Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γερμανική λογοτεχνία του Μεσαίωνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε

Η Γερμανική λογοτεχνία του Μεσαίωνα περιλαμβάνει τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν στα γερμανικά (κυρίως στην μεσαιωνική άνω γερμανική γλώσσα) από το 1050 έως περίπου το 1250-1300. Στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, υπήρξε μια ξαφνική λογοτεχνική άνθηση, που οδήγησε στην 60χρονη «χρυσή εποχή» της μεσαιωνικής γερμανικής λογοτεχνίας (περ. 1170 - 1230). Ήταν η περίοδος της άνθησης της λυρικής ποίησης, αρχικά επηρεασμένη από τη γαλλική παράδοση των αυλικών τραγουδιών που υμνούσαν τον αυλικό έρωτα. Την ίδια εποχή συντέθηκαν αυλικά μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία σχετίζονται με τον Αρθουριανό κύκλο, αντλώντας και πάλι από γαλλικά μοντέλα όπως τα έργα του Κρετιέν ντε Τρουά. Η τρίτη λογοτεχνική τάση αυτών των χρόνων ήταν μια αναμόρφωση της ηρωικής παράδοσης, στην οποία διακρίνεται η αρχαία γερμανική προφορική παράδοση, αλλά το ηρωικό έπος έχει πλέον εξημερωθεί, εκχριστιανιστεί και προσαρμοστεί στους αυλικούς κώδικες.[1]

Ιστορική επισκόπηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Παλαιά γερμανική λογοτεχνία - γραμμένη σε αβαεία και μοναστήρια στα παλαιά γερμανικά -παράλληλα με τα λατινικά έργα - είχε ενθαρρυνθεί από τη δυναστεία των Καρολιδών για να υποστηρίξει το έργο της εκκλησίας σε πρόσφατα εκχριστιανισμένα εδάφη. Αυτός ο λόγος έπαψε να υφίσταται κατά την εποχή των μετέπειτα αυτοκρατόρων του οίκου των Οθωνιδών (919–1024) και του οίκου των Σαλίων (1024–1125) και η επίσημη προώθηση της γραπτής δημοτικής γλώσσας διακόπηκε. Το αποτέλεσμα ήταν μια περίοδος περίπου 150 ετών, περίπου από το  900 έως το 1050, κατά την οποία δεν υπήρχε σχεδόν κανένα νέο έργο στην παλαιά άνω γερμανική γλώσσα.

Στα μέσα του 11ου αιώνα, αναζωπυρώθηκε η προτίμηση στην καθομιλουμένη, που πλέον είχε εξελιχθεί στη μεσαιωνική άνω γερμανική γλώσσα, έναντι των λατινικών από ένα αυξανόμενο κοινό ευγενών (όπως συνέβαινε ήδη στη Γαλλία και την Αγγλία). Από το 1050 άρχισε ξανά η παραγωγή λογοτεχνικών έργων στα γερμανικά. Αρχικά, γράφτηκαν κυρίως θρησκευτικά διδακτικά και παραινετικά κείμενα που εξακολουθούσαν να είναι έργα μοναχών με θρησκευτικό θέμα, αλλά τώρα απευθύνονταν σε ένα λαϊκό κοινό στις αυλές των ευγενών. Από τα μέσα του 12ου αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται πιο κοσμικά έργα.

Γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, η λογοτεχνία διαφοροποιήθηκε: υπό τον Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα (κυβέρνησε 1155-1190), η πολιτική σταθερότητα και ο αυξανόμενος πλούτος ενθάρρυναν την αριστοκρατία να διεκδικήσει την ταυτότητά της σε δραστηριότητες που ενίσχυαν την προβολή και το κύρος της, μεταξύ των οποίων η υποστήριξη της λογοτεχνίας στην καθομιλουμένη, η χορηγία νέων συνθέσεων και η μετάφραση και αντιγραφή παλαιότερων έργων. Η ποίηση πέρασε από τα μοναστήρια και τα εκκλησιαστικά σχολεία στα ανάκτορα των πριγκίπων και στα κάστρα των ευγενών. Πολλοί από τους ποιητές που δραστηριοποιήθηκαν αυτήν την εποχή ήταν ευγενείς.

Η νέα κοσμική αυλική λογοτεχνία εισήγαγε «νέους τρόπους σκέψης, συναισθήματος και φαντασίας», όπως φαίνεται από το ενδιαφέρον για τον αυλικό έρωτα και τις ιπποτικές περιπέτειες. Οι θρησκευτικές ανησυχίες επιβίωσαν, αλλά το θέμα ήταν τώρα η συμφιλίωση των εγκόσμιων με τις θεϊκές υποχρεώσεις. Το σημαντικό χαρακτηριστικό της μετάβασης από την παλαιά γερμανική λογοτεχνία στη μεσαιωνική ήταν η αντικατάσταση του κληρικού ποιητή από τον ιππότη ποιητή και κατά συνέπεια η εκκοσμίκευση των θεμάτων.

Θρησκευτική αφήγηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο λογοτεχνικό έργο της περιόδου είναι το Έτσολιντ (περ. 1065), ποίημα που αναφέρεται στην ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου από τη Δημιουργία έως τη Σταύρωση. Τα άλλα ποιήματα του 11ου αιώνα παρουσιάζουν θρησκευτικά θέματα σε λαϊκό κοινό και κυμαίνονται από «βιβλικές μπαλάντες» - σύντομα ποιήματα σε μεμονωμένα βιβλικά επεισόδια - έως μεγαλύτερες αναδιηγήσεις βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Ζωή του Ιησού).

Επίσης δογματικές εκθέσεις και ποιήματα εσχατολογικά διαμόρφωσαν την πρώτη φάση αυτής της κληρικής λογοτεχνικής δημιουργίας. Ποιήματα με θέμα τη ζωή της Παναγίας, στα οποία είναι εμφανής η βαθιά αλλαγή που είχε ήδη συντελεστεί: η Παναγία ενσαρκώνει την ιδανική εικόνα της γυναίκας που ανοίγει την καρδιά της. Πολλά έργα της περιόδου έχουν σωθεί σε χειρόγραφες συλλογές, από τις οποίες η πιο αξιοσημείωτη είναι το χειρόγραφο Βοράου, με δώδεκα βιβλικά έργα, μεταξύ των οποίων και ποιήματα της Άβα, της παλαιότερης γνωστής γυναίκας ποιήτριας που έγραψε στα γερμανικά.[2]

Άννολιντ

Τα παλαιότερα ιστορικά ποιήματα συνδέονται στενά με τη Βίβλο και παρουσιάζουν τα γεγονότα από χριστιανική σκοπιά. Το Άννολιντ (περ. 1077) αναφέρεται στη θρησκευτική και κοσμική ιστορία του κόσμου: συνδυάζει την ιστορία της σωτηρίας, την παγκόσμια ιστορία από τους Βαβυλώνιους και μετά και τη ζωή του αρχιεπισκόπου Άννο της Κολωνίας. Το Αυτοκρατορικό χρονικό (ολοκληρώθηκε περίπου το 1150), πιο κοσμικό έργο αλλά εντός της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας, είναι το πρώτο ιστοριογραφικό έργο. Αφηγείται την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα έως τον Κορράδο Γ΄σε χρονολογική αφήγηση και παρουσιάζει τους Γερμανούς βασιλείς ως διαδόχους των Ρωμαίων, κρίνοντας τον καθένα σύμφωνα με τα χριστιανικά πρότυπα.[3]

Ο 13ος αιώνας ήταν η χρυσή εποχή των γερμανικών έμμετρων χρονικών, ξεκινώντας από το Gandersheimer Reimchronik (1216). Το Παγκόσμιο χρονικό (Weltchronik) του Ρούντολφ φον Εμς (ημιτελές κατά τον θάνατό του το 1254) ήταν εξαιρετικά δημοφιλές, σώζεται σε πάνω από 80 χειρόγραφα. Το Christherre-Chronik (ομοίως ημιτελές) του Γιανς ντερ Ένικελ επίσης γνωστό σε ευρύ αναγνωστικό κοινό. Αυτά τα τρία χρονικά ήταν τεράστια αφηγηματικά κείμενα με εκτεταμένη εικονογράφηση. Τα μεταγενέστερα χρονικά είναι γενικά σε πεζογραφία.

Έπη των Μινεστρέλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο άρθρο: Έπη των Μινεστρέλων

Σολομών και Μάρκολφ

Τα λεγόμενα «έπη των Μινεστρέλων» είναι τα πρώτα αφηγηματικά ποιήματα που είχαν σκοπό ψυχαγωγικό και όχι διδακτικό, μετά από αιώνες κυριαρχίας των θρησκευτικών έργων. Βασίζονται στην προφορική παράδοση και το υλικό τους ανάγεται σε παλαιότερα ηρωικά τραγούδια και λαϊκούς θρύλους που μεταβιβάστηκαν προφορικά και καταγράφηκαν από περιπλανώμενους μενεστρέλους οι οποίοι τα συνέδεσαν συνθέτοντας μεγαλύτερες περιπετειώδεις επικές αφηγήσεις που τραγουδούσαν ή εξιστορούσαν στις αρχοντικές αυλές. Περιλαμβάνουν μείγμα αυλικών, θρυλικών, ιστορικών και ηρωικών στοιχείων, καθώς και μοτίβα από παραμύθια και θρύλους.[4]

Πιθανότατα γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, αν και τα χειρόγραφα είναι μεταγενέστερα. Όλα περιλαμβάνουν έναν ιππότη και τις περιπέτειές του σε ένα ταξίδι στην εξωτική Ανατολή για να πετύχει κάποιο στόχο. Η παλαιότερη καταγραφή αυτού του είδους λαϊκής λογοτεχνίας είναι Ο βασιλιάς Ρότερ (περ. 1160) μια ιστορία βίαιης απαγωγής νύφης. Ο Δούκας Ερνστ (περ. 1180) εξορίζεται από τον αυτοκράτορα για τη δολοφονία ενός συκοφάντη συμβούλου, για τους άλλους ήρωες η πρόκληση είναι να βρουν σύζυγο σε ξένες χώρες. [5]

Ο θάνατος του Ζίγκφριντ, από το Τραγούδι των Νιμπελούγκεν (Γιούλιους Σνορ φον Κάρολσφελντ, 1847)

Το πιο διάσημο γερμανικό ηρωικό έπος είναι το Τραγούδι των Νιμπελούγκεν (περ. 1200) στο οποίο ο ανώνυμος Αυστριακός ποιητής εξιστορεί έναν μύθο με ήρωα τον Ζίγκφριντ συνδυασμένο με θρύλους γύρω από ιστορικά γεγονότα σχετικά με τη συντριβή του βασιλείου των Βουργουνδών το 436 από τον Φλάβιο Αέτιο και Ούνους μισθοφόρους που το κατέλαβαν το 437. Είναι μια επιστροφή σε έναν πιο πρωτόγονο, προ-αυλικό, γερμανικό ηρωικό κόσμο. Ο δόλος, η δολοφονία και η φρικιαστική εκδίκηση είναι τα κύρια στοιχεία αυτού του έργου, αν και μια λεπτή επένδυση ευγένειας και αυλικής αυτοσυγκράτησης επικαλύπτει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων. [6]

Η καταγραφή προφορικής παράδοσης από γερμανικούς ηρωικούς θρύλους συνεχίστηκε και τον 13ο αιώνα, όπως στο Γκούντρουν (γύρω στο 1240) με θέμα την απαγωγή της ηρωίδας, η οποία όμως αντί για εκδίκηση και καταστροφή, επιφέρει ειρήνη και συμφιλίωση. [7]

Ο Βόλφντιτριχ επιτίθεται στους δράκους

Από το 1230 και μετά, πολλά ηρωικά έπη, από τα οποία έχουν διασωθεί 14, γράφτηκαν σχετικά με τον Ντίτριχ φον Μπερν, δημοφιλή θρυλικό ήρωα βασισμένο στον Θεοδώριχο τον Μέγα. Αυτά τα κείμενα διακρίνονται σε «ιστορικά» έπη, που αναφέρονται στις μάχες του Ντίτριχ με τον Ερμανάριχο και την εξορία του στην αυλή του Αττίλα και «φανταστικά» στα οποία αντιμετωπίζει υπερφυσικούς αντιπάλους, όπως νάνους, δράκους και γίγαντες.

Ανωνύμου συγγραφέα είναι επίσης τα έπη Όρτνιτ και η συνέχειά του Βόλφντιτριχ (και τα δύο περ. 1230). Με τα μοτίβα της αναζήτησης νύφης, την ανακτημένη κληρονομιά, τους πιστούς και άπιστους υποτελείς, τους δράκους, τις μαγικές πανοπλίες και τις συναντήσεις με νάνους, μάγισσες και γίγαντες, αυτές οι δύο ιστορίες παρέμειναν συνεχώς από τις πιο δημοφιλείς γερμανικές αφηγήσεις της μεσαιωνικής και της πρώιμης σύγχρονης περιόδου.[8]

Μεταξύ των τελευταίων έργων που εμφανίστηκαν αυτή την εποχή από την πένα εκκλησιαστικών, με κοσμική προσέγγιση ιστορικών προσώπων, είναι δύο διασκευές παλαιότερων έργων με τα οποία η επιρροή έργων της γαλλικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας έγινε για πρώτη φορά αισθητή και έμελλε να διαμορφώσει τη γερμανόφωνη λογοτεχνία για τις επόμενες δεκαετίες: ο κληρικός Λάμπρεχτ έγραψε (περ. 1150) μια ελεύθερη απόδοση ενός γαλλικού έργου βασισμένου στη Μυθιστορία του Αλέξανδρου, που αναφέρεται στα ανδραγαθήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο κληρικός Κόνραντ συνέθεσε (περ. το 1170) μια διασκευή από το Άσμα του Ρολάνδου, που αναφέρεται στον αγώνα του Καρλομάγνου κατά των Σαρακηνών στην Ισπανία και στον θάνατο του Ρολάνδου. Με αυτά τα έργα, οι Γερμανοί ποιητές άρχισαν να παίρνουν ως πρότυπα τα επιτυχημένα γαλλικά επικά άσματα και αυλικά μυθιστορήματα αλλά τα έργα που έγραψαν δεν είναι απλές μεταφράσεις, περιλαμβάνουν σχολιασμούς, επεκτάσεις, κριτική και αναδιαμόρφωση των πρωτοτύπων.

Αυλικό μυθιστόρημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάινριχ φον Βέλντεκε

Από τα μέσα του 12ου αιώνα και μετά, τα θέματα από τη Βίβλο, οι ιστορίες αγίων και οι ιστορικές αφηγήσεις αντικαταστάθηκαν πλέον με θέματα από τον κόσμο των ευγενών: σχέσεις των φύλων, αυλικός έρωτας και γάμος. Αυτή η νέα μορφή αφήγησης, το αυλικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε γαλλικά πρότυπα, είχε ποικιλία θεμάτων: από αρχαίους μύθους έως γεγονότα από τη γερμανική ιστορία και τους κελτικούς θρύλους, όπως οι θρύλοι γύρω από τον βασιλιά Αρθούρο. Αν και ολλανδικής καταγωγής, ο Χάινριχ φον Βέλντεκε έχει αναγνωρισθεί ως ο πατέρας του γερμανικού αυλικού μυθιστορήματος με τη Μυθιστορία του Αινεία (περ. 1175-1186), επίσης βασισμένη σε γαλλικό πρότυπο, διασκευή της Αινειάδας του Βιργίλιου σε υπόβαθρο της ιπποτικής ζωής.[9]

Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ

Στη δεύτερη γενιά ποιητών, οι πιο ξακουστοί ήταν

Τα έργα τους, που χρονολογούνται περίπου από το 1180 έως το 1210, εκφράζουν τις ιπποτικές αρετές: μετριοπάθεια, σταθερότητα, πίστη και υπακοή στον Θεό ή στον ανώτερο και εξυμνούν τον αυλικό έρωτα. Με τη χρήση μιας εκλεπτυσμένης γερμανικής γλώσσας και την εισαγωγή ενός ενίοτε ειρωνικά απόμακρου αφηγητή, η λογοτεχνία της μεσαιωνικής άνω γερμανικής γλώσσας έφτασε σε υψηλό αφηγηματικό επίπεδο.

Οι μεταγενέστεροι ποιητές όπως ο Ρούντολφ φον Εμς και ο Κόνραντ φον Βύρτσμπουργκ, που συνέχισε το κλασικό ύφος του Γκότφριντ σε πολλά αφηγηματικά έργα όπως Ο Ιππότης με τον Κύκνο, βασισμένο στον μύθο του Λόενγκριν, Ένγκελχαρντ (1273) κ.α., συνέχισαν την παράδοση αλλά από τον 14ο αιώνα, αν και τα πιο δημοφιλή έργα συνέχισαν να αντιγράφονται, δεν γράφτηκαν νέα αυλικά μυθιστορήματα. Από τα μέσα του 14ου αιώνα ο ιπποτισμός έφθινε και στη λογοτεχνία του Ύστερου Μεσαίωνα εμφανίστηκε ο νέος τόνος της αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης, σατιρικός και ηθικοδιδακτικός.

Αυλικά ερωτικά τραγούδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Συνάντηση ερωτευμένων, από κώδικα του 1300.

Από το 1160 περίπου, οι ερωτικοί στίχοι των Γερμανών ερωτοτραγουδιστών σηματοδοτούν την έναρξη της παράδοσης του αυλικού έρωτα. Πολλοί ποιητές, αρκετοί από τους οποίους ήταν ευγενείς, εξέφρασαν τη λατρεία τους για τις ευγενείς κυρίες με περίτεχνες, αυστηρά τελετουργικές μορφές στο μοντέλο των Προβηγκιανών τροβαδούρων και των Γάλλων τρουβέρων. Εκπρόσωποι του πρώιμων ερωτοτραγουδιστών ήταν ο Ντερ φον Κύρενμπεργκ και ο Ντίτμαρ φον Άιστ. Ο Ράινμαρ φον Χάγκεναου και ο Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε θεωρούνται οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του είδους γύρω στο 1200.[10]

Ο Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε έγραψε επίσης πολιτική και διδακτική ποίηση. Στα τραγούδια του σχολίασε τρέχοντα πολιτικά γεγονότα - κυρίως θέματα που αφορούσαν τους αγώνες της αυτοκρατορίας με την παποσύνη επειδή ήταν εξαρτημένος από την εύνοια των πριγκίπων προστατών του - και κοινωνικά προβλήματα και έγινε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους ποιητές. Ήδη από τα έργα του, ωστόσο, ξεκίνησε μια αντίδραση. Η ακραία έννοια του αυλικού έρωτα, η χωρίς καμία ελπίδα μονόπλευρη, αγνή αγάπη του ευγενικού θαυμαστή για μια απρόσιτη κυρία, αντικαταστάθηκε υπέρ πιο ισορροπημένων σχέσεων.

Μεταγενέστεροι εκπρόσωποι του ερωτικού τραγουδιού από το 1230 περίπου, όπως ο Τανχόιζερ, ο Χάινριχ φον Μόρουνγκεν και ο Νάιντχαρτ φον Ρόυενταλ, έγραψαν παραδοσιακά ή εφάρμοσαν νέες μορφές και θέματα: τραγούδια με θέμα την καθημερινότητα εισάγοντας χαρακτήρες από κατώτερες κοινωνικές τάξεις και συχνά χιουμοριστικό ύφος ή τις Σταυροφορίες, που οδήγησαν στη μεταγενέστερη εξέλιξη του είδους, τα τραγούδια των αρχιτραγουδιστών.

Τα γερμανικά ερωτικά τραγούδια έχουν παραδοθεί σε συλλογικά χειρόγραφα, τα πιο σημαντικά από τα οποία είναι δύο χειρόγραφα της Χαϊδελβέργης (Codex Manesse, που περιλαμβάνει και ερωτικά τραγούδια από δούκες όπως ο Ιωάννης Α΄ της Βραβάντης και ο Γουλιέλμος Θ΄ της Ακουιτανίας,1ο μισό του 14ου αιώνα, και το δεύτερο του 13ου αιώνα), το χειρόγραφο (περίπου 1300) της Στουτγάρδης και το χειρόγραφο της Ιένας (με μουσική σημειογραφία, περ. 1310) .[11]