Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γερμανική λογοτεχνία του Ύστερου Μεσαίωνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αγρότης από τη Βοημία, (περ. 1400), από εικονογραφημένο χειρόγραφο του 1470

Η γερμανική λογοτεχνία του Ύστερου Μεσαίωνα περιλαμβάνει τα λογοτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν μεταξύ περίπου 1250 και 1450 ή 1500. Η λογοτεχνία της περιόδου συχνά χαρακτηρίζεται ως μεταβατική φάση μεταξύ της λογοτεχνίας του Κλασικού Μεσαίωνα και της λογοτεχνίας της Πρώιμης νεότερης περιόδου. [1]

Ο ύστερος Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από πολλές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές που αντικατοπτρίζονται και στη λογοτεχνική ιστορία: μετά το τέλος της εποχής των Χοενστάουφεν, οι πόλεις και μαζί τους η αστική και μεσαία τάξη αναπτύχθηκαν, η κοινωνία διαφοροποιήθηκε, γενικά αυξήθηκε ο εγγραμματισμός, ιδρύθηκαν πανεπιστήμια και τα θρησκευτικά τάγματα (Φραγκισκανοί, Δομινικανοί, Τευτονικό Τάγμα) απέκτησαν επιρροή. Στο τέλος του ύστερου Μεσαίωνα, η τυπογραφία έφερε μια βαθιά επανάσταση στη μετάδοση της γνώσης με την ταχεία αντικατάσταση των χειρόγραφων από βιβλία.

Ενώ στην προηγούμενη περίοδο της γερμανικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας σχεδόν όλοι οι συγγραφείς είχαν προστάτες και το κοινό τους ήταν οι πριγκιπικές αυλές των ευγενών, αυτή η σύνδεση τώρα σταδιακά εξαφανίζεται και αναπτύσσεται διαφορετικό «κλίμα λογοτεχνικής ζωής» όχι μόνο στις αυλές αλλά και στην πλούσια αστική τάξη στις μεγάλες πόλεις, σε επισκοπικές έδρες όπως το Μάιντς, το Βύρτσμπουργκ, η Κωνσταντία, στη Νυρεμβέργη - ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εποχής στην εκπαίδευση, τις εκδόσεις, το εμπόριο και την τέχνη - από ακαδημαϊκά μορφωμένους και λατινομαθείς δικηγόρους, γραφείς και γιατρούς καθώς και κληρικούς που εργάζονταν στην ποιμαντική φροντίδα.[2]

Η θεμελιώδης εξέλιξη από τη μεσαιωνική γερμανική λογοτεχνία ήταν

η εγκατάλειψη μιας μικρής σειράς λογοτεχνικών θεμάτων που ενδιέφεραν την ιπποτική κοινωνία και απευθύνονταν στα εκλεπτυσμένα γούστα της και η υιοθέτηση μιας θεματολογίας που ενδιέφερε ένα ευρύτερο κοινό που δεν ήταν ιπποτικό αλλά αστοί και άνθρωποι της μεσαίας τάξης.

Ο λογοτεχνικός ύστερος Μεσαίωνας στη Γερμανία περιλαμβάνει λίγα κοσμικά έργα, κείμενα διδακτικής λογοτεχνίας, πεζογραφικές αποδόσεις κλασικών έργων και μυστικιστικά φυλλάδια. Το κομψό τραγούδι των αυλικών ερωτοτραγουδιστών αντικαταστάθηκε από τους στίχους των ποιητών των συντεχνιών, τους αρχιτραγουδιστές, μεταξύ των οποίων οι πιο διάσημοι τον 15ο αιώνα ήταν ο Χανς Ρόζενπλουτ και ο Χανς Φολτς, ένας από τους χαρακτήρες της όπερας του Ρίχαρντ Βάγκνερ Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1868). Αυτή την περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα γερμανικά κείμενα σε πεζογραφία.[3]

Κοσμική λογοτεχνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τελευταίοι απόηχοι της περιόδου του αυλικού μυθιστορήματος ήταν δύο αλληγορικά έργα γραμμένα στα γερμανικά στα οποία ο ήρωας και πιθανώς ο συγγραφέας είναι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός ή ο γραμματέας του: Τόιερντανκ, σε στίχους, αφηγείται τη μυθιστορηματική και ρομαντική ιστορία του ταξιδιού του Μαξιμιλιανού για να παντρευτεί τη Μαρία της Βουργουνδίας το 1477 και Βάισκουνιχ, σε πεζογραφία, με θέμα εκπαιδευτικό για μελλοντικούς ηγεμόνες, επηρεασμένο από φίλους του αυτοκράτορα, που είχαν λάβει ουμανιστική εκπαίδευση (πρώτη έκδοση στις αρχές του 16ου αιώνα).

Χαρακτηριστικό της αυξανόμενης δύναμης των πόλεων είναι η συγγραφή στα γερμανικά των πρώτων χρονικών πόλεων. Ένα από τα παλαιότερα γράφτηκε για τη Βιέννη από τον Γιανς ντερ Ένικελ γύρω στο 1280.

Αρχιτραγουδιστής και κριτές

Μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, με την αυλική λογοτεχνία σε παρακμή, τα είδη που κυριαρχούσαν στη λογοτεχνία της προηγούμενης περιόδου έπαψαν να προσελκύουν συγγραφείς και άρχισε να αναπτύσσεται μια νέα λογοτεχνία, με επίκεντρο τις πόλεις, δίνοντας τον νέο τόνο - σατιρικό και ηθικοδιδακτικό - της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, η οποία απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή. Ακόμη και αυτήν την περίοδο ωστόσο, οι παλιές ιστορίες αντιγράφηκαν και διασκευάστηκαν για νέο κοινό, με αποτέλεσμα πολλά έργα να επιβιώσουν σε αντίγραφα του 15ου αιώνα και ακόμη και μεταγενέστερα, ενώ οι αρχιτραγουδιστές εφάρμοσαν νέες μορφές και θέματα - τραγούδια με θέμα την καθημερινότητα στα οποία εισήγαγαν χαρακτήρες από κατώτερες κοινωνικές τάξεις και είχαν συχνά χιουμοριστικό ύφος - αλλά εξακολουθούσαν να τιμούν τους παλαιούς δασκάλους και χρησιμοποιούσαν μελωδίες τους, όπως του Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε στα νέα αστικά λαϊκά και κοινωνικά τραγούδια τους.[4]

Το πλοίο των σαλών (1494) δημοφιλές σατιρικό έργο του Σεμπάστιαν Μπραντ

Η διδακτική λογοτεχνία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο αστικό περιβάλλον. Διάφορα είδη κειμένων, όπως ιστορίες, θρύλοι, ποιήματα, μπαλάντες, σκακιστικές αλληγορίες και μύθοι αποτέλεσαν το λεγόμενο «λαϊκό ανάγνωσμα» που συνδύαζε την ψυχαγωγία με την εκπαίδευση μερικές φορές σε χονδροειδή μορφή. Χαρακτηριστική είναι η συλλογή μύθων του Ούλριχ Μπόνερ Ο πολύτιμος λίθος, από τα πρώτα έργα κοσμικής, διδακτικής λογοτεχνίας στα γερμανικά. Επίσης, μια ηθική διδακτική χριστιανική διδασκαλία του Ούγκο φον Τρίμπεργκ με τίτλο Ο δρομέας με πολλές ενότητες που καλύπτουν διάφορους τομείς γνώσης και το σατιρικό-διδακτικό ποίημα του Χάινριχ Βίτενβιλερ Το δαχτυλίδι.[5]

Στη μετάβαση στην Πρώιμη νεότερη περίοδο βρίσκεται το έργο του Γιοχάνες φον Τεπλ Ο αγρότης από τη Βοημία (περ. 1400), η διαμάχη μεταξύ ενός αγρότη και του προσωποποιημένου θανάτου, που οριοθετεί το ξεκίνημα της ουμανιστικής παράδοσης. Ένα από τα πιο δημοφιλή γερμανόφωνα βιβλία πριν από τη Μεταρρύθμιση ήταν το σατιρικό Το πλοίο των σαλών (1494) του Σεμπάστιαν Μπραντ, που παρουσιάζει τις ανθρώπινες κακίες μέσα από μια διασκεδαστική ιστορία.

Ο χορός των σκελετών, ξυλογραφία του Μίχαελ Βόλγκεμουτ στο Χρονικό της Νυρεμβέργης του Χάρτμαν Σέντελ το 1493

Τον 14ο αιώνα η Γερμανία είχε αρκετούς μυστικιστές θεολόγους, οπαδούς του Μάιστερ Έκαρτ, με σημαντικότερο τον ιεροκήρυκα Γιοχάννες Τάουλερ (1290-1361), των οποίων κηρύγματα και γραπτά συνέβαλαν στο να ανοίξει ο δρόμος για τη Μεταρρύθμιση. Με τα γραπτά των μυστικιστών, που για πρώτη φορά περιλάμβαναν μια σειρά από γυναίκες συγγραφείς στα βήματα της Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν: Μεχτίλδη του Μαγδεβούργου, Μεχτίλδη του Χάκεμπορν, Γερτρούδη η Μεγάλη, αυτή την περίοδο εμφανίστηκαν οι πρώτες εξελίξεις στην αφηγηματική πεζογραφία.

Συνέπεια της φρίκης της πανδημίας της Μαύρης πανώλης (1348 -1353), η ενασχόληση της εποχής με τον θάνατο παρήγαγε μια άνθηση μακάβριων κειμένων: ένας μεγάλος όγκος λογοτεχνικών κηρυγμάτων με θέμα την υπενθύμιση του αναπόφευκτου του θανάτου (memento mori, «να θυμάσαι ότι είσαι θνητός») και φυλλάδια που προσέφεραν συμβουλές για τις διαδικασίες ενός καλού θανάτου, εξηγώντας πώς να «πεθάνεις καλά» σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές του ύστερου Μεσαίωνα.

Από το 1330 εμφανίστηκαν ένα πλήθος θρησκευτικά έργα σε θεατρική μορφή, Ηθικές αλληγορίες και Θαύματα, με στόχο να καθοδηγηθεί το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Στις αρχές του 15ου αιώνα εμφανίστηκαν καρναβαλικά έργα και φάρσες για λαϊκή ψυχαγωγία, πρώιμες μορφές των μεταγενέστερων θεατρικών έργων.[6]

Επιστημονική ανάπτυξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εφεύρεση της τυπογραφίας, ανωνύμου, χαρακτικό του Στραντάνους

Ένα σημαντικό γεγονός αυτού του αιώνα, με επιρροή στη μελλοντική ανάπτυξη της γερμανικής λογοτεχνίας, ήταν η ίδρυση του πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα το 1348, το οποίο σύντομα ακολούθησαν πανεπιστήμια σε πολλές πόλεις της Γερμανίας.

Η πρόοδος του κλασικού πολιτισμού υποστηρίχθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα από την αύξηση των μορφωμένων αστών και την ίδρυση σχολείων σε διάφορα μέρη της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών. Οι πρώτοι Γερμανοί ουμανιστές Αλεξάντερ Χέγκιους, δάσκαλος του Έρασμου, ο Ρούντολφ φον Λάνγκεν, ο Λούντβιχ Ντρίνγκενμπεργκ, ο Γιόχαν Ρόιχλιν, ο Ροντόλφους Αγκρίκολα και άλλοι επιφανείς επιστήμονες ήταν μεταξύ των μελετητών, έγραψαν ωστόσο στα λατινικά. Ο Γκέοργκ φον Πόιερμπαχ ασχολήθηκε με τη μαθηματική επιστήμη στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ο μαθητής του Ρεγιομοντάνος ήταν ο μεγαλύτερος μαθηματικός και αστρονόμος του 15ου αιώνα.

Ο Νίκλας φον Βίλε και ο Χάινριχ Στάινχεβελ ήταν από τους πρώτους γερμανόφωνους μεταφραστές έργων της ιταλικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας και άσκησαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της γερμανικής γλώσσας.

Η εφεύρεση της τυπογραφίας το 1455 από τον Γουτεμβέργιο παρήγαγε μια σταθερά αυξανόμενη λογοτεχνική δραστηριότητα και τα βιβλία που τυπώθηκαν στη Γερμανία μεταξύ 1470 και 1500 ανήλθαν σε αρκετές χιλιάδες εκδόσεις, οδηγώντας σε διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού.[7]