Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ανδρέας Β' της Ουγγαρίας)
Ανδρέας Β'
Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας
Περίοδος1205 - 1235
ΠροκάτοχοςΛαδίσλαος Γ΄
ΔιάδοχοςΜπέλα Δ΄
Γέννηση1177
Θάνατος21 Σεπτεμβρίου 1235
ΣύζυγοςΓερτρούδη της Μερανίας
Γιολάνδη του Κουρτεναί
Βεατρίκη των Έστε
ΕπίγονοιΆννα Μαρία της Ουγγαρίας
Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας
αγία Ελισάβετ της Ουγγαρίας
Κολομάν της Γαλικίας
Ανδρέας της Γαλικίας
Γιολάνδη της Ουγγαρίας
Στέφανος ο Υστερότοκος
ΟίκοςΑρπάντ
ΠατέραςΜπέλα Γ΄
ΜητέραΑγνή της Αντιόχειας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας ή Ανδρέας της Ιερουσαλήμ (ουγγρικά: II. András‎‎, κροατικά: Andrija II‎‎, 1176 ή 1177 - 21 Σεπτεμβρίου 1235) ήταν βασιλιάς τηε Ουγγαρίας (1205 - 1235). Τις περιόδος 1189-1190, 1208-1210 κυβέρνησε το Πριγκιπάτο του Χάλιτς. Ο Ανδρέας ήταν ο μικρότερος γιος του Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, για αυτό ο πατέρας του ανέθεσε να κυβερνήσει το Πριγκιπάτο του Χάλιτς που είχε κατακτήσει πρόσφατα (1188). Η κυβέρνηση του ήταν τυραννική για αυτό οι ευγενείς του πριγκιπάτου οι Βογιάροι εξεγέρθηκαν και τον έδιωξαν. Ο Μπέλα Γ΄ του ανέθεσε κατόπιν να ηγηθεί σε μια Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Ο μεγάλος του αδελφός Ίμρε της Ουγγαρίας του παραχώρησε σαν δώρο την Κροατία και την Δαλματία (1197). Παρά το γεγονός ότι ο Ανδρέας συνωμοτούσε συνεχώς εναντίον του Ίμρε ο ίδιος όταν πέθανε (1204) τον ανέθεσε κηδεμόνα του ανήλικου γιου του Λαδίσλαου (1204), την επόμενη χρονιά (1205) με τον πρόωρο θάνατο του Λαδίσλαου ο Ανδρέας τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Ο Ανδρέας Α΄ εισήγαγε την πολιτική των "νέων θεσμών", δώρισε χρήμα και γη στους οπαδούς του παρά το γεγονός ότι άδειαζαν τα βασιλικά ταμεία. Διοργάνωσε επίσης 12 πολέμους για να καταλάβει τα Ρωσικά πριγκιπάτα αλλά τον απέκρουσαν οι Βούλγαροι και οι τοπικοί φύλαρχοι.

Συμμετείχε επίσης την διετία 1217-1218 στην Ε΄ Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους αλλά απέτυχε. Οι "βασιλικοί υπηρέτες" εξεγέρθηκαν και ο Ανδρέας Β΄ αναγκάστηκε να εκδώσει Χρυσή Βούλα (1222) με την οποία επιβεβαίωσε τα προνόμια τους, αυτό οδήγησε στην άνοδο των ευγενών στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Η χρήση μουσουλμάνων και Εβραίων στην διαχείριση των βασιλικών εσόδων τον οδήγησε σε σύγκρουση με την Αγία Έδρα και την Ουγγρική εκκλησία. Ο Ανδρέας Β΄ δεσμεύτηκε να σεβαστεί τα προνόμια των κληρικών και να εκδιώξει τους μη χριστιανούς αξιωματούχους (1233), αυτό τελικά δεν το έκανε ποτέ. Η πρώτη σύζυγος του Ανδρέα Γερτρούδη της Μερανίας ευνόησε προκλητικά τους Γερμανούς ευγενείς, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους τοπικούς Ούγγρους που την δολοφόνησαν (1213). Η κόρη του Ανδρέα Β΄ και της Γερτρούδης Αγία Ελισάβετ της Ουγγαρίας Αγιοποιήθηκε από την Αγία Έδρα ενώ ζούσε ακόμα ο πατέρας της. Με τον θάνατο του Ανδρέα Β΄ οι γιοι του Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας και Κολομάν της Γαλικίας κατηγόρησαν την τρίτη σύζυγο του πατέρα τους Βεατρίκη του Έστε για μοιχεία, το αποτέλεσμα ήταν να αποκλείσουν τον γιο της Στέφανο τον Υστερότοκο από τον Ουγγρικό θρόνο.

Τα σύμβολα του Οίκου του Άρπαντ προσαρμοσμένα στα προσωπικά σύμβολα του Ανδρέα Β΄

Ο Ανδρέας ήταν δεύτερος γιος του βασιλέως της Ουγγαρίας Μπέλα Γ΄ με την πρώτη σύζυγο του Αγνή της Αντιόχειας.[1] Το έτος που γεννήθηκε δεν είναι γνωστό, θεωρούν ότι γεννήθηκε γύρω στο 1177 και η μεγαλύτερη αδελφή του Μαργαρίτα της Ουγγαρίας την διετία 1175-1176, αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί.[1][2][3][4] Ο Ανδρέας καταγράφεται για πρώτη φορά όταν ο πατέρας του μετά την εκστρατεία και την κατάκτηση του Πριγκιπάτου του Χάλιτς το παραχώρησε στον ίδιο (1188).[1] Η εκστρατεία έγινε μετά από αίτημα του πρώην πρίγκιπα Βλαντίμιρ Β΄ Γιαροσλάβιτς που είχε εκδιωχθεί από τους υπηκόους του.[1][5] Ο Μπέλα Γ΄ ανάγκασε τον νέο πρίγκιπα Ρόμαν να δραπετεύσει, κατέλαβε το Χάλιτς και το έδωσε δώρο στον δεύτερο γιο του Ανδρέα.[6][7] Ο Μπέλα Γ΄ συνέλαβε επίσης και τον ίδιο τον Βλαντίμιρ Β΄ Γιαροσλάβιτς και τον φυλάκισε στην Ουγγαρία.[8] Μετά την αποχώρηση του Μπέλα Γ΄ ο Ρομάν συμμάχησε με τον Ρούρικ Ροστισλάβιτς, πρίγκιπα του Μπέλγκοροντ Κιεβίνσκι και εισέβαλαν να ανακαταλάβουν το δουκάτο αλλά η Ουγγρική φρουρά τους συνέτριψε.[8] Μια ομάδα τοπικών Βογιάρων πρόσφερε το στέμμα σε έναν μακρινό συγγενή του φυλακισμένου Βλαντίμιρ Β΄ Γιαροσλάβιτς τον Ροντισλάβ Ιβάνοβιτς, ο πρίγκιπας Ανδρέας τους απέκρουσε ξανά με βοήθεια στρατού που του έστειλε ο πατέρας του.[8][9] Η διακυβέρνηση του Ανδρέα είχε γίνει μισητή στο Χάλιτς επειδή οι Ούγγροι στρατιώτες πρόσβαλαν τις ντόπιες γυναίκες και δεν τηρούσαν τα Ορθόδοξα έθιμα.[8][10] Οι τοπικοί Βογιάροι συμμάχησαν ξανά με τον Βλαντίμιρ Γιαροσλάβιτς που δραπέτευσε από την φυλακή και επέστρεψε στο Χάλιτς.[11] Ο δούκας της Πολωνίας Καζίμιρ Β΄ ο Δίκαιος βοήθησε τον Γιαροσλάβιτς να διώξει τον Ανδρέα από το Χάλιτς που επέστρεψε στην Ουγγαρία (1189-1190).[6][11][12][13] Ο Μπέλα Γ΄ σύμφωνα με τον ιστορικό Αττίλα Ζόλντος δεν του έδωσε κανένα νέο δουκάτο παρά μόνο χρήματα και κτήματα στην Σλαβονία.[6][14] Στο νεκροκρέβατο του ο πατέρας του ο οποίος δεν είχε εκπληρώσει Σταυροφορία όπως είχε ορκιστεί διέταξε τον γιο του Ανδρέα να το κάνει.[15] Ο Μπέλα Γ΄ πέθανε (21 Απριλίου 1196) και τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ίμρε.[16]

Δούκας της Κροατίας και της Δαλματίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ανδρέας Β΄ όπως παριστάνεται στα "Πεφωτισμένα Χρονικά"

Ο Ανδρέας εκμεταλλεύτηκε τα χρήματα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του για να δημιουργήσει έναν στρατό από ευγενείς οπαδούς του.[3] Με αίτημα στον αδελφό του ζήτησε να τον διορίσει δούκα της Σλαβονίας, τίτλος ο οποίος από τα τέλη του 12ου αιώνα ήταν στην Ουγγαρία δεύτερος μετά τον βασιλιά και διάδοχος του θρόνου.[14] Ο Ανδρέας συμμάχησε κατόπιν με τον Λεοπόλδο ΣΤ΄ της Αυστρίας και προχώρησαν τον Δεκέμβριο του 1197 σε κοινή εκστρατεία εναντίον του Ίμρε, τα ενωμένα στρσατεύματα συνέτριψαν τον βασιλικό στρατό.[17] Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Ίμρε πανικόβλητος αναγκάστηκε να του παραχωρήσει δώρο την Δαλματία και την Κροατία.[18][19] Ο ιστορικός Γκιόργκι Σαμπάντος πιστεύει αντίθετα ότι ο Ανδρέας χρησιμοποίησε τον τίτλο του δούκα της Δαλματίας και της Κροατίας χωρίς την έγκριση του αδελφού του.[19] Ο Ανδρέας διοικούσε σε κάθε περίπτωση τις περιοχές αυτές ως ανεξάρτητος ηγεμόνας, έκοβε νομίσματα και παραχωρούσε προνόμια με διατάγματα.[17][18][20] Συνεργάστηκε με πολλούς τοπικούς άρχοντες και βαρόνους όπως ο θείος του Ανδρέας, μπαν της Κροατίας.[18][21] Την περίοδο της διακυβέρνησης του εγκαταστάθηκαν στην Δαλματία και την Κροατία οι Κανόνες του Πανάγιου Τάφου.[22] Όταν πέθανε ο Μίροσλαβ του Χουμ επιτέθηκε στο Χουμ και το κατέλαβε πριν τον Μάιο του 1198.[23] Ο πλήρης τίτλος του στα διατάγματα του ήταν "με την χάρη του θεού, δούκας του Ζάνταρ και όλης της Δαλματίας, της Κροατίας και του Χουμ".[24] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ζήτησε από τον Ανδρέα να προχωρήσει σε νέα Σταυροφορία, εκείνος αντίθετα συμμάχησε ξανά με τοπικούς γηγενείς ευγενείς εναντίον του αδελφού του.[17]

Ο Πάπας του έκανε νέα έκκληση και τον απείλησε με αφορισμό αν δεν εκπλήρωνε τους όρκους του πατέρα του για Σταυροφορία.[25] H συνομωσία εναντίον του Ίμρε αποκαλύφτηκε όταν ο ίδιος διάβασε επιστολές των οπαδών του Ανδρέα προς τον επίσκοπο Μπολέσλαο (10 Μαρτίου 1199).[26] Τα βασιλικά στρατεύματα συνέτριψαν τον στρατό του Ανδρέα κοντά στην Λίμνη Μπάλατον, ο Ανδρέας δραπέτευσε για την Αυστρία.[3][26] Την περίοδο της εξορίας του η Σλαβονία, η Δαλματία και η Κροατία διοικήθηκαν από έναν έμπιστο ευγενή του βασιλιά.[27] Με την μεσολάβηση ενός παπικού Λεγάτου τα δύο αδέλφια συμφιλιώθηκαν, ο Ανδρέας επέστρεψε στην Δαλματία και την Κροατία (1200).[26] Την ίδια εποχή ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Γερτρούδη της Μερανίας (1200-1203), ο πατέρας της Μπέρτολντ της Μερανίας είχε μεγάλες εκτάσεις στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατα μήκος των συνόρων του δουκάτου του Ανδρέα, στην σημερινή Σλοβενία.[18][26][28] Ο γιος του Ίμρε Λαδίσλαος γεννήθηκε γύρω στο 1200, οι ελπίδες του Ανδρέα να κληρονομήσει τον αδελφό του εξαφανίστηκαν.[3][28] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ επιβεβαίωσε τον μικρό Λαδίσλαο και τους επόμενους γιους του Ίμρε σαν κληρονόμους του βασιλείου της Ουγγαρίας, περιόρισε επίσης την κληρονομιά των παιδιών του Ανδρέα στο δουκάτο του πατέρα τους.[26][28] Ο Ανδρέας ετοιμαζόταν για νέα εξέγερση εναντίον του μεγαλύτερου αδελφού του, ο Ίμρε πληροφορήθηκε τα σχέδια του και τον Οκτώβριο του 1203 τον συνέλαβε χωρίς αντίσταση στο Βάραζντιν.[29] Ο ιστορικός Ανδρέας Ζόλδος έγραψε ότι ο βασιλιάς κατέλαβε το δουκάτο του αδελφού του με στρατό που προετοίμασε για Σταυροφορία.[30] Ο Ανδρέας μεταφέρθηκε κατόπιν στο Έστεργκομ όπου και φυλακίστηκε.[29] Στις αρχές του 1204 ελευθερώθηκε ωστόσο, δεν είναι εξακριβωμένο αν δραπέτευσε από την φυλακή ή αν ελευθερώθηκε με την σύμφωνη γνώμη του αδελφού του.[16][29][30] Ο Ίμρε ήταν ήδη άρρωστος, αναγνώρισε ότι πλησιάζει ο πρόωρος θάνατος του και έστεψε νέο βασιλιά τον μικρό Λαδίσλαο (26 Αυγούστου 1204).[31] Η στέψη ήταν ήδη έτοιμη και έπρεπε να είναι παρόν σε αυτή και ο θείος του Ανδρέας ως μελλοντικός κηδεμόνας του.[32]

Ο Θωμάς ο Αρχιδιάκονος έγραψε ότι ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς συμφιλιώθηκε με τον αδελφό του, τον όρισε κηδεμόνα του γιου του και κυβερνήτη του βασιλείου μέχρι την ενηλικίωση.[3][33] Ο βασιλιάς Ίμρε πέθανε (30 Νοεμβρίου 1204), ο Ανδρέας μέτρησε τα χρόνια της αντιβασιλείας και κηδεμονίας του Λαδίσλαου σαν να ήταν βασιλιάς ο ίδιος.[31] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ του υπενθύμισε ότι θα έπρεπε να παραμείνει πιστός στον Λαδίσλαο και να εκπληρώσει τον όρκο του πατέρα του για Σταυροφορία ώστε να εξασφαλίσει το εισόδημα του Λαδίσλαου και της μητέρας του Κωνσταντίας της Αραγωνίας. Οι επιστολές του πάπα υπενθύμισαν επίσης στον Ανδρέα ότι οι εντάσεις επιβαρύνουν τις σχέσεις ανάμεσα στον Ανδρέα και την Κωνσταντία.[34] Σε αντίθεση με τις συμβουλές του πάπα ο Ανδρέας άρπαξε τα χρήματα που είχε καταθέσει ο Ίμρε για τον Λαδισλαο.[35] Ο Ανδρέας έκανε επίσης κατάσχεση στον ιδιωτικό πλούτο της Κωνσταντίας που την είχε καταθέσει στο μοναστήρι των Στεφανιτών στο Έστεργκομ, αρνήθηκε και την προίκα της.[36] Η Κωνσταντία έφυγε από την Ουγγαρία, δραπέτευσε για την Αυστρία μαζί με τον μικρό Λαδίσλαο και το Ιερό Στέμμα.[37] Ο Ανδρέας προετοιμάστηκε για πόλεμο με τον Λεοπόλδο ΣΤ΄ της Αυστρίας αλλά ο μικρός Λαδίσλαος πέθανε αιφνίδια και πρόωρα στην Βιέννη (7 Μαΐου 1205).[38] Ο Ανδρέας έστειλε στην Βιέννη τον επίσκοπο Πέτρο της Γκιόρ που πέτυχε επιτυχώς να πάρει το Τίμιο Στέμμα και να το μεταφέρει στον Ανδρέα που ήταν και επίσημα ο νόμιμα διάδοχος.[39]

Εκστρατεία στο Χάλιτς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σφραγίδα του Ανδρέα Β΄. Επιγρ.: ANDREAS DI GRATIA VNGARIE DALMATIE CROATIE RAME SVIE GALICIE REX + SIGIEL SECUNDI ANDREE REGIS, TERCII BELE REGIS FILII.

Ο Ανδρέας στέφτηκε νέος βασιλιάς στο Σεκεσφέχερβαρ ως Ανδρέας Β΄ (29 Μαΐου 1205).[9][40] Αμέσως μετά την στέψη του καθιέρωσε τους "νέους θεσμούς", έκανε διανομή της βασιλικής περιουσίας στους οπαδούς του ως κληρονομικούς.[41][42][43] Οι "νέοι θεσμοί" αλλοίωσαν σημαντικά τις σχέσεις του βασιλιά με τους ευγενείς αφού τους προηγούμενους αιώνες η περιουσία του ευγενούς είχε σχέση με τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει.[44] Την εποχή που ήταν βασιλιάς ο Ανδρέας Β΄ έδειξε έντονο ενδιαφέρον για το Πριγκιπάτο του Χάλιτς, ξεκίνησε εκστρατείες για την ανακατάληψη του (1205-1206).[9][31][45] Με προτροπές των Βογιάρων έκανε επέμβαση εναντίον του Βσέβολοντ Δ΄ του Κιέβου και των συμμάχων του, υποστήριξε τον ανήλικο πρίγκιπα Ντάνιελ Ρομανόβιτς, κατέκτησε το Χάλιτς και την Λοδομερία.[9] Ο Ανδρέας Β΄ πήρε κατόπιν τον τίτλο του "βασιλέως της Γαλικίας και της Λοδομερίας" αποδεικνύοντας ότι είχε πρόθεση να κατακτήσει τις δύο περιοχές.[46][47] Με την επιστροφή του στην Ουγγαρία ο Βλαντίμιρ Ίγκορεβιτς, ξάδελφος του Βσέβολοντ Δ΄ κατέλαβε το Χάλιτς και την Λοδομερία εκδιώκοντας τον μικρό πρίγκιπα και την μητέρα του.[48] Ο Ντάνιελ Ρομανόβιτς και η μητέρα του δραπέτευσαν στον βασιλιά της Πολωνίας Λέσεκ Α΄ που τους έδωσε συμβουλή να επισκεφτούν τον σύμμαχο βασιλιά Ανδρέα.[9][49] Ο Βλαντίμιρ Ίγκορεβιτς έστειλε "πολλά δώρα" τόσο στον Ανδρέα Β΄ όσο και στον Λέσεκ Α΄ για να γλυτώσει οποιαδήποτε επίθεση.[9][49][50] Ο αδελφός του ωστόσο Ρόμαν Β΄ Ιγκόρεβιτς πήγε στην αυλή του Ανδρέα Β΄ και ζήτησε την βοήθεια του, επέστρεψε με Ουγγρικά στρατεύματα και τον ανέτρεψε.[49] Ο Ανδρέας Β΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια της Δαλματικής πόλης Σπλιτ, έδωσε επίσης πολλά προνόμια στην αρχιεπισκοπή της πόλης.[51] Με πρόσχημα την σύγκρουση ανάμεσα στον Ρόμαν Β΄ Ιγκόρεβιτς και τους Βογιάρους του έστειλε στρατό στο Χάλιτς υπό την ηγεσία του Ούγγρου Βογιάρου Βενέδικτου, συνέλαβε τον Ρόμαν και κατέλαβε το πριγκιπάτο (1208-1209).[52][53] Ο Ανδρέας Β΄ διόρισε κατόπιν τον ίδιο τον Βενέδικτο κυβερνήτη του Χάλιτς.[60] Ο Βενέδικτος ωστόσο ήταν χείριστος κυβερνήτης, "βασάνιζε αγόρια και λεηλατούσε περιουσίες".[54][61] Οι Ούγγροι Βογιάροι πρόσφεραν τον θρόνο του Χάλιτς στον Μστισλάβ Μστισλάβιτς σε περίπτωση που θα μπορούσε να ανατρέψει τον Βενέδικτο, εισέβαλε στο Χάλιτς αλλά δεν κατάφερε να το κάνει.[52]

Τα δύο αδέλφια της βασίλισσας Γερτρούδης μόλις κατηγορήθηκαν για την δολοφονία του Φιλίππου της Σουαβίας δραπέτευσαν στην Ουγγαρία, ο Ανδρέας Β΄ τους παραχώρησε κτήματα στην Σλοβακία.[52][55][56] Ο μικρότερος αδελφός της Γερτρούδης Μπέρτολντ, πατριάρχης της Ακουιλέια έγινε Μπαν της Κροατίας και της Δαλματίας (1209).[57][58] Η μεγάλη γενναιοδωρία του Ανδρέα Β΄ απέναντι στους Γερμανούς συγγενείς του εξόργισε πολλούς Ούγγρους ευγενείς.[59][60] Ο ιστορικός Γκιούλα Κρίστο επεξήγησε ότι ο Ανώνυμος συγγραφέας των "Πράξεων της Ουγγαρίας" αναφερόταν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[61][62] Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε την Ζάνταρ (1209), την απελευθέρωσε προσωρινά ένας Δαλματός υποτελής του Ανδρέα Β΄ αλλά οι Βενετοί την κατέλαβαν ξανά την επόμενη χρονιά.[63][64] Ο Ρόμαν Β΄ Ιγκόρεβιτς συμφιλιώθηκε τελικά με τον αδελφό του Βλαντίμιρ Ίγκορεβιτς (1210).[65][66] Οι ενωμένες δυνάμεις του νίκησαν τον στρατό του Βενέδικτου και τον έδιωξαν από το Χάλιτς.[65][66] Ο Βλαντίμιρ Ίγκορεβιτς έστειλε έναν από τους γιους του τον Βσεβολόντ Βλαντιμιρόβιτς με "πολλά δώρα" για να δωροδοκήσει τον Ανδρέα Β΄.[66][67] Μια ομάδα δυσαρεστημένων ευγενών πρόσφερε το στέμμα της Ουγγαρίας στον ξάδελφο του Ανδρέα Β΄ Γκέζα που ζούσε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, οι απεσταλμένοι ωστόσο αιχμαλωτίστηκαν στο Σπλιτ (1210).[65][68] Στις αρχές της δεκαετίας του 1210 ο Ανδρέας Β΄ έστειλε έναν στρατό από Σάξονες, Βλάχους, Σέκελι και Πετσενέγους. Την διοίκηση του στρατού ανέλαβε ο Ιωακείμ, κόμης του Σιμπίου με πρόφαση να υποστηρίξει τον βασιλιά της Βουλγαρίας Μπόριλ απέναντι στους Κουμάνους επαναστάτες.[69][70]

Η δολοφονία της Γερτρούδης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ανδρέας Β΄ όπως παριστάνεται στα "Ουγγρικά Χρονικά"

Την ίδια περίοδο ο Ουγγρικός στρατός κατέκτησε το Βελιγράδι και το Μπρανίτσεβο στην Σερβία, πόλεις τις οποίες κατείχε η Βουλγαρία όταν ήταν βασιλιάς ο Ίμρε.[71][72] Ο στρατός του Ανδρέα Β΄ νίκησε επίσης και τους Κουμάνους στο Βίντιν.[54] Ο Ανδρέας Β΄ παραχώρησε επίσης το Μπρασόβ της Ρουμανίας στο Τευτονικό Τάγμα.[73] Οι στόχοι ήταν να προστατέψει την περιοχή από τους Κουμάνους επιδρομείς και να τους προσηλυτίσει στον Καθολικισμό.[74][75] Μερικοί Βογιάροι που ενοχλήθηκαν από την αυταρχική διακυβέρνηση του Βλαντίμιρ Ίγκορεβιτς ζήτησαν από τον Ανδρέα Β΄ να επαναφέρει σαν κυβερνήτη του Χάλιτς τον Ντανίλο της Γαλικίας (1210-1211).[66] Ο Ανδρέας Β΄ και οι σύμμαχοι του όπως ο Λέσεκ Α΄ της Πολωνίας έστειλαν στρατό στο Χάλιτς για να αποκαταστήσει τον Ντανίλο.[76][77] Οι τοπικοί Βογιάροι είχαν εκδιώξει την μητέρα του Ντανίλο Άννα-Ευφροσύνη Αγγελίνα (1212).[76] Η μητέρα του έπεισε τον Ανδρέα Β΄ να ηγηθεί ο ίδιος σε εκστρατεία στο Χάλιτς, συνέλαβε τον σημαντικότερο αντίπαλο Βογιάρο και τον οδήγησε αιχμάλωτο στην Ουγγαρία.[76] Μετά την αποχώρηση του Ανδρέα Β΄ οι Βογιάροι πρόσφεραν το στέμμα στον Μστισλάβ Μστισλάβιτς, έδιωξαν επίσης από το πριγκιπάτο τον Ντανίλο και την μητέρα του.[78] Ο Ανδρέας Β΄ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε νέα εκστρατεία εναντίον του Χάλιτς (1213).[76] Την περίοδο της απουσίας του οι Βογιάροι που ήταν εξοργισμένοι με την πολιτική της Γερτρούδης υπέρ των Γερμανών την συνέλαβαν και την σκότωσαν στα Όρη Πίλις (28 Σεπτεμβρίου 1213).[41][76][79] Ο Ανδρέας Β΄ επέστρεψε αμέσως στην Ουγγαρία και διέταξε την εκτέλεση του δολοφόνου Πέτρου, οι συνεργοί του τιμωρήθηκαν ήπια.[41][79] Μερικοί Βογιάροι τους οποίους κατέγραφε ο ίδιος ο Ανδρέας Β΄ στις επιστολές του ως "διεστραμμένους" σχεδίαζαν να τον εκθρονίσουν και να ανεβάσουν στον θρόνο τον 8χρονο γιο του Μπέλα, τελικά υπέκυψε και τον έστεψε συμβασιλέα.[80][81]

Υποψήφιος Λατίνος αυτοκράτορας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανδρέας Β΄ και ο Λεσεκ Α΄ της Πολωνίας προχώρησαν σε συμμαχία, επιβεβαιώθηκε με τον γάμο του δεύτερου γιου του Ανδρέα Κολομάν της Γαλικίας με την κόρη του Λέσεκ Σαλομέα της Πολωνίας.[72] Οι δύο βασιλείς επιτέθηκαν στο Χάλιτς το κατέλαβαν και ο Κολομάν τοποθετήθηκε πρίγκιπας (1214), αναγκάστηκε να παραχωρήσει το Πσέμισλ στον βασιλιά της Πολωνίας.[72] Την επόμενη χρονιά ωστόσο ο Ανδρέας Β΄ παραβίασε την συμφωνία, επέστρεψε στο Χάλιτς και κατέλαβε το Πσέμισλ.[72] Ο Λέσεκ Α΄ αναγκάστηκε αυτή την φορά να συμμαχήσει με τον Μστισλάβ Μστισλάβιτς, επιτέθηκαν μαζί στο Χάλιτς και ανάγκασαν τον Κολομάν να δραπετεύσει στον πατέρα του στην Ουγγαρία.[72] Ο Ανδρέας Β΄ διόρισε (1214) έναν νέο αξιωματούχο τον "βασιλικό ταμία" που ήταν υπεύθυνος για το βασιλικό θησαυροφυλάκιο.[72][82] Τα βασιλικά οικονομικά έσοδα πήγαιναν συνέχεια προς το χειρότερο.[42] Με συμβουλή του ταμία Ντένις ο Ανδρέας Β΄ επέβαλε νέους φόρους, παρέλαβε τα έσοδα από το νομισματοκοπείο, το εμπόριο αλατιού και τους τελωνειακούς δασμούς.[72] Το επόμενο μέτρο που έφερε έσοδα ήταν η ετήσια ανταλλαγή νομισμάτων.[58] Τα μέτρα αυτά ωστόσο δυσκόλεψαν την ζωή του λαού και προκάλεσαν έντονη αγανάκτηση.[58] Ο Ανδρέας Β΄ προχώρησε σε νέα συμμαχία με τον Λέσεκ Α΄ της Πολωνίας, εισέβαλαν στο Χάλιτς ανέτρεψαν και έδιωξαν τον Μστισλάβ Μστισλάβιτς και τον Ντανιέλ προκάτοχο του Κολομάν.[78] Την ίδια χρονιά συνάντησε τον Μεγάλο Πρίγκιπα της Σερβίας Στέφανο τον Πρωτόστεπτο με αίτημα να ζητήσει από τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο της Φλάνδρας να τον διαδεχθεί. Η δεύτερη σύζυγος του Γιολάνδη του Κουρτεναί ήταν ανεψιά του Λατίνου αυτοκράτορα και είχε δικαιώματα στον θρόνο, το αίτημα τελικά απέτυχε και τον διαδέχθηκε ο πεθερός του Πέτρος Β΄ του Κουρτεναί.[83][84] Ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος στέφτηκε πρώτος βασιλιάς της Σερβίας (1217).[85] Ο Ανδρέας Β΄ ήταν έτοιμος να επιτεθεί στην Σερβία αλλά σύμφωνα με τον "Βίο του Αγίου Σάββα" μεσολάβησε ο αδελφός του Στέφανου Άγιος Σάββας της Σερβίας και τους συμφιλίωσε.[83][85]

Η αποτυχημένη Σταυροφορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ανδρέας Β΄ ως αρχηγός της Ε΄ Σταυροφορίας όπως παριστάνεται στα "Πεφωτισμένα Χρονικά"

Ο νέος Πάπας Ονώριος Γ΄ κάλεσε τον Ιούλιο του 1216 τον Ανδρέα Β΄ για άλλη μια φορά να εκπληρώσει τους όρκους του πατέρα του για Σταυροφορία.[86] Η πρόταση του είχε γίνει άλλες τρεις φορές αλλά χωρίς αποτέλεσμα (1201, 1209, 1213), αυτή την φορά συμφώνησε.[87][88] Ο βασικός λόγος για την συμμετοχή του σύμφωνα με τους ιστορικούς ήταν να διαδεχτεί τον Ερρίκο της Φλάνδρας σαν Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, οι υποψήφιοι ήταν δύο ο ίδιος και ο δεύτερος πεθερός του Πέτρος.[88][89] Ο Πάπας Ονώριος Γ΄ είχε ενημερωθεί για το γεγονός και ήταν βέβαιος ότι ο Ανδρέας θα δεχτεί.[90] Οι βαρόνοι επέλεξαν ωστόσο το καλοκαίρι του 1216 νέο Λατίνο αυτοκράτορα τον πεθερό του Πέτρο Γ΄ του Κουρτεναί.[88][91][92] Ο Ανδρέας Β΄ πούλησε πολλά από τα βασιλικά του κτήματα προκειμένου να αποκτήσει τα έσοδα για την Σταυροφορία.[86] Το Ζάνταρ παραχωρήθηκε στην Δημοκρατία της Βενετίας με αντάλλαγμα να τον ενισχύσει με τα πλοία της.[63][87] Ο Ανδρέας Β΄ αναχώρησε τον Ιούλιο του 1217 από το Ζάγκρεμπ, τον συνόδευαν ο Λεοπόλδος ΣΤ΄ της Αυστρίας και ο Όθων Α΄ της Μερανίας.[93][94] Ο τεράστιος στρατός απαριθμούσε 10.000 άνδρες και αμέτρητους ιππείς, έφτασε δύο μήνες αργότερα στο Σπλιτ, τα πλοία έφτασαν τον Οκτώβριο στο λιμάνι της Άκρας.[94] Οι αρχηγοί της Σταυροφορίας ήταν ο Ιωάννης του Μπριέν, ο Λεοπόλδος ΣΤ΄ της Αυστρίας, ο Μέγας Μάγιστρος του Κυρίαρχου Στρατιωτικού Τάγματος της Μάλτας, οι Ναΐτες Ιππότες και το Τευτονικό Τάγμα. Οι αρχηγοί συναντήθηκαν σε Συνέλευση στην Άκρα υπό την ηγεσία του ίδιου του Ανδρέα Β΄.[95]

Οι Σταυροφόροι προχώρησαν σε εκστρατεία στον Ιορδάνη αναγκάζοντας τον Σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ-Αντίλ Α΄ να οπισθοχωρήσει χωρίς μάχη, κατόπιν κατέλαβαν το Μπέιτ Σεάν.[96][97] Οι Σταυροφόροι ύστερα από αυτή την μοναδική επιτυχία οπισθοχώρησαν στις Άκρα, ο Ανδρέας Β΄ δεν συμμετείχε σε επιπλέον στρατιωτικές ενέργειες, το μόνο που έκανε ήταν να συλλέξει ιερά κειμήλια και οστά αγίων.[98] Ο Θωμάς Ακινιάτης έγραψε ότι μερικοί "αιμοβόροι" άνδρες του έριξαν δηλητήριο στο ποτό, ίσως να είχε δίκιο αλλά το βέβαιο είναι ότι ταλαιπωρούσε τον Ανδρέα ασθένεια που τον εμπόδισε να συνεχίσει.[99] Ο Ανδρέας Β΄ αποφάσισε να επιστρέψει στην Ουγγαρία παρά το γεγονός ότι ο Λατίνος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων απειλούσε ότι θα τον αφορήσει.[100][101] Στον δρόμο της επιστροφής πέρασε πρώτα από την Τρίπολη του Λιβάνου όπου συμμετείχε στον γάμο του Βοημούνδου Δ΄ της Αντιόχειας με την Μελισσάνθη των Λουζινιάν (10 Ιανουαρίου 1218).[102] Στην συνέχεια πήγε στην Κιλικία, συνάντησε τον βασιλιά Λέων Β΄ της Αρμενίας, αρραβώνιασε τον μικρότερο γιο του Ανδρέα με την κόρη του Λέων Ισαβέλλα της Αρμενίας.[102][103] Στην συνέχεια πέρασε μέσα από το Σουλτανάτο του Ρουμ και έφρασε στην Νίκαια της Βιθυνίας, δέχτηκε επίθεση εκεί από τα ξαδέλφια του, τους γιους του θείου του Γκέζα.[102][103] Την εποχή που βρισκόταν στην Νίκαια τακτοποίησε τον γάμο του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του Μπέλα με την κόρη του αυτοκράτορα Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη Μαρία Λασκαρίνα.[103] Ο επόμενος σταθμός του ήταν η Βουλγαρία, εκεί σύμφωνα με τον Θωμά τον Αρχιδιάκονο η κόρη του Άννα Μαρία της Ουγγαρίας παντρεύτηκε τον ίδιο τον Τσάρο Ιβάν Ασέν Β΄.[104][105]

Η Χρυσή Βούλα του 1222

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Χρυσή Βούλα του 1222

Ο Ανδρέας Β΄ επέστρεψε στην Ουγγαρία στα τέλη του 1218, το αποτέλεσμα της Σταυροφορίας θεωρήθηκε καθολικά αποτυχία, κατακρίθηκε για αυτό τόσο από τους υπηκόους του όσο και από τους σύγχρονους συγγραφείς.[106] Με την επιστροφή του ο Ανδρέας Β΄ διαμαρτυρήθηκε στον Πάπα Ονώριο Γ΄ ότι το βασίλειο του ήταν "κατεστραμμένο οικονομικά χωρίς καθόλου έσοδα".[10] Τα τεράστια χρέη της αποτυχημένης Σταυροφορίας τον ανάγκασαν να βάλει υψηλούς φόρους και να υποτιμήσει τα νομίσματα.[10] Ο Μστισλάβ Μστισλάβιτς εισέβαλε ξανά στο Χάλιτς (1218-1219) και συνέλαβε τον γιο του Ανδρέα Κολομάν.[107][108] Ο Ανδρέας Β΄ αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, ο Κολομάν ελευθερώθηκε και ο μικρότερος γιος του Ανδρέας παντρεύτηκε την κόρη του Μστισλάβ Μστισλάβιτς.[107] Μια ομάδα Βογιάρων έπεισε τον Ανδρέα Β΄ να κάνει τον μεγαλύτερο γιο του Μπέλα δούκα της Κροατίας, της Δαλματίας και της Σλαβονίας.[103][109] Ο Ανδρέας απασχολούσε Εβραίους και Μουσουλμάνους για τη διαχείριση των βασιλικών εσόδων, γεγονός που προκάλεσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1220 διαφωνία μεταξύ του Ανδρέα και της Αγίας Έδρας.[110][111] Ο Πάπας Ονώριος προέτρεψε τον Ανδρέα και τη Βασίλισσα Γιολάντα να απαγορεύσουν στους Μουσουλμάνους να εργάζονται σε Χριστιανούς.[111] Ο Ανδρέας Β΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια των κληρικών, την απαλλαγή τους από φόρους και το δικαίωμα τους να κρίνονται αποκλειστικά από εκκλησιαστικά δικαστήρια.[112][113] Μια νέα σύγκρουση προέκυψε ωστόσο μεταξύ του Ανδρέα και της Αγίας Έδρας αφού έπεισε τον Μπέλα να χωρίσει από τη σύζυγό του, Μαρία Λασκαρίνα. Τον Απρίλιο του 1222 ένα "τεράστιο πλήθος" πλησίασε τον Ανδρέα Β΄ και του ζήτησε σύμφωνα με επιστολή του ίδιου του πάπα Ονόριου "βαριά και άδικα πράγματα".[80] Οι βασιλικοί υπηρέτες οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν γαιοκτήμονες με υποχρέωση να συμμετέχουν στον Ουγγρικό στρατό υποχρέωσαν τον Ανδρέα Β΄ να απολύσει τον Τζούλιους Β΄ Καν και τους υπόλοιπους αξιωματούχους του. Ο Ανδρέας Β΄ αναγκάστηκε υπό αυτές τις συνθήκες να εκδώσει ένα βασιλικό καταστατικό, την Χρυσή Βούλα του 1222.[114] Η Βούλα συνόψιζε τις ελευθερίες των βασιλικών υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής τους από φόρους και της δικαιοδοσίας των Ισπανών.[80][115] Η τελευταία ρήτρα της Χρυσής Βούλας εξουσιοδότησε "τους επισκόπους καθώς και τους άλλους βαρόνους και ευγενείς του βασιλείου, μεμονωμένα και από κοινού" να αντισταθούν στον μονάρχη εάν δεν τηρούσε τις διατάξεις του Καταστατικού.[80] Η Χρυσή Βούλα διέκρινε ξεκάθαρα τους βασιλικούς υπηρέτες από τους άλλους υπηκόους του βασιλιά, γεγονός που οδήγησε στην άνοδο της Ουγγρικής αριστοκρατίας.[80] Η Χρυσή Βούλα συγκρίνεται συνήθως με Μάγκνα Κάρτα της Αγγλίας η οποία εμφανίστηκε μόλις λίγα χρόνια πριν (1215).[116] Μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι το διάταγμα στην Αγγλία ενίσχυσε τη θέση όλων των βασιλικών υπηκόων, αντίθετα στην Ουγγαρία κυριάρχησε η αριστοκρατία τόσο στο στέμμα όσο και στα κατώτερα στρώματα.[117]

Οι συγκρούσεις με την εκκλησία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανδριάντας του Ανδρέα Β΄ στην Βουδαπέστη

Ο Πάπας ξεκίνησε τις προτροπές στον Ανδρέα Β΄ να προχωρήσει σε νέα Σταυροφορία (1223), συμφώνησε και πήρε τον σταυρό αλλά δεν ξεκίνησε ποτέ.[118] Ο Ανδρέας σχεδίασε να παντρέψει για δεύτερη φορά τον διάδοχο του Μπέλα αλλά το φθινόπωρο του 1223 ο πάπας μεσολάβησε να συμφιλιώσει τον διάδοχο με την πρώτη του σύζυγο.[119][120] Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Ανδρέα Β΄ και ο Μπέλα δραπέτευσε στην Αυστρία, όταν επέστρεψε οι επίσκοποι προσπαθούσαν να πείσουν τον βασιλιά να μην συγχωρέσει τον γιο του.[120] Ο Ανδρέας Β΄ ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον των Τευτόνων Ιπποτών οι οποίοι αμφισβήτησαν την κυριαρχία του, τους ανάγκασε να δραπετεύσουν στις γειτονικές χώρες (1225). Οι απεσταλμένοι του Ανδρέα Β΄ και ο Λεοπόλδος ΣΤ΄ της Αυστρίας υπέγραψαν μια Συνθήκη με την οποία έληγε ο πόλεμος στα Αυστρο-Ουγγρικά σύνορα, ο Λεοπόλδος ΣΤ΄ θα έπρεπε επίσης να αποζημιώσει τους Ούγγρους για τις ζημιές που τους προκάλεσε.[121] Ο Ανδρέας Β΄ διόρισε τον διάδοχο του Μπέλα δούκα της Τρανσυλβανίας, στον δεύτερο γιο του Κολομάν έδωσε το παλιό δουκάτο του Μπέλα (1226).[121] Ο δούκας Μπέλα ξεκίνησε την επέκταση της κυριαρχίας του στους Κουμάνους που κατοικούσαν ανατολικά από τα Καρπάθια Όρη. Ο Ανδρέας Β΄ ξεκίνησε νέα εκστρατεία εναντίον του Μστισλάβ Μστισλάβιτς επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει το Χάλιτς στον ομώνυμο μικρότερο γιο του Ανδρέα όπως είχε υποσχεθεί (1326).[121] Ο Ανδρέας Β΄ κατέκτησε στην αρχή μερικά κάστρα αλλά κατόπιν γνώρισε την συντριβή και αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.[121]

Ο Μστισλάβ Μστισλάβιτς έδωσε ωστόσο στις αρχές του 1227 το Χάλιτς στον μικρό Ανδρέα ως ένδειξη γενναιοδωρίας.[121] Ο Ανδρέας Β΄ εξουσιοδότησε τον γιο του Μπέλα να αναθεωρήσει τις προηγούμενες δωρεές γης, τον βοήθησε στις προσπάθειες του αυτές και ο πάπας.[122] Ο Μπέλα προχώρησε σε κατάσχεση της περιουσίας δύο ευγενών που είχαν συμμετοχή στην δολοφονία της μητέρας του.[122] Με πρόταση του ίδιου του Μπέλα ο Ανδρέας Β΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια Κουμάνων οπλαρχηγών που ήταν υποτελείς του.[123] Ο Ροβέρτος αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ διαμαρτυρήθηκε στην Αγία Έδρα για το γεγονός ότι ο Ανδρέας Β΄ συνέχισε να έχει υπό την υπηρεσία του Εβραίους και Μουσουλμάνους.[124] Ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ εξουσιοδότησε τον επίσκοπο να προχωρήσει σε τιμωρία εναντίον του βασιλιά αν συνέχιζε να έχει υπό τις υπηρεσίες του μουσουλμάνους.[125] Ο Ανδρέας Β΄ εξέδωσε υπό μεγάλη πίεση μια Χρυσή Βούλα (1231) με την οποία απαγόρευσε την εργασία των Μουσουλμάνων και εξουσιοδότησε τον επίσκοπο του Έστεργκομ να τον αφορίσει αν έκανε παράβαση.[80][125][126] Την ίδια χρονιά ο Ανδρέας Β΄ έκανε επίθεση στο Χάλιτς για να αποκαταστήσει ξανά στον θρόνο τον μικρότερο γιο του Ανδρέα.[125] Η εργασία των Εβραίων και των Μουσουλμάνων συνεχίστηκε ωστόσο, για αυτό ο αρχιεπίσκοπος Ροβέρτος αφόρισε τον Παλατίνο Ντένις και έθεσε το Βασίλειο της Ουγγαρίας υπό απαγόρευση (25 Φεβρουαρίου 1232).[127][128] Ο Ανδρέας Β΄ αποκατέστησε στον αρχιεπίσκοπο την εκκλησιαστική περιουσία και εκείνος με την σειρά του κατήργησε την απαγόρευση.[127][128] Μετά από αίτημα του Ανδρέα Β΄ ο πάπας έστειλε τον Καρδινάλιο του στην Ουγγαρία και υποσχέθηκε ότι δεν θα αφοριζόταν κανένας χωρίς την έγκριση του Πάπα. Ο Ανδρέας Β΄ αναχώρησε για το Χάλιτς με στόχο να υποστηρίξει τον μικρό του γιο Ανδρέα στις διαμάχες του με τον Ντανιέλ, συνέχισε ταυτόχρονα τις διαπραγματεύσεις με τον Παπικό Λεγάτο.[129] Αργότερα (20 Αυγούστου 1233) ορκίστηκε ότι δεν θα δώσει ποτέ εργασία ξανά σε Εβραίους και Μουσουλμάνους για τα βασιλικά έσοδα, θα πλήρωνε επίσης 10.000 μάρκα σαν αποζημίωση για τα εδάφη που σφετερίστηκε από την εκκλησία.[130] Τον επόμενο μήνα επανέλαβε ξανά τον όρκο του στο Έστεργκομ.[129]

Στα τέλη του 1233 ο Ανδρέας Β΄ και ο Φρειδερίκος Β΄ της Αυστρίας υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης. Ο Ανδρέας Β΄ χώρισε και παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την Βεατρίκη των Έστε (14 Μαΐου 1234) παρά το γεγονός ότι οι γιοι του αντέδρασαν έντονα. Ο Ιωάννης επίσκοπος της Βοσνίας έθεσε για τρίτη φορά το Βασίλειο της Ουγγαρίας υπό απαγόρευση επειδή ο Ανδρέας Β΄ παρά τον όρκο του δεν έδιωξε τους αξιωματούχους που δεν ήταν χριστιανοί (1234).[131][132] Ο Ανδρέας Β΄ και ο αρχιεπίσκοπος Ροβέρτος του Έστεργκομ διαμαρτυρήθηκαν στην Αγία Έδρα.[131] Ο Ντανίλο πολιόρκησε το Χάλιτς το φθινόπωρο του 1234, στην διάρκεια της πολιορκίας ο μικρότερος γιος του βασιλιά Ανδρέας πέθανε πρόωρα.[132] Ο Ανδρέας Β΄ επιτέθηκε ωστόσο στην Αυστρία το καλοκαίρι του 1235 και ανάγκασε τον δούκα Φρειδερίκο να καταβάλει αποζημίωση για ζημιές που είχαν προκαλέσει τα στρατεύματά του κατά την επιδρομή στην Ουγγαρία.[132] Ο Πάπας Γρηγόριος δήλωσε κατόπιν ξανά ότι ο Ανδρέας Β΄ και οι γιοι του μπορούν να αφοριστούν μόνο αν συμφωνήσει πρώτα η Αγία Έδρα.[132]

Με την πρώτη σύζυγό του Γερτρούδη της Μερανίας, κόρης τού Μπέρτολντ δούκα της Μερανίας, παιδιά του ήταν:

Από τη δεύτερη σύζυγό του, Γιολάνδη του Κουρτεναί, κόρης του Πέτρου Β΄ κόμη τού Νεβέρ, είχε τέκνο:[135]

Από τον τρίτο του γάμο με τη Βεατρίκη των Έστε, κόρη τού Αλντομπραντίνο Α΄ μαρκησίου του Έστε, γεννήθηκε μετά τον θάνατό του ο:[136]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Kristó & Makk 1996, σ. 229
  2. Kristó 1994, σ. 43
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Almási 2012, σ. 86
  4. Zsoldos 2022, σσ. 13–14
  5. Dimnik 2003, σ. 191
  6. 6,0 6,1 6,2 Kristó & Makk 1996, σ. 224
  7. Dimnik 2003, σσ. 191, 193
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Dimnik 2003, σ. 193
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 127
  10. 10,0 10,1 10,2 Engel 2001, σ. 54
  11. 11,0 11,1 Dimnik 2003, σσ. 193-194
  12. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 122
  13. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 249
  14. 14,0 14,1 Zsoldos 2022, σ. 19
  15. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 234
  16. 16,0 16,1 Bartl et al. 2002, σ. 30
  17. 17,0 17,1 17,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 124
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Curta 2006, σ. 347
  19. 19,0 19,1 Zsoldos 2022, σσ. 20-21
  20. Fine 1994, σ. 22
  21. Zsoldos 2022, σσ. 22-24
  22. Curta 2006, σ. 370
  23. Fine 1994, σ. 52
  24. Bárány 2012, σ. 132
  25. Érszegi & Solymosi 1981, σσ. 124–125
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 125
  27. Zsoldos 2022, σ. 32
  28. 28,0 28,1 28,2 Kristó & Makk 1996, σ. 230
  29. 29,0 29,1 29,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 126
  30. 30,0 30,1 Zsoldos 2022, σσ. 36-37
  31. 31,0 31,1 31,2 Engel 2001, σ. 89
  32. Zsoldos 2022, σ. 38
  33. Archdeacon Thomas of Split: History of the Bishops of Salona and Split (ch. 23.), σ. 143
  34. Zsoldos 2022, σ. 39
  35. Kristó & Makk 1996, σσ. 229, 231
  36. Zsoldos 2022, σ. 40
  37. Zsoldos 2022, σ. 41
  38. Kristó & Makk 1996, σσ. 227–228
  39. Zsoldos 2022, σσ. 48–49
  40. Bartl et al. 2002, σ. 31
  41. 41,0 41,1 41,2 Engel 2001, σ. 91
  42. 42,0 42,1 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 427
  43. Engel 2001, σσ. 91-92
  44. Kontler 1999, σ. 75
  45. Dimnik 2003, σσ. 251–253
  46. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 441
  47. Curta 2006, σ. 317
  48. Dimnik 2003, σσ. 254–255, 258
  49. 49,0 49,1 49,2 Dimnik 2003, σ. 263
  50. The Hypatian Codex II: The Galician-Volynian Chronicle (year 1207), σ. 19.
  51. Bárány 2012, σ. 136
  52. 52,0 52,1 52,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 128
  53. Dimnik 2003, σσ. 263–264
  54. 54,0 54,1 Dimnik 2003, σ. 264
  55. Kristó & Makk 1996, σ. 233
  56. Engel 2001, σσ. 90–91
  57. Kristó & Makk 1996, σσ. 232–233
  58. 58,0 58,1 58,2 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 428
  59. Almási 2012, σ. 88
  60. Kristó & Makk 1996, σσ. 232–234
  61. Anonymus, Notary of King Béla: The Deeds of the Hungarians (ch. 9), σ. 27
  62. Kristó & Makk 1996, σ. 234
  63. 63,0 63,1 Magaš 2007, σ. 58
  64. Fine 1994, σ. 149
  65. 65,0 65,1 65,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 129
  66. 66,0 66,1 66,2 66,3 Dimnik 2003, σ. 266
  67. The Hypatian Codex II: The Galician-Volynian Chronicle (year 1211), σ. 20
  68. Kristó & Makk 1996, σ. 236
  69. Curta 2006, σ. 385
  70. Spinei 2009, σ. 145
  71. Fine 1994, σ. 102
  72. 72,0 72,1 72,2 72,3 72,4 72,5 72,6 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 131
  73. Kroonen et al. 2014, σ. 243
  74. Engel 2001, σ. 90
  75. Curta 2006, σ. 404
  76. 76,0 76,1 76,2 76,3 76,4 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 130
  77. Dimnik 2003, σ. 272
  78. 78,0 78,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 132
  79. 79,0 79,1 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 429
  80. 80,0 80,1 80,2 80,3 80,4 80,5 Engel 2001, σ. 94
  81. Almási 2012, σ. 89
  82. Engel 2001, σ. 92
  83. 83,0 83,1 Bárány 2012, σ. 143
  84. Fine 1994, σσ. 105–106
  85. 85,0 85,1 Fine 1994, σ. 106
  86. 86,0 86,1 Bárány 2013, σ. 462
  87. 87,0 87,1 Van Cleve 1969, σ. 387
  88. 88,0 88,1 88,2 Runciman 1989b, σ. 146
  89. Almási 2012, σ. 87
  90. Bárány 2013, σσ. 463-465
  91. Almási 2012, σσ. 87-88
  92. Bárány 2013, σ. 463
  93. Van Cleve 1969, σσ. 387–388
  94. 94,0 94,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 133
  95. Sterns 1985, σ. 358
  96. Van Cleve 1969, σσ. 390
  97. Runciman 1989b, σ. 148
  98. Runciman 1989b, σ. 148-149
  99. Van Cleve 1969, σ. 393
  100. Richard 1999, σ. 298
  101. Van Cleve 1969, σσ. 388, 393
  102. 102,0 102,1 102,2 Van Cleve 1969, σσ. 393
  103. 103,0 103,1 103,2 103,3 Kristó & Makk 1996, σ. 238
  104. Bárány 2012, σ. 148
  105. Fine 1994, σ. 129
  106. Van Cleve 1969, σσ. 394
  107. 107,0 107,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 134
  108. Dimnik 2003, σσ. 289–290
  109. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σ. 425
  110. Engel 2001, σσ. 96-97
  111. 111,0 111,1 Berend 2006, σ. 152
  112. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 135
  113. Bartl et al. 2002, σσ. 30–31
  114. Engel 2001, σσ. 85, 94
  115. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σσ. 428–429
  116. Ertman 1997, σ. 273
  117. Ertman 1997, σσ. 273–274
  118. Bárány 2012, σ. 151
  119. Bárány 2012, σ. 150
  120. 120,0 120,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 137
  121. 121,0 121,1 121,2 121,3 121,4 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 138
  122. 122,0 122,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 139
  123. Érszegi & Solymosi 1981, σ. 140
  124. Berend 2006, σ. 155
  125. 125,0 125,1 125,2 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 141
  126. Berend 2006, σσ. 154–155
  127. 127,0 127,1 Berend 2006, σ. 157
  128. 128,0 128,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 142
  129. 129,0 129,1 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 143
  130. Berend 2006, σσ. 158-159
  131. 131,0 131,1 Berend 2006, σ. 160
  132. 132,0 132,1 132,2 132,3 Érszegi & Solymosi 1981, σ. 144
  133. 133,0 133,1 133,2 Kristó & Makk 1996, σ. 232
  134. Engel 2001, σ. 97
  135. 135,0 135,1 Kristó & Makk 1996, σσ. 236-237
  136. Kristó & Makk 1996, σ. 243
  137. Kristó & Makk 1996, σσ. 243, 282
  138. Kristó & Makk 1996, σ. 282
  • Anonymus, Notary of King Béla: The Deeds of the Hungarians (Edited, Translated and Annotated by Martyn Rady and László Veszprémy) (2010). In: Rady, Martyn; Veszprémy, László; Bak, János M. (2010); Anonymus and Master Roger; CEU Press.
  • Archdeacon Thomas of Split: History of the Bishops of Salona and Split (Latin text by Olga Perić, edited, translated and annotated by Damir Karbić, Mirjana Matijević Sokol and James Ross Sweeney) (2006). CEU Press.
  • The Hypatian Codex II: The Galician-Volynian Chronicle (An annotated translation by George A. Perfecky) (1973). Wilhelm Fink Verlag.
  • Almási, Tibor (2012). "II. András". In Gujdár, Noémi; Szatmáry, Nóra (eds.). Magyar királyok nagykönyve: Uralkodóink, kormányzóink és az erdélyi fejedelmek életének és tetteinek képes története [Encyclopedia of the Kings of Hungary: An Illustrated History of the Life and Deeds of Our Monarchs, Regents and the Princes of Transylvania] (in Hungarian). Reader's Digest. σσ. 86–89.
  • Bain, Robert Nisbet (1911). "Andrew II" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 967–968.
  • Bárány, Attila (2012). "II. András balkáni külpolitikája [Andrew II's foreign policy in the Balkans]". In Kerny, Terézia; Smohay, András (eds.). II. András and Székesfehérvár [Andrew II and Székesfehérvár] (in Hungarian). Székesfehérvári Egyházmegyei Múzeum. σσ. 129–173.
  • Bárány, Attila (2013). "II. András és a Latin Császárság [Andrew II and the Latin Empire of Constantinople]". Hadtörténelmi Közlemények (in Hungarian). 126 (2): 461–480.
  • Bárány, Attila (2020). "The Relations of King Emeric and Andrew II of Hungary with the Balkan States". Stefan the First-Crowned and His Time. Belgrade: Institute of History. σσ. 213–249.
  • Bartl, Július; Čičaj, Viliam; Kohútova, Mária; Letz, Róbert; Segeš, Vladimír; Škvarna, Dušan (2002). Slovak History: Chronology & Lexicon. Bolchazy-Carducci Publishers, Slovenské Pedegogické Nakladatel'stvo.
  • Berend, Nora (2006). At the Gate of Christendom: Jews, Muslims and "Pagans" in Medieval Hungary, c. 1000–c.1300. Cambridge University Press.
  • Berend, Nora; Urbańczyk, Przemysław; Wiszewski, Przemysław (2013). Central Europe in the High Middle Ages: Bohemia, Hungary and Poland, c. 900-c. 1300. Cambridge University Press.
  • Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge University Press.
  • Dimnik, Martin (1994). The Dynasty of Chernigov, 1054–1146. Pontificial Institute of Mediaeval Studies.
  • Dimnik, Martin (2003). The Dynasty of Chernigov, 1146–1246. Cambridge University Press.
  • Engel, Pál (2001). The Realm of St Stephen: A History of Medieval Hungary, 895–1526. I.B. Tauris Publishers.
  • Érszegi, Géza; Solymosi, László (1981). "Az Árpádok királysága, 1000–1301 [The Monarchy of the Árpáds, 1000–1301]". In Solymosi, László (ed.). Magyarország történeti kronológiája, I: a kezdetektől 1526-ig [Historical Chronology of Hungary, Volume I: From the Beginning to 1526] (in Hungarian). Akadémiai Kiadó. σσ. 79–187.
  • Ertman, Thomas (1997). Birth of the Leviathan: Building States and Regimes in Medieval and Early Modern Europe. Cambridge University Press.
  • Fine, John V. A. Jr. (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
  • Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Kontler, László (1999). Millennium in Central Europe: A History of Hungary. Atlantisz Publishing House.
  • Kristó, Gyula (1994). "II. András". In Kristó, Gyula; Engel, Pál; Makk, Ferenc (eds.). Korai magyar történeti lexikon (9–14. század) [Encyclopedia of the Early Hungarian History (9th–14th centuries)] (in Hungarian). Akadémiai Kiadó. σ. 43.
  • Kristó, Gyula; Makk, Ferenc (1996). Az Árpád-ház uralkodói [Rulers of the House of Árpád] (in Hungarian). I.P.C. Könyvek.
  • Kroonen, Guus; Langbroek, Erika; Quak, Arend; Roeleveld, Annelies, eds. (2014). Amsterdamer Beiträge zur älteren Germanistik. Τομ. 72. Editions Rodopi.
  • Magaš, Branka (2007). Croatia Through History. SAQI.
  • Richard, Jean (1999). The Crusades, c. 1071–c. 1291. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989) [1952]. A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989) [1954]. A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Spinei, Victor (2009). The Romanians and the Turkic Nomads North of the Danube Delta from the Tenth to the Mid-Thirteenth century. Koninklijke Brill NV.
  • Sterns, Indrikis (1985). "The Teutonic Knights in the Crusader States". In Setton, Kenneth M.; Zacour, Norman P.; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume V: The Impact of the Crusades on the Near East. The University of Wisconsin Press. σσ. 315–378.
  • Van Cleve, Thomas C. (1969). "The Fifth Crusade". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. σσ. 377–428.
  • Zsoldos, Attila (2022). Az Aranybulla királya [The King of the Golden Bull] (in Hungarian). Városi Levéltár és Kutatóintézet.