εαυτό του με τη διαδικασία της «συγκεκριμενοποίησης» μέσω συνανάπτυξης (concrescence). Σε σχέση με το αυτοδημιουργικό της στοιχείο, κάθε πραγματική οντότητα «πληρ[οί] τον ορισμό της υποστάσεως [=ουσίας] του Σπινόζα, που είναι causa sui, [δηλ.] η διαδικασία συγκεκριμενοποίησης είναι ο ίδιος της ο λόγος για την απόφαση αναφορικά με την ποιοτική επένδυση αισθημάτων. Είναι τελικώς υπεύθυνη για την απόφαση μέσω της οποίας οιοσδήποτε δελεασμός για το αίσθημα εισέρχεται σε δραστικότητα. Η ενύπαρκτη ελευθερία στο σύμπαν συνίσταται από αυτό το στοιχείο αυτο-αιτιότητας» (ΔΠ 221). Οι υποκειμενικοί στόχοι, όπως οι αξίες και οι προθέσεις, συμμετέχουν στη διαδικασία ως τελικά αίτια, αλλά ταυτόχρονα καθορίζονται από αυτήν. Κατά την επίδραση προς τα έξω, προστίθεται στις αιτιώδεις σχέσεις ως δραστική αρχή το εσωτερικό τελικό αίτιο, με αποτέλεσμα η αιτιότητα να μην είναι ο μοναδικός παράγοντας εξωτερικού καθορισμού των γεγονότων. Στην υποκειμενική προοπτική, ωστόσο, ο άνθρωπος καθορίζεται από όλα τα γεγονότα του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων των αναστοχασμών και των αξιολογήσεων των εξωτερικών ερεθισμάτων. Από αυτή την άποψη μπόρεσε ο Γουάιτχεντ να υποστηρίξει ότι «Η συγκεκριμενοποίηση κάθε μεμονωμένης πραγματικής οντότητας είναι εσωτερικά καθορισμένη και εξωτερικά ελεύθερη» (ΔΠ 108). Ο εσωτερικός καθορισμός περιλαμβάνει επίσης την ικανότητα λήψης αποφάσεων σχετικά με το πώς πραγματώνεται μια δυνατότητα. [38] Συμπερασματικά, «[...] μια πραγματική οντότητα έχει τριπλό χαρακτήρα: (i) έχει τον χαρακτήρα δεδομένου γι' αυτό από το παρελθόν· (ii) έχει τον υποκειμενικό χαρακτήρα τον σκοπούμενο στη διαδικασία σύμφυσής της· (iii) έχει τον υπερκειμενικό χαρακτήρα, που είναι η πρακτική αξία της ειδικής πλήρωσής της η οποία εξουσιοδοτεί την υπερβατική δημιουργικότητα» (ΔΠ 220).

Η δημιουργικότητα, δηλ. η εγγενής στις διαδικασίες επιδίωξη, η ιδιοδυναμική των πραγματικών γεγονότων, είναι η αιτία της εξέλιξης κατά τον Γουάιτχεντ.

«Ο κόσμος είναι αυτοδημιουργία· και η πραγματική οντότητα ως αυτοδημιουργικό δημιούργημα περνά στην αθάνατη λειτουργία της ως συνδημιουργός του υπερβατικού κόσμου. Στην αυτοδημιουργία της η πραγματική οντότητα καθοδηγείται από το ιδεώδες περί του εαυτού της ως ατομικής πλήρωσης και ως υπερβατικού δημιουργού. Η απόλαυση αυτού του ιδεώδους είναι η 'υποκειμενική επιδίωξη', λόγω της οποίας η πραγματική οντότητα είναι μια καθορισμένη διαδικασία» (ΔΠ 215).

Η Θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου είναι μηχανιστική, όπως και η παραδοσιακή φυσική. Δεν υπάρχει δημιουργικότητα μέσα της,[39] και γι' αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει πώς επέρχεται η πρόοδος.[40] Σύμφωνα με τον Γουάιτχεντ, η εξέλιξη δεν είναι απλώς διαδικασία επιλογής, ένας αμυντικός αγώνας για επιβίωση, αλλά μια ενεργή προσπάθεια για μια υψηλότερη ένταση αυτοπραγμάτωσης, για υπέρβαση του εαυτού. 'Ενταση είναι σε αυτή την περίπτωση ο βαθμός αντίθεσης και πολυπλοκότητας. Οι οργανισμοί έχουν μια ορισμένη απροσδιοριστία στην αντίδρασή τους προς εξωτερικά ερεθίσματα. Όσο και αν τα πράγματα συγκεκριμενοποιούνται, υπάρχει πάντα κάτι που υπολείπεται για να ληφθεί μια απόφαση. «[...] η τελική απόφαση του άμεσου υποκειμένου-υπερκειμένου, που συνιστά την έσχατη τροποποίηση της υποκειμενικής επιδίωξης, είναι το θεμέλιο της εμπειρίας μας της υπευθυνότητας, της έγκρισης ή αποδοκιμασίας, της αυτοαποδοχής ή αυτοαπόρριψης, της ελευθερίας, της έμφασης» (ΔΠ 144).

Όσο μεγαλύτερη είναι η πολυπλοκότητα των οργανισμών, τόσο μεγαλύτερη είναι η δυνατότητα απόφασης. Η εισρόφηση παρατηρείται ήδη σε μονοκύτταρους οργανισμούς ή βακτήρια. Συμπεριφορές που αποβλέπουν στην αυτοσυντήρηση παρατηρούνται σε ζώα, ακόμα και σε φυτά. Σε υψηλότερες βαθμίδες, και ειδικά για τα όντα με συνείδηση, αυτό τα οδηγεί στο να έχουν την ελευθερία να λαμβάνουν αποφάσεις. Αυτή η θέση συνάδει με τη θεωρία των δυναμικών συστημάτων στη σύγχρονη βιολογία συστημάτων, σύμφωνα με την οποία «για πολλές ζωντανές διαδικασίες υπάρχουν στην πραγματικότητα πολλοί δυνατοί δρόμοι, μεταξύ των οποίων μπορούν να επιλέξουν».[41] Μια θεωρία τέτοιων αποφάσεων είναι, σύμφωνα με τον John B. Cobb, η «γενετική αφομοίωση», το λεγόμενο «φαινόμενο Baldwin», σύμφωνα με το οποίο προσαρμογές στον ζωικό κόσμο που βασίζονται στη συμπεριφορά οδηγούν σε διαφορετικούς φαινότυπους. Η επιλογή σε αυτή την περίπτωση δεν βασίζεται σε τυχαία γενετική μετάλλαξη, αλλά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι έχει έναν υποκειμενικό σκοπό.[42] «Η ζωή είναι μια αναζήτηση ελευθερίας» (ΔΠ 250). Από την άλλη πλευρά, η δημιουργική ελευθερία εισάγει επίσης την πιθανότητα σφάλματος, η οποία είναι γνώρισμα των ανώτερος οργανισμών και οδηγός ανέλιξης (ΔΠ 374).

«Η τέχνη της προόδου είναι να συντηρεί τάξη εν μέσω της αλλαγής, και να συντηρεί την αλλαγή εν μέσω τάξης. Η ζωή αρνείται να ταριχευθεί ζωντανή». (ΔΠ 689)
«Κάθε πραγματική οντότητα κατέχει μόνο τόση ελευθερία όση είναι εγγενής στο πρωταρχικό στάδιο το 'δεδομένο' από τη σκοπιά της σχετικότητάς της προς το πραγματικό της σύμπαν. Ελευθερία, δεδομενικότητα, δυνητικότητα, είναι έννοιες οι οποίες προϋποθέτουν η μία την άλλη και περιορίζουν η μία την άλλη» (ΔΠ 305).

Η τάξη είναι μια θεμελιώδης έννοια που εφαρμόζεται σε αντικειμενοποιημένα δεδομένα για ατομικές πραγματικές οντότητες. Η τάξη προϋποθέται τη «δεδομενικότητα» (ΔΠ 211) και προκύπτει μέσα από την επίτευξη του υποκειμενικού στόχου των πραγματικών περιστατικών. «Καμία πραγματική οντότητα δεν μπορεί να αναδυθεί πέραν αυτού που ο πραγματικός κόσμος ως δεδομένο για την οπτική της γωνία - ο πραγματικός της κόσμος - της επιτρέπει να είναι» (ΔΠ 211). Αυτή είναι η οντολογική αρχή που καθορίζει την τάξη της φύσης. Χωρίς τάξη ο κόσμος θα ήταν αδόμητος και αντιφατικός, δεν θα υπήρχε υλικό σύμπαν και επομένως ζωή. Ο βαθμός τάξης μπορεί να περιγραφεί ως ένταση. Η «τάξη της φύσης» είναι η τάξη που επικρατεί στην περιοχή του πραγματικού σύμπαντος που είναι προσβάσιμη στους ανθρώπους μέσω της παρατήρησης (ΔΠ 222-223).

Τάξη επικρατεί και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των πραγματικών οντοτήτων. Στο Διαδικασία και Πραγματικότητα, ο Γουάιτχεντ ανέπτυξε μια ιεραρχία ομαδοποιήσεων πραγματικών γεγονότων για να περιγράψει μείζονες (μακροκοσμικές) δομές, οι οποίες καθορίζονται από ολοένα και πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (defining characteristics). Όσο πιο συγκεκριμένα είναι τα χαρακτηριστικά, τόσο μεγαλύτερη είναι η ένταση της τάξης. Για να περιγράψει τις ομαδοποιήσεις μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων, ο Γουάιτχεντ χρησιμοποίησε τον όρο «κοινωνία». Μια κοινωνία είναι ένας αυτοστήρικτος δεσμός πραγματικών οντοτήτων, δηλ. ένας δεσμός που στηρίζει τον εαυτό του στη δική του θεμελιακή τάξη. Αυτό σημαίνει ότι μια κοινωνία είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών της (ΔΠ 223). Οι κοινωνίες έχουν το δικό τους προσδιοριστικό γνώρισμα, ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό παρόμοιο με την «ουσιώδη μορφή» του Αριστοτέλη, που καθορίζει ποια πραγματικά γεγονότα τους ανήκουν. Ακόμη και τα πιο μικρά φυσικά αντικείμενα, όπως τα πρωτόνια, είναι ένα διατεταγμένο πλέγμα μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων, δηλ. μια κοινωνία. Το προσδιοριστικό τάξης μιας κοινωνίας προέρχεται από τις κοινές πληροφορίες των επιμέρους στοιχείων, η συνοχή και η αναπαραγωγή των οποίων προκύπτει από σχετικά θετικά αισθήματα (εννοήσεις, prehensions) (ΔΠ 121). Οι κοινωνίες περιέχουν «έναν αδιάκοπο μετασχηματισμό δικτύων διυποκειμενικότητας».[43] Μέσω του στοιχείου τάξης τους σχηματίζουν το περιβάλλον για καθένα από τα επιμέρους στοιχεία τους. Οι πιο περίπλοκες κοινωνίες έχουν πολλούς συνυφασμένους κλάδους μορφών που «κληροδοτούν» κατά τη διαδικασία της ανάδυσης και της αποσύνθεσης. Η κληρονομικότητα και η διασύνδεση οδηγούν σε μια χωροχρονική σταθερότητα της κοινωνίας. Η διαδικασία του γίγνεσθαι και η ανάδυση του νέου σημαίνει επίσης ότι οι φυσικοί νόμοι εμφανίζονται καθώς αναπτύσσεται η τάξη.[44]

Οι κοινωνίες μπορεί να είναι δομημένες εάν περιέχουν ιεραρχικές σχέσεις. Ένα μόριο είναι μια δομημένη κοινωνία δευτερεύουσας τάξης μέσα σε ένα έμβιο κύτταρο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ορισμένες ιδιότητες που είναι ανεξάρτητες από το περιβάλλον του κυττάρου αλλά χαρακτηριστικές για τη συμπερίληψη σε αυτό το κύτταρο. Μέσα σε ένα κύτταρο υπάρχει όμως και ένας «κενός χώρος» μεταξύ μορίων που δεν έχει δικά του χαρακτηριστικά και επομένως δεν είναι κοινωνία, αλλά απλός δεσμός, ένας δευτερεύων δεσμός. «Οι κρύσταλλοι είναι δομημένες κοινωνίες. Τα αέρια όμως δεν είναι δομημένες κοινωνίες κατά οιαδήποτε σημαντική έννοια του όρου» (ΔΠ 242). Η ανώτατη βαθμίδα της αλυσίδας των συνδεδεμένων κοινωνιών είναι το σύνολο όλων των πραγματικών περιστατικών. Μέσα από την αναγνώριση ολοένα και περισσότερων και ειδικότερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων αναδεικνύεται μια ιεραρχική τάξη της φύσης, για την οποία ο Γουάιτχεντ διακρίνει τις ακόλουθες κοινωνικές βαθμίδες (ΔΠ 236-252):

  • Χωρίς ειδική τάξη, ο φυσικός κόσμος είναι ένα «εκτατικό συνεχές», μια καθαρή έκταση, δηλ. μια ολότητα όλων των μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων, των οποίων το χαρακτηριστικό είναι μια αχανής σχεσιακότητα. Το στοιχείο της αοριστίας της από τη δική μας οπτική οφείλεται στο ότι στο «εκτατικό συνεχές» ανήκουν και άλλες εποχές εκτός από την παροντική, ενώ η προσέγγισή του γίνεται αναγκαστικά από την παροντική. Οι ιδιότητες του εκτατικού συνεχούς είναι αυτές ενός πλαισίου νοήματος και η αντίθεση του όλου και του μέρους. Το είδος της επιστήμης που αντιστοιχεί στην κοινωνία της καθαρής έκτασης είναι η μεταφυσική.
  • Στο επόμενο επίπεδο, μέσω λογικής ανάλυσης και άμεσης παρατήρησης (inspectio), αναγνωρίζεται ως χωροχρονικά δεδομένη μια «γεωμετρική κοινωνία», την οποία χαρακτηρίζουν οι μετρικές σχέσεις ως θεμελιώδης σχεσιακότητα στο σύμπαν. Με βάση αυτές τις μετρικές σχέσεις μπορούν να οριστούν εναλλακτικοί και ανταγωνιστικοί «τόποι» ή «οικογένειες» ευθειών γραμμών. Η αντίστοιχη επιστήμη είναι η γεωμετρία, όπου δεν υπάρχει διάκριση σε υπέρτερη ή κατώτερη μεταξύ των διαφορετικών γεωμετριών (ευκλείδεια, ελλειπτική, προβολική, υπερβολική).
  • Μέσα στη γεωμετρική κοινωνία περιέχεται η «ηλεκτρομαγνητική κοινωνία», η οποία καθορίζεται από ένα πρόσθετο σύνολο φυσικών σχέσεων υπέρ μίας «οικογένειας» ευθειών γραμμών βάσει ενός συστηματικού νόμου που εκφράζεται με όρους της γεωμετρίας. Η φυσική και η χημεία είναι οι επιστήμες που ασχολούνται με το επίπεδο της «ηλεκτρομαγνητικής κοινωνίας» και χρεώνονται τις επαναστατικές ανακαλύψεις στη δομή της ύλης, υπό την εντύπωση των οποίων κατέληξε ο Γουάιτχεντ στη διαδικαστική του φιλοσοφία.
  • Οι ειδικότερες, πιο πολύπλοκα δομημένες κοινωνίες είναι οι «έμβιες κοινωνίες». Αυτές μελετώνται από τη βιολογία. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναπτύσσουν αντιδράσεις αυτοσυντήρησης. Εάν μια κοινωνία περιέχει επιθυμίες ή υποκειμενικές επιδιώξεις ως νοητικές συλλήψεις που προσλαμβάνουν τα καινοτόμα στοιχεία του περιβάλλοντος με στόχο την αυτοσυντήρηση, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για «ζωή». «Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι αντίδραση προσαρμοσμένη στη σύλληψη της έντασης κάτω από μια μεγάλη ποικιλία περιστάσεων» (ΔΠ 252). Μια «έμβια» κοινωνία περιλαμβάνει πάντα κάποια «έμβια περιστατικά», όπου στη διάκριση «έμβιων» και «μη έμβιων» ή «ανόργανων» κοινωνιών δεν υπάρχει κάποιο απόλυτο χάσμα αλλά απλή διαβάθμιση περισσότερης ή λιγότερης «ζωής» (ΔΠ 247).
  • Σε ακόμα ειδικότερη βαθμία κοινωνιών κατατάσσει ο Γουάιτχεντ ό,τι αποτελεί αντικείμενο της αναπτυσσόμενης στην εποχή του «ψυχολογικής φυσιολογίας», δηλ. της ψυχολογίας.

Κοινωνική τάξη και προσωπική τάξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουάιτχεντ υποστήριξε ότι «κάθε κοινωνία απαιτεί ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον» (ΔΠ 243), «ένα κοινωνικό υπόβαθρο, του οποίου η ίδια αποτελεί μέρος» (ΔΠ 225), και ότι μόνο μέσω της ενσωμάτωσης στο περιβάλλον μπορούν να σχηματιστούν δομές τάξης. Το περιβάλλον καθορίζει τη σταθερότητα και τη διάρκεια ζωής μιας κοινωνίας, την οποία πρέπει μονίμως να σκεπτόμαστει ως διάρκεια. «[…] το ευνοϊκό υπόβαθρο ενός ευρύτερου περιβάλλοντος είτε παρακμάζει το ίδιο, είτε παύει να ευνοεί τη συντήρηση της κοινωνίας μετά από κάποιο στάδιο ανάπτυξης: η κοινωνία τότε παύει να αναπαράγει τα μέλη της, και τελικά ύστερα από ένα στάδιο παρακμής παύει να υπάρχει» (ΔΠ 226), Ο Γουάιτχεντ διέκρινε μεταξύ κοινωνιών που απολαμβάνουν «κοινωνική τάξη» και εκείνων που απολαμβάνουν «προσωπική τάξη» (ΔΠ 120-121). Ένας δεσμός απολαμβάνει κοινωνική τάξη όταν υπάρχει ένα κοινό τυπικό στοιχείο που ενυπάρχει σε καθεμιά από τις μεμονωμένες πραγματικές του οντότητες, μια ενοποιητική χαρακτηριστική άυλη αρχή, μέσω της οποίας ο δεσμός ή η κοινωνία που σχηματίζεται ξεχωρίζει από άλλους δεσμούς ή κοινωνίες. Ένα τέτοιο μορφικό στοιχείο προκύπτει όταν ένα ή περισσότερα μέλη ενός δεσμού περικλείουν ένα απλό ή σύνθετο αιώνιο αντικείμενο που αναπαράγεται (κληροδοτείται) μέσα στον δεσμό.

Η προσωπική τάξη γεφυρώνει τη διαδικαστική σκέψη του Γουάιτχεντ με τη γενική ιδέα περί πραγμάτων στην εμπειρία. Μια προσωπική τάξη είναι μια κοινωνία που σχηματίζει ένα διηνεκές αντικείμενο (enduring object) ή δημιούργημα. «Διηνεκές» σημαίνει ότι τα στοιχεία της κοινωνίας είναι τακτοποιημένα και συνδεδεμένα «γραμμικά» στην ανάπτυξή τους, στη «γενετική τους συγγένεια». Η βιωσιμότητα δεν οφείλεται στις μεμονωμένες πραγματικές οντότητες, οι οποίες γεννιούνται και χάνονται όπως όλες οι πραγματικές οντότητες στο αέναο γίγνεσθαι, αλλά στις κοινωνίες. Ένα διηνεκές αντικείμενο είναι επομένως μια συνεχής αλληλουχία πραγματικών οντοτήτων ή δεσμών με κοινωνική τάξη που είναι τόσο σταθεή, ώστε υπό το κράτος αυτής της αλληλουχίας οι οντότητες ή οι δεσμοί μπορούν να μεταφέρουν τις μορφικές ιδιότητες στην κοινωνία στην οποία εισέρχονται. Ο Γουάιτχεντ μίλησε για «κληροδότηση» σε μια αναβίωση (re-enaction). Αν και αυτός ο ορισμός είναι συνεπής με τον όρο «πρόσωπο», ο Γουάιτχεντ απέφυγε να τον χρησιμοποιήσει επειδή προσωπική τάξη υπάρχει και σε ανόργανες οντότητες, όπως μια πέτρα. Στην προσωπική τάξη λαμβάνει χώρα η σύνδεση μεταξύ του ατομισμού των μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων και της συνέχειας που προκύπτει από τη σύνδεση στην ακολουθία των ατομικών μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων. Η βασική δομή του σύμπαντος έχει ατομικό χαρακτήρα και η συνέχεια των διεργασιών έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του χώρου και του χρόνου ως φαινομενικών συνεχειών είναι απλώς παράγωγη.[45] Το σύμπαν έχει μια μη αναστρέψιμη ιστορία, η οποία παρουσιάζεται ως γραμμές συνέχειας μεμονομένων πραγματικών οντοτήτων, ως σωματικές κοινωνίες (corpuscular entities).

Ως «ζωή», ο Γουάιτχεντ χαρακτήρισε μια ιστορική διαδρομή πραγματικών οντοτήτων που συγκροτούνται σε σημαντικό βαθμό η μία από την κληρονομιά της άλλης. Η ανάδυση της ζωής είναι μια εξελικτική διαδικασία κατά την οποία η αλληλεπίδραση μιας κοινωνίας με το περιβάλλον της έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Γουάιτχεντ έκανε διάκριση μεταξύ «εξειδικευμένων κοινωνιών» και «μη εξειδικευμένων κοινωνιών» (ΔΠ 243-244). Οι εξειδικευμένες κοινωνίες είναι καλά προσαρμοσμένες στο περιβάλλον και «σταθεροποιημένες», ενώ οι μη εξειδικευμένες κοινωνίες είναι απλούστερες, με λιγότερη «πολυπλοκότητα». Ο δεσμός τους έχει λιγότερη ένταση. Ταυτόχρονα, είναι πιο ευέλικτες και έχουν περισσότερες πιθανότητες να κληροδοτήσουν τα στοιχεία που τις συγκροτούν σε περίπτωση μεγάλων αλλαγών στο περιβάλλον. Προκειμένου να αναδυθεί η ζωή, απαιτούνται κοινωνίες που να είναι τόσο πολύπλοκες ώστε να είναι σταθερές και αρκετά ευέλικτες ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές αλλαγές.

Οι κοινωνίες που ολοκληρώνουν τη μετάβαση στη ζωή έχουν υψηλή ικανότητα να ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές συνθήκες, καθώς και υψηλό βαθμό συνοχής. Αυτό τις ξεχωρίζει από άκαμπτα δομημένες κοινωνίες, όπως οι πέτρες ή οι κρύσταλλοι. Σε ένα ζωντανό ον, η κίνηση υποστηρίζεται και φέρεται από ολόκληρο το σύστημα, ενώ σε μια μηχανή, π.χ. σε ένα ρομπότ, μέρη του συστήματος παραμένουν άκαμπτα και μετακινούνται από μια μονάδα δίσκου. Τα εξαρτήματα μιας μηχανής είναι δομικά στοιχεία χωριστά το ένα από το άλλο. Το βιολογικό σύστημα, από την άλλη, έχει τη δική του ολιστική συστηματικότητα.[46] Οι ζωντανές κοινωνίες έχουν επίσης έντονη επιθυμία να ανταποκριθούν και να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις. Επιθυμία σημαίνει ότι μια κοινωνία δεν καθορίζεται μόνο αιτιακά από το περιβάλλον. Έχει αρκετή ένταση αισθήσεων. Η ζωή περιλαμβάνει την ενίσχυση του νοητικού πόλου πέρα από την απλή αναπαραγωγή. Εκτός από την κληρονομικότητα, η ζωή περιέχει πάντα αυθορμητισμό. Περιλαμβάνει αυτοσυντήρηση, ενεργή δημιουργικότητα και κυνήγι στόχων.[47] «Μια «έμβια κοινωνία» περιλαμβάνει πάντα κάποια «έμβια περιστατικά». Επομένως, μια κοινωνία μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο «έμβια» ανάλογα με το πόσο κυριαρχούν τα «έμβια περιστατικά», που σημαίνει ότι και η διάκριση μεταξύ «έμβιων» και «μη έμβιων» κοινωνιών δεν είναι απόλυτη (ΔΠ 247). Χαρακτηριστικό των έμβιων κοινωνιών είναι επίσης ότι πρέπει να καταφεύγουν σε άλλες έμβιες κοινωνίες για την αναπαραγωγή τους, για διατροφή και μεταβολισμό, ότι δηλ. χρειάζονται τροφή, και αυτό συχνά συνεπάγεται βία και καταστροφή άλλης ζωής, καθώς και δικαιολόγηση αυτής της συμπεριφοράς. «Έτσι, όλες οι κοινωνίες απαιτούν αλληλόδραση με το περιβάλλον· και στην περίπτωση των έμβιων κοινωνιών αυτή η αλληλόδραση παίρνει τη μορφή ληστείας» (ΔΠ 252).

Θεωρία της αντίληψης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουάιτχεντ βλέπει επίσης τους ανθρώπους ως συνέπεια διεργασιών στη φύση. «Η διαρκής προσωπικότητα είναι η ιστορική διαδρομή έμβιων περιστατικών που είναι χωριστά το καθένα κυρίαρχα στο σώμα σε διαδοχικές στιγμές» (ΔΠ 279). Οι άνθρωποι είναι μια ακολουθία εξαιρετικά πολύπλοκων κοινωνιών που αποτελούνται από έναν μεγάλο αριθμό εξίσου πολύπλοκων, ιεραρχικά διατεταγμένων κοινωνιών. Αυτά είναι τα όργανα, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνται από κύτταρα, μόρια και άτομα, καθώς και τα υποσυστήματα της αναπνοής, της πέψης ή της κυκλοφορίας του αίματος και επίσης νοητικές διεργασίες. Ο ανθρώπινος οργανισμός διαφέρει από τις δομές των ζώων και τις ανόργανες δομές μόνο ως προς τον βαθμό πολυπλοκότητας.

«Στον πραγματικό κόσμο διακρίνουμε τέσσερις βαθμίδες πραγματικών περιστατικών, βαθμίδες οι οποίες δεν πρέπει να διακρίνονται κατ' απόλυτο τρόπο η μία από την άλλη. Πρώτη, και κατώτερη, είναι τα πραγματικά περιστατικά στον λεγόμενο 'κενό χώρο'· δεύτερη είναι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν στιγμές στη βιογραφική ιστορία των διηνεκών μη έμβιων αντικειμένων, όπως ηλεκτρονίων και άλλων πρωτόγονων οργανισμών· τρίτη είναι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν στιγμές στη βιογραφική ιστορία διηνεκών έμβιων αντικειμένων· τέταρτη είναι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν στιγμές στη βιογραφική ιστορία διηνεκών αντικειμένων με συνειδητή επίγνωση» (ΔΠ 391).

Όσο πιο πολύπλοκος αναπτύσσεται ένας οργανισμός, τόσο ισχυρότερη είναι η επιρροή του νοητικού του πόλου. Η θεωρία της αντίληψης εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια των πραγματικών περιστατικών. Η διαδικασία συγκεκριμενοποίησης είναι διαιρέσιμη, από γενετική σκοπιά, σε μια αλληλουχία, μια λογική δομή που δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει νοητή στο χώρο ή στο χρόνο. Η αντίληψη, συμπεριλαμβανομένου του συναισθήματος, καθορίζεται από πέντε παράγοντες (ΔΠ 469):

  1. το «υποκείμενο» που αισθάνεται
  2. τα «αρχικά δεδομένα» που δεν έχουν ακόμα αποκτήσει δομή
  3. η «απαλοιφή» δεδομένων μέσω αρνητικών εννοήσεων
  4. το «αντικειμενικό δεδομένο» που γίνεται αισθητό
  5. η «υποκειμενική μορφή», η οποία δομεί τα αντικειμενικά δεδομένα

Στη διαδικασία του αισθήματος επιδρούν οι κατηγορίες της υποκειμενικής αρμονίας και της υποκειμενικής έντασης, ενώ τα αισθήματα συνενώνονται για να σχηματίσουν μια υποκειμενική ενότητα (πρώτη κατηγορία δέσμευσης, ΔΠ 105) Η πορεία αυτής της απαρτίωσης κατευθύνεται προς τον υποκειμενικό στόχο. Την υποκειμενική μορφή καθορίζει το ποιοτικό πρότυπο και η εντασιακή ποσότητα (ΔΠ 492-493). Μέσα από τη συνεχή διαδικασία ανάδυσης πραγματικών μεμονωμένων οντοτήτων από άλλες πραγματικές μεμονωμένες οντότητες που συνδέονται μαζί τους προκύπτει μια κατευθυντικότητα, ένας «ανυσματικός χαρακτήρας» των αισθημάτων (ΔΠ 502). Αυτό σημαίνει ότι η αιτία περιέχεται στο αποτέλεσμα. «Αυτό το πέρασμα της αιτίας στο αποτέλεσμα είναι ο σωρευτικός χαρακτήρας του χρόνου. Η μη αναστρεψιμότητα του χρόνου εξαρτάται από αυτό τον χαρακτήρα» (ΔΠ 501-502).

Η διαδικασία της εννόησης είναι μια διαδικασία μεταλλαγής, την οποία ο Γουάιτχεντ σκεφτόταν με όρους φυσικών διεργασιών. «Η φυσική θεωρία των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, και του μετασχηματισμού από τη μία μορφή στην άλλη, εξαρτάται εντέλει από μεταβίβαση ρυθμιζόμενη από κάποια παραδειγματική έκφραση των Κατηγοριών της Μεταλλαγής και της Αναστροφής» (ΔΠ 535).

Για τον Γουάιτχεντ, η αντίληψη δεν είναι μια διαδικασία κατά την οποία ένας θεατής παρακολουθεί γεγονότα σε μια σκηνή όπως στο θέατρο. Αντίθετα, η αντίληψη είναι μια διαδικασία ανταλλαγής στη φύση, και αποτελεί τη βάση κάθε εμπειρίας. Εδώ ο Γουάιτχεντ ακολούθησε τον αγγλικό εμπειρισμό και τον Καντ. Η αντίληψη είναι «η ιδιοποίηση του δεδομένου από το υποκείμενο έτσι ώστε να μεταμορφώνει το δεδομένο σε ενότητα υποκειμενικού αισθήματος» (ΔΠ 395). «Βάση κάθε ρεαλιστικής φιλοσοφίας είναι ότι στην αντίληψη υπάρχει μια φανέρωση αντικειμενοποιημένων δεδομένων, τα οποία θεωρείται ότι έχουν μια κοινότητα με την άμεση εμπειρία για την οποία αποτελούν δεδομένα» (ΔΠ 205). Στη διαδικασία της αντίληψης, οι υπάρχουσες σχέσεις μετατρέπονται σε νέες σχέσεις. Το ατομικό αντιληπτικό γεγονός, η «σταγόνα αντίληψης», έχει τόσο υποκειμενική όσο και αντικειμενική όψη. Σε ένα αντιληπτικό γεγονός, κάποιος και κάτι μπαίνουν σε μια σχέση που γεννά ένα νέο πραγματικό γεγονός.

Σημείο εκκίνησης της αντίληψης είναι η «αιτιώδης αποτελεσματικότητα» (causal efficacy). Με αυτό τον όρο, ο Γουάιτχεντ χαρακτήρισε τη ροή δεδομένων που υποδέχεται ή την «κληρονόμηση» που λαμβάνει ο οργανισμός του σώματος. Τα αντανακλαστικά, όπως το να ανοιγοκλείνει κανείς τα μάτια σε ξαφνικό έντονο φως ή η ανάπτυξη της ρίζας ενός φυτού προς την κατεύθυνση του υγρού εδάφους, οφείλονται σε αιτιώδεις αποτελεσματικότητες. «Ο ακατέργαστος πρωτογενής χαρακτήρας της άμεσης αντίληψης είναι κληρονόμηση. Αυτό που κληρονομείται είναι αισθηματικός τόνος με μαρτυρία της προέλευσής του: με άλλα λόγια, ανυσματικός αισθηματικός τόνος» (ΔΠ 279). Μια αιτιώδης αντίληψη είναι προφανής και μπορεί να ελεγχθεί μόνο σε μικρό βαθμό. Στην αιτιώδη αντίληψη καταγράφονται οι σχέσεις και το συνεχές γίγνεσθαι του πραγματικού, εκτατικού χωροχρονικού κόσμου. Οι αντιλήψεις στο επίπεδο της αιτιώδους αποτελεσματικότητας είναι αρχικά αόριστες, ανεξέλεγκτες και γεμάτες έντονα συναισθήματα, με συνηθέστερο το δέος για τον κόσμο αιτιωδών ενεργειών που μας περιβάλλει (ΔΠ 388-389). Αναφέρονται στο παρελθόν, γιατί μόνο το παρελθόν μπορεί να είναι δεδομένο της εμπειρίας. Αντίστοιχα κατέταξε ο Γουάιτχεντ και τη μνήμη στην αιτιώδη αποτελεσματικότητα, επειδή βασίζεται στην αλληλουχία κάποιας ιστορικής διαδρομής, η οποία, όπως και η αιτιότητα, έχει την προέλευσή της στη σωματική αντίληψη. Η αντίληψη του ανόργανου κόσμου δεν υπερβαίνει την αιτιώδη αποτελεσματικότητα.

Το δεύτερο τρόπο αντίληψης, τον οποίο ο Γουάιτχεντ δέχθηκε ως χαρακτηριστικό των πιο εξελιγμένων ζωντανών οργανισμών, όπως ο άνθρωπος, τον ονόμασε «παραστασιακή αμεσότητα» (presentational immediacy). Οι εξελιγμένοι οργανισμοί δεν διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη «αίσθηση αιτιώδους επίγνωσης» αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό μια «ποικιλία της αισθητηριακής παράστασης», η οποία τους επιτρέπει να αποκτούν «ζωηρή ευκρίνεια» των επιστητών (ΔΠ 389) και να καταλήγουν στην «εκλεπτυσμένη αντίληψη[, που] είναι το 'αίσθημα του σύγχρονου κόσμου'». (ΔΠ 209). Τα επιστητά σε αυτό τον τρόπο αντίληψης «εν συγκρίσει, παρουσιάζονται διακριτά, καθορισμένα, ελέγξιμα, προσφερόμενα για άμεση απόλαυση και με ελάχιστη αναφορά στο παρελθόν ή στο μέλλον» (ΔΠ 393-394). Το επίκεντρο της παραστασιακής αμεσότητας είναι η χωρική πτυχή της αντίληψης. «Σε αυτόν τον 'τρόπο' ο σύγχρονός μας κόσμος εννοείται συνειδητά ως ένα συνεχές εκτατικών σχέσεων» (ΔΠ 171). Τα περιεχόμενά τους είναι κυρίως αισθητηριακά δεδομένα όπως χρώματα, σχήματα, η θέση του αντικειμένου της αντίληψης στον χώρο και η χωρική σχέση του προς το υποκείμενο της αντίληψης. Ο τρόπος της παραστασιακής αμεσότητας αντιστοιχεί στη θεωρία της αντίληψης του Ντεκάρτ, η οποία εστιάζει στην εκτατικότητα, η οποία δεν αντιλήφθηκε διόλου το επίπεδο της αιτιώδους αντίληψης και έτσι αναγκάστηκε να καταλήξει στον δυϊσμό της έκτασης και της νόησης (ΔΠ 284-235). Ομοίως ο Χιουμ, ο οποίος υποστήριξε ότι η αιτιότητα δεν είναι παρατηρήσιμη (ΔΠ 286). Ο τρόπος της παραστασιακής αμεσότητας είναι μια κατάσταση ύπαρξης ενός ατομικιστικού πραγματικού κόσμου ως επικαιρότητας. Ο Γουάιτχεντ παραθέτει τον Γουίλιαμ Τζέιμς (Μερικά προβλήματα της φιλοσοφίας): «Είτε η εμπειρία σου είναι χωρίς περιεχόμενο, χωρίς αλλαγή, είτε έχει ένα αισθητό ποσόν περιεχομένου ή άλλαγής. Η γνωριμία σου με την πραγματικότητα αυξάνει κυριολεκτικά με κόκκους ή σταγόνες αντίληψης. Θεωρητικά και με τη σκέψη μπορείς να τα διαιρέσεις αυτά σε συστατικά, αλλά ως άμεσα δεδομένα, έρχονται συνολικά ή καθόλου» (ΔΠ 184). Η διάκριση μεταξύ αιτιώδους αντίληψης και παραστασιακής αμεσότητας μπορεί να συγκριθεί και με την επιστημολογία του Ιωάννη Δουνς Σκώτου, ο οποίος διέκρινε την «αφηρημένη γνώση» (αισθητηριακά διαμεσολαβούμενη = αιτιώδης) και «διαισθητική γνώση» (άμεση αντίληψη).

Ο τρίτος αντιληπτικός τρόπος είναι η «συμβολική αναφορά», η οποία μεσολαβεί μεταξύ των δύο άλλων αρχικών τρόπων. Η συμβολική αναφορά είναι συστατική για την ανθρώπινη σκέψη. «Η εμπειρία μας είναι πολυεπίπεδη. Δεν είναι μόνο συμβολική, αλλά χωρίς συμβολισμό (π.χ. στη γλώσσα, στην τέχνη και την αρχιτεκτονική, στις κοινωνικές συνήθειες και τα έθιμα, στην επιστήμη και τη θρησκεία) ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αδιανόητος».[48] «[...] υπάρχει 'συμβολική αναφορά' μεταξύ δύο ειδών όταν η αντίληψη ενός μέλους τού ενός είδους φέρνει στον νου το σύστοιχό της στο άλλο είδος, και κατακλύζει αυτό το σύστοιχο με το μίγμα αισθημάτων, συγκινήσεων και παράγωγων πράξεων που ανήκουν σε οιοδήποτε από το ζεύγος των συστοίχων και τα οποία ενδυναμώνονται επίσης από αυτό τον συσχετισμό» (ΔΠ 397). Η συμβολική αναφορά είναι μια διαδικασία που συνθέτει ενεργά και ερμηνεύει συνεχώς, μια διαδικασία κατά την οποία σχηματίζεται μια κρίση δια της αντιστοίχισης ενός συμβόλου σε μια αντίληψη και η οποία είναι έτσι επιρρεπής σε λάθος. Μέσα από τη συμβολική αναφορά, στην οποία συμβάλλει η φαντασία και ο λόγος, το περιεχόμενο της αντίληψης λαμβάνει την υποκειμενική του μορφή. Η ένταση της συμβολικής αναφοράς εκτείνεται από το καθαρό σύμβολο, π.χ. τη λέξη «δάσος», μέχρι την αποδοσμένη σημασία, π.χ. την ανάμνηση εμπειριών σε ένα δάσος. Νόημα είναι αυτό που συνάγεται από ένα σύμβολο, όπως μπορεί να είναι και συναισθήματα. Για τον Γουάιτχεντ, σύνδεση με τη γλώσσα δεν υπάρχει. «Είναι ευκολότερο να μυρίσουμε θυμίαμα από το να προκαλέσουμε ορισμένα θρησκευτικά συναισθήματα· έτσι, αν τα δύο μπορούν να συσχετιστούν, το θυμίαμα είναι κατάλληλο σύμβολο για τέτοια συναισθήματα. Στην πραγματικότητα, για πολλούς σκοπούς, ορισμένες αισθητικές εμπειρίες που μπορούν εύκολα να παραχθούν γίνονται καλύτερα σύμβολα απ' ό,τι οι λέξεις, γραπτές ή εκφωνημένες» (ΔΠ 402).

Η προσωπική ταυτότητα προκύπτει από έναν ορισμένης μορφής δεσμό, μια σύνθετη διαρκή κοινωνία. Για τον Γουάιτχεντ, η συνείδηση είναι μια ιδιότητα του προσώπου.[49] Δεν είναι η ίδια η προθετικότητα, αλλά ένας «τρόπος» προθετικότητας.[50] «Η συνείδηση είναι αυτό που ανακύπτει σε κάποια διαδικασία σύνθεσης σωματικών και νοητικών ενεργημάτων» (ΔΠ 511). Δεν είναι αντικειμενική, δεν είναι ανεξάρτητη οντότητα, αλλά τρόπος εννόησης της πραγματικότητας.[51] Είναι μια δομή, ένα στοιχείο υποκειμενικής μορφής (ΔΠ 509), μια ειδική μορφή ψυχικών καταστάσεων που, όπως και τα σωματικά αισθήματα, είναι πραγματικές οντότητες. Αποτυπώνει μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας και αποκλείει άλλες διαδικασίες (ΔΠ 359-361). Η συνείδηση αναδύεται μόνο στα υψηλότερα επίπεδα εννόησης και πάντως όχι στον τρόπο της αιτιώδους αποτελεσματικότητας (ΔΠ 360). Μόνο η παραστασιακή αμεσότητα εισέρχεται στη συνείδηση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να επηρεάσει αυτόν τον τρόπο αντίληψης. Η συνείδηση είναι στοιχείο της υποκειμενικής μορφής πραγματικών οντοτήτων. Δεν είναι η βάση, η προϋπόθεση της εμπειρίας, όπως ήταν για τον Καντ, αλλά η εμπειρία, συμπεριλαμβανομένης και της αντίληψης, είναι προϋπόθεση της συνείδησης (ΔΠ 155). Οι διαδικασίες εννόησης δεν χρειάζεται να πραγματοποιούνται συνειδητά. Η συνειδητή αντίληψη απαιτεί τον τρόπο της συμβολικής αναφοράς. Μόνο παράγωγα, συμβολικά τροποποιημένα περιεχόμενα εισέρχονται στη διαυγή συνείδηση. Αυτά δεν χρειάζεται να αντιστοιχούν στα υποκείμενα θεμελιώδη γεγονότα. Αυτό που γίνεται αόριστα αντιληπτό, τα εσωτερικά περιεχόμενα της εμπειρίας, αγνοήθηκαν από τον Ντεκάρτ καθώς και από την αισθησιοκρατία. Η εμπειρία είναι κάτι περισσότερο από αυτό που καταγράφεται στη συνείδηση. Η σχέση μεταξύ του υποσυνείδητου και του συνειδητού είναι ασαφής. Εδώ ο Γουάιτχεντ συμφωνεί με τη διάκριση του Λάιμπνιτς μεταξύ αντιλήψεων (ασαφείς) και προσλήψεων (καθαρές). Η συνείδηση μπορεί να έχει διαφορετικές εντάσεις.

«Η συνείδηση τρεμοπαίζει· και ακόμη και στις λαμπρότερες στιγμές της υπάρχει μια μικρή εστιακή περιοχή διαύγειας και μια εκτεταμένη σκιώδης περιοχή εμπειρίας που μιλάει για εντατική εμπειρία σε αμυδρή εννόηση» (ΔΠ 557).

Το βασικό χαρακτηριστικό είναι «ότι δεν υπάρχει συνείδηση έξω απ'ο προτάσεις ως ένα στοιχείο στο αντικειμενικό δεδομένα» (ΔΠ 513). Η συνείδηση λοιπόν προϋποθέτει την είσοδο στη συμβολική αναφορά. Εκτός από τον συμβολισμό, η συνείδηση περιλαμβάνει μια αντίθεση στην αντίληψη μεταξύ του τι πραγματικά είναι και του τι θα μπορούσε να είναι ή τι δεν είναι (ΔΠ 512-513). Η αντίθεση δημιουργεί μια οριοθέτηση της ατομικής οντότητας που έχει γίνει συνειδητή. «Όταν οι αντιθέσεις και οι ταυτότητες τέτοιων αισθημάτων γίνονται οι ίδιες αισθητές, έχουμε συνείδηση» (ΔΠ 411).

«Ο θρίαμβος της συνείδησης έρχεται με την αρνητική ενορατική κρίση. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα συνειδητό αίσθημα του τι θα μπορούσε να υπάρχει, και δεν υπάρχει. Το αίσθημα αφορά άμεσα τις καθορισμένες αρνητικές εννοήσεις που απολαμβάνει το υποκείμενό του. Είναι το αίσθημα της απουσίας, και νιώθει αυτή την απουσία ως παραγόμενη από την καθορισμένη αποκλειστικότητα αυτού το οποίο είναι πραγματικά παρόν. Έτσι, η κατηγορηματικότητα της άρνησης, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συνείδησης, βρίσκεται εδώ στο αποκορύφωμά της» (ΔΠ 569).

Υποκείμενο – υπερκείμενο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουάιτχεντ υποστήριζε μια άποψη για την έννοια του υποκειμένου που παρέκκλινε από τα καθιερωμένα. Σύμφωνα με αυτή, το υποκείμενο δεν είναι ουσία που παραμένει σταθερή στην πορεία της βιωματικής διαδικασίας, αλλά η εσωτερική προοπτική μιας μεμονωμένης πραγματικής οντότητας που είναι βεβαίως η ίδια μια διαδικασία. Η παραδοσιακή φιλοσοφία προϋποθέτει ένα υποκείμενο ως ουσία και το αντιπαραθέτει προς ένα αντικείμενο. Ο Γουάιτχεντ αντικρούει ρητά την άποψη του Καντ, γνωστή ως «Κοπερνίκεια Στροφή», ότι το υποκείμενο συγκροτεί τα αντικείμενα.

«Η φιλοσοφία του οργανισμού αντιστρέφει αυτή την ανάλυση, και εξηγεί τη διαδικασία ως προοδο από την αντικειμενικότητα στην υποκειμενικότητα, συγκεκριμένα, από την αντικειμενικότητα μέσω της οποία ο εξωτερικός κόσμος είναι ένα δεδομένο στην υποκειμενικότητα μέσω της οποίας υφίσταται μια ατομική εμπειρία» (ΔΠ 347-348).

Η μεμονωμένη πραγματική οντότητα βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία κατά την οποία προσλαμβάνει άλλες μεμονωμένες πραγματικές οντότητες. Αυτή η διαδικασία είναι το υποκείμενο, που συνιστά την εσωτερική συνθήκη, τις εγγενείς ιδιότητες μιας πραγματικής οντότητας. Τα υποκείμενα δεν αποτελούν βάση, επί των οποίων εδράζονται οι διαδικασίες στον κόσμο· αντιθέτως, ταυποκείμενα αναδύονται κατά τη διαδικασία του γίγνεσθαι. Δεν είναι ούτε πηγή των βιωμάτων, όπως υποστηρίζει για τον νου η δυϊστική φιλοσοφία, αλλά μάλλον βιώνουν κατά τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, η πραγματική οντότητα αντιπαρατίθεται προς άλλες μεμονωμένες πραγματικές οντότητες με δεσμούς εννοήσεων, και όλες αντικειμενοποιούνται για το υποκείμενο. Τα αντικείμενα συνιστούν μια δυνητικότητα για ένα υποκείμενο. Το υποκείμενο ως πραγματική οντότητα που δημιουργεί μόνη της τον εαυτό της συλλαμβάνει πληροφορίες για τον κόσμο έξω από αυτή. Τα αντικείμενα που εισέρχονται θετικά στην αντίληψη επιδρούν στην εσωτερική σύσταση του υποκειμένου, ενώ εκείνα που εισέρχονται αρνητικά προσκρούουν σε εμπόδια και τελικά αποκλείονται (ΔΠ 133-134). Ωστόσο, λόγω της αντίθεσής τους, εμπλέκονται σημαντικά στη διαδικασία δημιουργίας του αντίστοιχου υποκειμένου (ΔΠ 480). Επειδή τα αντικείμενα είναι πάντα και υποκείμενα από τη δική τους οπτική γωνία, τα υποκείμενα αντικειμενοποιούν το ένα το άλλο. Είναι η «δυνητικότητα για "αντικειμενοποίηση" στο γίγνεσθαι άλλων πραγματικών οντοτήτων» (ΔΠ 99).

Η ιεραρχική τάξη της φύσης κατά τον Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ

Παράλληλα με τις φάσεις της αντίληψης αυτές καθαυτές, ο Γουάιτχεντ διέκρινε τρεις βαθμίδες αισθημάτων, από τις οποίες περνά η επεξεργασία της αντίληψης: τα σωματικά, τα εννοιολογικά και τα προτασιακά αισθήματα (feelings). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος θεωρίας των περιστατικών εννόησης (δηλ. της εμπειρίας), στα οποία ανήκει και η αντίληψη. Στις ίδιες βαθμίδες αναφέρθηκε επίσης ως «ανταποκριτική», «συμπληρωσιακή» και «νοητική» φάση της εμπειρίας (ΔΠ 395 και 454), όπου εμπειρία είναι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας. Η ένταση της εμπειρίας είναι ζήτημα έντασης της αντίθεσης με άλλα πραγματικά περιστατικά. Οι βαθμίδες των αισθημάτων αντιπροσωπεύουν τη διαδικασία της αυτοσύστασης και αντιστοιχούν στον νοητικό πόλο των μεμονωμένων πραγματικών οντοτήτων. Αίσθημα είναι το πέρασμα των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου στην υποκειμενικότητα (ΔΠ 132), είναι ο σύνδεσμος μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, όπου οι εμπειρίες αναπτύσσονται μαζί για να σχηματίσουν μια βιωματική ενότητα (concrescence). Στην εννόηση εμπλέοκονται πάντοτε το εννοούν υποκείμενο, το εννοούμενο αντικείμενο ως δεδομένο και η υποκειμενική μορφή, δηλ. ο τρόπος με τον οποίο το υποκείμενο εννοεί αυτό το δεδομένο (ΔΠ 99). Τα εννοηθέντα δεδομένα υιοθετούνται, αλλάζουν, αποδυναμώνονται ή ενισχύονται, ή ακόμα αναιρούνται ως αντίθεση σύμφωνα με τον υποκειμενικό στόχο του εννοούντος πραγματικού περιστατικού. Στο φυσικό αίσθημα, τα αρχικά δεδομένα προκύπτουν μέσω της συνάντησης με άλλα πραγματικά περιστατικά. Σε αυτή την ανταποκριτική φάση, απορροφώνται τα αισθήματα άλλων πραγματικών περιστατικών. Τα συμβάντα, δηλ. η εννόηση επαναλαμβανόμενων πραγματικών περιστατικών, απαιτούν μνήμη. Καθώς η αντίθεση μειώνεται, με τη συνήθεια, η ένταση της μνήμης μειώνεται. Η υψηλότερη ένταση αντίθεσης προκύπτει μέσω της προσοχής και της εμπειρίας του νέου. Η ένταση της αντίθεσης εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες της εμπειρίας και την προηγούμενη ιστορία. Ένας περιπατητής στο δάσος κοιτάζει διαφορετικά ένα δέντρο από έναν δασολόγο ή έναν ξυλοκόπο ή έναν ξυλουργό. Καθένας από αυτούς έχει τη δική του διαφορετική υποκειμενικότητα.

Στην εννοιολογική σύλληψη (conceptual prehension) ή συμπληρωσιακή εννόηση δεν υπάρχει πλέον καμία άμεση επαφή με τον έξω κόσμο. Μάλλον σχηματίζονται αξιολογικές κατηγορίες (conceptual feelings), καθορισμένες από τον υποκειμενικό στόχο, ως άχρονες μεμονωμένες οντότητες που συμπληρώνουν τα εννοηθέντα δεδομένα. Αυτά καθορίζουν την ένταση και τη μορφή της εμπειρίας δημιουργώντας μια ιδιωτική αμεσότητα (private immediacy), στην οποία μπορεί να αλλάξει και ο υποκειμενικός στόχος.[52] Την έννοια, ο Γουάιτχεντ την κατανοούσε ως αναλυτική επίδραση των καθόλου (universalia). Στην τρίτη φάση της «πλήρωσης», τα σωματικά και εννοιολογικά αισθήματα τελικά συνδέονται για να σχηματίσουν ένα «λογικό υποκείμενο». Υπάρχει μια ενοποίηση του σωματικού πόλου και των άχρονων αντικειμένων. Είναι η φάση κατά την οποία η δυνητικότητα των άχρονων αντικειμένων ενεργοποιείται, γίνεται «πραγματική» (actual). Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή εννοηθέντων δεδομένων, αλλά μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα και την εμφάνιση ενός νέου τύπου ατομικότητας, μιας νέας μορφής στον πραγματικό κόσμο (ΔΠ 408). Μπορεί τέλος να έχει ως αποτέλεσμα τη μη εννόηση των κυρίαρχων δεδομένων, οπότε καταλήγουμε στην κατάρρευση του δεσμού (ΔΠ 408-410). Τα προτασιακά αισθήματα είναι ένα συμπέρασμα από τις δύο πρώτες φάσεις. Είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας μιας μεμονωμένης πραγματικής οντότητας, την οποία ο Γουάιτχεντ ονόμασε «υπερκείμενο». Ο νεολογισμός αυτός αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως περιεχόμενο της διαδικασίας μιας μεμονωμένης πραγματικής οντότητας. Ενώ η πτυχή του υποκειμένου απευθύνεται στην εσωτερική, ιδιωτική σφαίρα ενός πραγματικού γεγονότος, το υπερκείμενο εκφράζει την αντικειμενική πλευρά του γεγονότος, η οποία είναι δημόσια για άλλα γεγονότα (ΔΠ 597). Το υπερκείμενο είναι ο στόχος προς τον οποίο συγκροτείται μια μεμονωμένη πραγματική οντότητα, είναι τελεολογική αυτοδημιουργία (teleological selfcreation). Στο υπερκείμενο, όλες οι δυνητικότητες του γίγνεσθαι έχουν γίνει βεβαιότητες. [53] Ωστόσο, κανένα υποκείμενο, καμία πλήρωση μιας μεμονωμένης πραγματικής οντότητας δεν είναι στατική, καθώς περιέχει τη δυνατότητα εισόδου σε μια νέα διαδικασία, της απόκτησης νέου περιεχομένου (acquisition of novel content), της κληρονόμησης σε μια νέα μεμονωμένη πραγματική οντότητα ή της χρήσης ως αντίθεση προς μια τέτοια οντότητα σύμφωνα με την «αρχή της σχετικότητας».

«Είναι θεμελιώδες για το μεταφυσικό δόγμα της φιλοσοφίας του οργανισμού ότι η έννοια μιας πραγματικής οντότητας ως αμετάβλητου υποκειμένου της αλλαγής εγκαταλείπεται πλήρως. Μια πραγματική οντότητα είναι την ίδια στιγμή το υποκείμενο που βιώνει και το υπερκείμενο των εμπειριών του. Είναι υποκείμενο-υπερκείμενο, και κανένα μισό αυτής της περιγραφής δεν πρέπει να χάσουμε στιγμή από τα μάτια μας» (ΔΠ 111).

Το εκτατικό συνεχές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
«Ένα εκτατικό συνεχές είναι ένα σύμπλεγμα οντοτήτων ανοποιούμενων από τις διάφορες συγγενείς σχέσεις όλου και μέρους, αλληλοεπικαλυπτόμενων έτσι ώστε να κατέχουν κοινά μέρη, και μέσω επαφής και άλλων σχέσεων που συνάγονται από αυτές τις πρωταρχικές σχέσεις. Η έννοια ενός "συνεχούς" ενέχει τόσο την ιδιότητα της άπειρης διαιρεσιμότητας όσο και την ιδιότητα της απεριόριστης έκτασης. […] Αυτό το εκτατικό συνεχές εκφράζει την αρραγή σύμπνοια όλων των δυνατών οπτικών γωνιών απ' άκρου εις άκρον της διαδικασίας του κόσμου» (ΔΠ 181).
«Στο απλό συνεχές υπάρχουν ενάντιες δυνητικότητες· στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν προσδιορισμένες ατομικές πραγματικότητες που καθορίζουν ένα συνεκτικό σύστημα αληθινών διαιρέσεων σε ολόκληρη την περιοχή της πραγματικότητας. Κάθε πραγματική οντότητα στη σχέση της με άλλες πραγματικές οντότητες βρίσκεται με αυτή την έννοια κάπου στο συνεχές, και ανακύπτει από τα δεδομένα που προσφέρει αυτή η σκοπιά» (ΔΠ 183).
Σχήμα που εξηγεί την εποχική θεωρία του χρόνου
Σχήμα που εξηγεί την εποχική θεωρία του χρόνου
«Εν πρώτοις, ο Θεός δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια εξαίρεση σε όλες τις μεταφυσικές αρχές την οποία επικαλούμαστε για να τις σώσουμε από την κατάρρευση. Είναι η πρώτιστη παραδειγματοποίησή τους. Ιδωμένος ως πρωταρχικός, είναι η απεριόριστη νοητική πραγμάτωση του απόλυτου πλούτου της δυνητικότητας. Από αυτή την άποψη, δεν προηγείται όλης της δημιουργίας αλλά συνυπάρχει με όλη τη δημιουργία.» (ΔΠ 698)

Ο Θεός και ο κόσμος βρίσκονται σε μια συνάφεια αμοιβαίας εξαρτώμενης θεμελίωσης:


«Είναι εξίσου αλήθεια να πούμε όυι ο Κόσμος υπερβαίνει τον Θεό, όσο και ότι ο Θεός υπερβαίνει τον Κόσμο. Είναι εξίσου αλήθεια να πούμε ότι ο Θεός δημιουργεί τον Κόσμο, όσο και ότι ο Κόσμος σημιουργεί τον Θεό.» (ΔΠ 706).

«Ό,τι έχει γίνει στον κόσμο μεταμορφώνεται σε μια πραγματικότητα στον ουρανό, και η πραγματικότητα στον ουρανό περνάει πίσω στον κόσμο. Λόγω αυτής της αμοιβαίας σχέσης, η αγάπη μέσα στον κόσμο περνάει στην αγάπη εν ουρανοίς, και ρέει πάλι πίσω στον κόσμο. Με αυτή την έννοια, ο Θεός είναι ο μεγάλος σύντροφος - ο συμπάσχων ο οποίος καταλαβαίνει.» (ΔΠ 712)
«Η λαϊβνίτεια θεωρία του "καλύτερου δυνατού των κόσμων" είναι μια θαρραλέα μπαρούφα που μοναδικό σκοπό έχει να σώσει το πρόσωπο ενός Δημιουργού το οποίο οικοδόμησαν σύγχρονοι και προγενέστεροι θεολόγοι» (ΔΠ 144).
«Το δόγμα της ατομικής ανεξαρτησίας των αληθινών γεγονότων πηγάζει από την ιδέα ότι η μορφή υποκείμενο-κατηγόρημα της πρότασης μεταβιβάζει αλήθεια η οποία είναι μεταφυσικώς απόλυτη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, μια ατομική υπόσταση με τα κατηγορήματά της συνιστά τον έσχατο τύπο πραγματικότητας […] Με αυτή τη μεταφυσική προϋπόθεση, οι σχέσεις ανάμεσα σε ατομικές υποστάσεις συνιστούν μεταφυσική ταλαιπωρία: δεν υπάρχει χώρος γι' αυτές» (ΔΠ 313).

Κριτική και πρόσληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρεύματα πρόσληψης και αναλογίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Alfred North Whitehead: Process and Reality: An Essay in Cosmology, διορθωμένη έκδ., επιμ. David Ray Griffin και Donald W. Sherburne, Free Press, Νέα Υόρκη 1978, ISBN 0-02-934570-7 (αρχικά Macmillan Publishing Co., Inc. 1929)
  • Alfred North Whitehead: Διαδικασία και Πραγματικότητα: Ένα δοκίμιο στην Κοσμολογία, μετάφραση - επίμετρο Φώτης Τερζάκης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013, ISBN 978-960-02-2766-6)

Διαδικτυακοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

http://epub.lib.uoa.gr/index.php/parousia/article/viewFile/201/pdf_145 [[Κατηγορία:Φιλοσοφία]] [[Κατηγορία:Κοσμολογία]] [[Κατηγορία:Οντολογία]] [[Κατηγορία:Θεολογία]] [[Κατηγορία:Γνωσιολογία]] [[Κατηγορία:Βιβλία φιλοσοφίας]]

  1. A. N. Whitehead, Διαδικασία και πραγματικότητα: Ένα δοκίμιο στην Κοσμολογία, μετφρ.-επιμ. Φ. Τερζάκης. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση 2013.
  2. Οι παραπομπές στη Διαδικασία και Πραγματικότητα γίνονται μέσα στο κείμενο με τη συντομογραφία ΔΠ σύμφωνα με την ελληνική έκδοση Alfred North Whitehead, Διαδικασία και Πραγματικότητα: Ένα δοκίμιο στην Κοσμολογία, Μετάφραση - Επίμετρο Φώτης Τερζάκης, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση 2013. Η ειδική ορολογία που χρησιμοποιείται εδώ ακολουθεί επίσης την ίδια μετάφραση.
  3. Michael Hauskeller: Whitehead zur Einführung. Junius, Hamburg 1994, 42-43
  4. Spyridon A. Koutroufinis: Zur Einleitung – Whiteheads Prozeßontologie und ihr Potential des Lebendigen Werdens. In: ders.: (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 9-24, hier 13 FN 2
  5. Elisabeth M. Kraus: Metaphysics of Experience: A Companion to Whitehead's Process and Reality. 2η έκδ. Fordham Univ. Press 1998, xx; Η εισαγωγή του Sherburne προσπαθεί αντιθέτως να οργανώσει και να εκθέσει γραμμικά τα νοήματα της πραγματείας: Donald W. Sherburne: A Key to Whitehead’s Process and Reality. University of Chicago Press, Chicago 1966/ανατ. 1981
  6. Reinhard Margreiter: Erfahrung und Mystik: Grenzen der Symbolisierung. Akademie, Berlin 1997, 205
  7. Hans Poser: Whiteheads Kosmologie als revidierbare Metaphysik. In: Friedrich Rapp, Reiner Wiehl (Hrsg.): Whiteheads Metaphysik der Kreativität. Internationales Whiteshead-Symposium Bad Homburg 1981, Alber, Freiburg 1986, 105-125, hier 118-119
  8. Elisabeth M. Kraus: Metaphysics of Experience: A Companion to Whitehead's Process and Reality. 2. Auflage, Fordham Univ. Press 1998, 5
  9. Walter Jung: Über Whiteheads Atomistik der Ereignisse. In: Ernest Wolf-Gazo (Hrsg.): Whitehead, Alber, Freiburg/München 1980, 54-104, 56
  10. Reiner Wiehl: Subjektivität und Bewußtsein in A.N. Whiteheads spekulativer Prozeßphilosophie. In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 25-42, 20; cf. Michel Weber and Pierfrancesco Basile (eds.), Subjectivity, Process, and Rationality, Frankfurt / Lancaster, ontos verlag, Process Thought XIV, 2006
  11. Wissenschaft und Moderne Welt, 127
  12. Gernot Böhme: Whiteheads Abkehr von der Substanzmetaphysik. In: Ernest Wolf-Gazo (Hrsg.): Whitehead, Alber, Freiburg/München 1980, 45-53, 52
  13. Michael Hampe: Alfred North Whitehead. Beck, München 1998, 110
  14. Barbara Muraca: Teleologie der Organismen – Grenzbegriff oder ontologische Notwendigkeit? In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 63-96, hier 83
  15. Michael Hampe: Alfred North Whitehead. Beck, München 1998, 62, verweist auf die Ähnlichkeit zu Ernst Cassirers Funktionsbegriff.
  16. Kenneth K. Inada: The Metaphysics of Buddhist Experience and the Whiteheadian Encounter, Philosophy East and West, 25(4) 1975, 465-487
  17. Hans Joachim Störig: Kleine Weltgeschichte der Philosophie, Stuttgart 1990, 582
  18. vgl. Geschichte der Philosophie von J. Rehmke und Friedrich Schneider, VMA Verlag Wiesbaden, (orig.: Grundriß der Geschichte der Philosophie. 1959 Bonn, 373 f.).
  19. vgl. Shimon Malin: Dr. Bertlmanns Socken, Wie die Quantenphysik unser Weltbild verändert, (orig.: Nature Loves to Hide, Oxford University Press, USA) Reclam Leipzig 2003, aus dem Amerikanischen übersetzt von Doris Gerstner, 306 ff; oder Steven Shaviro: Pulses of Emotion: Whitehead’s “Critique of Pure Feeling” (PDF; 108 kB), abgerufen am 27. September 2011
  20. Spyridon A. Koutroufinis: Zur Einleitung – Whiteheads Prozeßontologie und ihr Potential des Lebendigen Werdens. In: ders.: (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 9-24, hier 13
  21. Vgl. hierzu: Ernst Mach: Die Analyse der Empfindungen und das Verhältnis des Physischen zum Psychischen, Fischer, Jena 1886, S. 51: „Die in der Erfahrung vorgefundenen Elemente sind immer dieselben, nur von einerlei Art und treten nur je nach der Art ihres Zusammenhanges bald als physische, bald als psychische Elemente auf“
  22. Reiner Wiehl: Subjektivität und Bewußtsein in A.N. Whiteheads spekulativer Prozeßphilosophie. In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 25-42, 31
  23. Michael Hauskeller: Whitehead zur Einführung. Junius, Hamburg 1994, 48
  24. Michael Hampe: Alfred North Whitehead. Beck, München 1998, 119
  25. Dieses Beispiel erinnert an die Monadologie von Leibniz, § 57: „Und wie eine und dieselbe Stadt, die von verschiedenen Seiten betrachtet wird, als eine ganz andere erscheint und gleichsam auf perspektivische Weise vervielfacht wird, so geschieht es in gleicher Weise, dass es durch die unendliche Vielheit der einfachen Substanzen gleichsam ebenso viele Universen gibt, die jedoch nur die Perspektiven des einen einzigen gemäß den verschiedenen Gesichtspunkten jeder Monade sind.“
  26. Alfred North Whitehead: Wissenschaft und moderne Welt, Suhrkamp, Frankfurt 1984, 187
  27. Alfred North Whitehead: Wissenschaft und moderne Welt, Suhrkamp, Frankfurt 1984, 189
  28. Ivor Leclerc: Form and Actuality. In: Ders. (Hrsg.): The Relevance of Whitehead, Nachdruck der Ausgabe von 1961, Thoemmes, Bristol 1993, 169-192, hier 171
  29. Walter Jung: Über Whiteheads Atomistik der Ereignisse. In: Ernest Wolf-Gazo (Hrsg.): Whitehead. Eine Einführung in seine Kosmologie. Alber, Freiburg 1980, 90
  30. Barbara Muraca: Teleologie der Organismen – Grenzbegriff oder ontologische Notwendigkeit? In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 63-96, hier 86-87; Joachim Klose: Die Struktur der Zeit in der Philosophie Alfred North Whiteheads, Alber, München 2002, schlägt als Übersetzung von „satisfaction“ den Begriff „Verwirklichung“ vor, weil so der Prozesscharakter deutlicher wird (S 89).
  31. Barbara Muraca: Teleologie der Organismen – Grenzbegriff oder ontologische Notwendigkeit? In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 63-96, hier 87
  32. Vgl. hierzu Alfred N. Whitehead: Modes of Thought, 1938, dt. Denkweisen, Frankfurt, Suhrkamp 2001, Kapitel VII
  33. John B. Cobb, David Ray Griffin: Prozess-Theologie. Eine einführende Darstellung. Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1979, 12-14
  34. Es ergibt sich eine Parallele zu Leibniz mit dessen berühmten Argument, dass man den verursachenden Geist in einer Maschine nicht beobachten kann (Monadologie § 17): „Nehmen wir einmal an, es gäbe eine Maschine, die so eingerichtet wäre, daß sie Gedanken, Empfindungen und Perzeptionen hervorbrächte, so würde man sich dieselbe gewiß dermaßen proportional-vergrößert vorstellen können, daß man in sie hineinzutreten vermöchte, wie in eine Mühle. Dies vorausgesetzt, wird man bei ihrer inneren Besichtigung nichts weiter finden als einzelne Stücke, die einander stoßen – und niemals etwas, woraus eine Perzeption zu erklären wäre.“
  35. John W. Lango: Time and Experience, in: Michel Weber: Handbook of Whiteheadian Process Thought. Band 1, Ontos, Frankfurt 2009, 653-666, hier 654
  36. Michael Hauskeller: Whitehead zur Einführung. Junius, Hamburg 1994, 77
  37. Barbara Muraca: Teleologie der Organismen – Grenzbegriff oder ontologische Notwendigkeit? In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 63-96, hier 86
  38. Michael Hampe: Alfred North Whitehead. Beck, München 1998, 125
  39. Joachim Klose: Prozessphilosophie und Quantentheorie. In: Tobias Müller und Bernhard Dörr (Hrsg.): Realität im Prozess. A.N. Whiteheads Philosophie im Dialog mit den Wissenschaften. Schöningh, Paderborn 2011, 57-74, hier 59
  40. Vgl. Alfred N. Whitehead: Function of Reason, 1929, dt. Die Funktion der Vernunft, Stuttgart, Reclam 1974, Kapitel I.
  41. Spyridon A. Koutroufinis: Jenseits von Vitalismus und Teleonomie – Whiteheads prozessuale Teleologie des Lebendigen. In: ders.: (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 112-148, hier 148
  42. John B. Cobb, Jr.: Eine vierte Variable in der Evolutionstheorie. In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 149-160, hier 152
  43. Spyridon A. Koutroufinis: Zur Einleitung – Whiteheads Prozeßontologie und ihr Potential des Lebendigen Werdens. In: ders.: (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 9-24, hier 15
  44. Tobias Müller: Grundzüge der Metaphysik Whiteheads. In: Tobias Müller und Bernhard Dörr (Hrsg.): Realität im Prozess. A.N. Whiteheads Philosophie im Dialog mit den Wissenschaften. Schöningh, Paderborn 2011, 37-55, hier 49
  45. Hans Günther Scheuer: Die Prozessphilosophie Alfred North Whiteheads und die Physik des 20. Jahrhunderts, Shaker, Aachen 2005, 71
  46. Spyridon A. Koutroufinis: Jenseits von Vitalismus und Teleonomie – Whiteheads prozessuale Teleologie des Lebendigen. In: ders.: (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 112-148, hier 117
  47. Joachim Klose: Prozessphilosophie und Quantentheorie. In: Tobias Müller und Bernhard Dörr (Hrsg.): Realität im Prozess. A.N. Whiteheads Philosophie im Dialog mit den Wissenschaften. Schöningh, Paderborn 2011, 57-74, hier 67
  48. Reinhard Margreiter: Erfahrung und Mystik: Grenzen der Symbolisierung. Akademie, Berlin 1997, 210
  49. Reiner Wiehl: Subjektivität und Bewußtsein in A.N. Whiteheads spekulativer Prozeßphilosophie. In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 25-42, hier 37
  50. Reiner Wiehl: Subjektivität und Bewußtsein in A.N. Whiteheads spekulativer Prozeßphilosophie. In: Spyridon A. Koutroufinis (Hrsg.): Prozesse des Lebendigen. Zur Aktualität der Naturphilosophie A.N. Whiteheads. Alber, Freiburg/München 2007, 25-42, 40
  51. John H. Buchanan: Process Metapsychology, in: Michel Weber: Handbook of Whiteheadian Process Thought. Band 1, Ontos, Frankfurt 2009, 363-370, hier 364
  52. Hans Günther Scheuer: Die Prozessphilosophie Alfred North Whiteheads und die Physik des 20. Jahrhunderts, Shaker, Aachen 2005, 74 und 86-87
  53. Tobias Müller: Grundzüge der Metaphysik Whiteheads. In: Tobias Müller und Bernhard Dörr (Hrsg.): Realität im Prozess. A.N. Whiteheads Philosophie im Dialog mit den Wissenschaften. Schöningh, Paderborn 2011, 37-55, hier 44