Βασίλειο της Ουγγαρίας
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Βασίλειο της Ουγγαρίας Magyar Királyság (ουγ.) | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Σύνθημα Regnum Mariae Patrona Hungariae ("Βασίλειο της Παναγίας προστάτιδος Ουγγαρίας") | ||||||
Ύμνος Himnusz Ύμνος Βασιλικός ύμνος Θεέ σώσε, Θεέ προστάτευσε τον Αυτοκράτορα μας, τη Χώρα μας! | ||||||
Το βασίλειο της Ουγγαρίας (σκούρο πράσινο) και το βασίλειο της Κροατίας-Σλαβονίας (ανοιχτό πράσινο) εντός της Αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας το 1914
| ||||||
Πρωτεύουσα | Έστεργκομ (1000–1256) Τέμεσβαρ (1315–23) Βίσεγκραντ (1323–1408) Βούδα (1256–1315, 1408–85, 1490–1541, 1783–1873) Μπετς (1485–90) Ποζόνι (1536–1783) Ντέμπρετσεν (προσωρ.: 1849, 1944) Βουδαπέστη (1873–1946) Σεκεσφέχερβαρ (τόπος συνεδριάσεων της Δίαιτας, βασιλική έδρα, τόπος στέψης και ταφής βασιλέων 1000–1543) | |||||
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός, Καλβινισμός, Λουθηρανισμός, Ορθόδοξος Χριστιανισμός, Ουνιταριανισμός, Ιουδαϊσμός | |||||
Πολίτευμα | Μοναρχία | |||||
Ιστορία | ||||||
- | Ίδρυση | |||||
- | Κατάλυση | |||||
Σήμερα | Αυστρία Βοσνία και Ερζεγοβίνη Κροατία Ουγγαρία Πολωνία Ρουμανία Σερβία Σλοβακία Σλοβενία Ουκρανία |
Το Βασίλειο της Ουγγαρίας ήταν μοναρχία στην Κεντρική Ευρώπη που υπήρξε από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 20ο αιώνα (1000-1946, με την εξαίρεση 1918–1920). Το Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας εμφανίστηκε ως χριστιανικό βασίλειο με τη στέψη του πρώτου βασιλιά, Στέφανου Α΄, περίπου το έτος 1000 μ.Χ.[1] στο Έστεργκομ. Ο Οίκος του, η δυναστεία των Αρπάντ, ηγήθηκε της ουγγρικής μοναρχίας για 300 χρόνια. Τον 12ο αιώνα το βασίλειο είχε γίνει μεσαία δύναμη εντός του Ευρωπαϊκού κόσμου ενώ είχε εξελιχθεί σε σημαντική δύναμη τον 13ο,14ο και 15ο αιώνα μέχρι την περίοδο παρακμής του στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα.[1]
Εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης των κεντρικών και νότιων περιοχών της Ουγγαρίας τον 16ο αιώνα, η χώρα χωρίστηκε σε τρία τμήματα: τη Βασιλική (Αψβουργική) Ουγγαρία, την Οθωμανική Ουγγαρία και το ημιανεξάρτητο Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας.[1] Μετά τη Μάχη του Μόχατς και συνεχώς μέχρι το 1918 ο Οίκος των Αψβούργων διατήρησε τον θρόνο της Ουγγαρίας και έπαιξε επίσης ρόλο κλειδί στους πολέμους απελευθέρωσης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1867 οι περιοχές οι περιοχές οι συνδεδεμένες με το ουγγρικό στέμμα ενσωματώθηκαν στην Αυστροουγγαρία, ονομαζόμενες Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου. Η μοναρχία τερματίστηκε με την εκθρόνιση του τελευταίου βασιλιά Καρόλου Δ΄, μετά την οποία η Ουγγαρία έγινε δημοκρατία. Το βασίλειο αποκαταστάθηκε κατά τη λεγόμενη περίοδο της Αντιβασιλείας, 1920-1946, που έληξε με τη Σοβιετική κατοχή το 1946.[1]
Το Βασίλειο της Ουγγαρίας ήταν ένα πολυεθνικό [2]κράτος από την ίδρυσή του [3]μέχρι τη Συνθήκη του Τριανόν και περιλάμβανε τις σημερινές Ουγγαρία, Σλοβακία, Τρανσυλβανίας, καθώς και τμήματα της σημερινής Ρουμανίας, της Ρουθηνίας των Καρπαθίων (τμήμα σήμερα της Ουκρανίας), της Βοϊβοντίνας (σήμερα τμήμα της Σερβίας), του Μπούργκενλαντ (σήμερα τμήμα της Αυστρίας), του Μετζιμούριε (σήμερα τμήμα της Κροατίας, του Πρέκμουριε (τμήμα σήμερα της Σλοβενίας και μερικά χωριά που σήμερα ανήκουν στην Πολωνία. Από το 1102 περιλάμβανε επίσης το Βασίλειο της Κροατίας, με την οποία αποτελούσε προσωπική ένωση υπό τον Βασιλιά της Ουγγαρίας.
Σύμφωνα με τους δημογράφους περίπου το 80 τοις εκατό του πληθυσμού αποτελείτο από Ούγγρους πριν από τη Μάχη του Μόχατς, ωστόσο στα μέσα του 19ου αιώνα από 14 εκατομμύρια κατοίκους λιγότερο από 6 εκατομμύρια ήταν Ούγγροι λόγω των πολιτικών μετεγκατάστασης και της συνεχούς μετανάστευσης από γειτονικές χώρες. [4][5] Μεγάλες εδαφικές αλλαγές κατέστησαν την Ουγγαρία εθνικά ομοιογενή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα περισσότερα από τα εννέα δέκατα του πληθυσμού είναι εθνοτικά Ουγγρικά και μιλούν ουγγρικά ως μητρική γλώσσα.
Σήμερα η γιορτή του πρώτου βασιλιά Στεφάνου Α΄ (20 Αυγούστου) είναι μέρα εθνικής αργίας στην Ουγγαρία, τιμώντας την ίδρυση του κράτους (Ημέρα Ίδρυσης).
Ονόματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι λατινικoί τύποι Regnum Hungariae ή Ungarie (Regnum σημαίνει βασίλειο), Regnum Marianum (Βασίλειο της Μαρίας (Παναγίας)), ή απλά Hungaria, ήταν τα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν στα επίσημα έγγραφα στα λατινικά από την αρχή του βασιλείου ως τη δεκαετία του 1840.
Το γερμανικό όνομα Königreich Ungarn χρησιμοποιήθηκε επίσημα από το 1784 έως το 1790 [6] και πάλι μεταξύ 1849 και 1860.
Το ουγγρικό όνομα Magyar Királyság χρησιμοποιήθηκε τη δεκαετία του 1840 και στη συνέχεια πάλι από τη δεκαετία του 1860 ως το 1946. Το ανεπίσημο ουγγρικό όνομα του βασιλείου ήταν Magyarország, [7] που εξακολουθεί να είναι το κοινό και επίσης το επίσημο όνομα της Ουγγαρίας.[8]
Τα ονόματα στις άλλες μητρικές γλώσσες του βασιλείου ήταν: Πολωνικά: Królestwo Węgier, Ρουμανικά: Regatul Ungariei, Σερβικά και Κροατικά: Kraljevina Ugarska, Σλοβενικά: Kraljevina Ogrska, Σλοβακικά: Uhorské kráľovstvo και Ιταλικά (για την πόλη Φιιούμε ) Regno d'Ungheria.
Στην Αυστροουγγαρία (1867-1918) το ανεπίσημο όνομα Υπερλειθανία χρησιμοποιείτο μερικές φορές για να δηλώσει τις περιοχές του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Επισήμως ο όρος Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου περιλάμβανε το Ουγγρικό τμήμα της Αυστροουγγαρίας, αν και αυτός ο όρος ήταν επίσης σε χρήση πριν από εκείνη την περίοδο.
Πρωτεύουσες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ονομα | Χρονική περίοδος |
---|---|
Σέκεσφεχερβαρ | 1000–1543 |
Εστεργκομ | 1000–1256 |
Βούδα | 1256–1315 |
Tέμεσβαρ (σήμερα Τιμισοάρα) | 1315–1323 |
Βίσεγκραντ | 1323–1408 |
Βούδα | 1408–1485 |
Βιέννη (Μπετς) | 1485–1490 |
Βούδα | 1490–1536 (1541) |
Λίπα (σήμερα Λίποβα) – Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο | 1541–1542 |
Γκιούλαφεχερβαρ (σήμερα Άλμπα Ιούλια) – Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο | 1542–1570 |
Πρέσμπουργκ (Πόζονι, σήμερα Μπρατισλάβα) | 1536–1784 |
Βούδα | 1784–1849 |
Ντέμπρετσεν | 1849 |
Βούδα | 1849–1873 |
Βουδαπέστη | 1873–1944 |
Ντέμπρετσεν | 1944 |
Βουδαπέστη | 1944–1946 |
Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Aρχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ούγγροι υπό τον Άρπαντ εγκαταστάθηκαν στη Λεκάνη των Καρπαθίων το 895 μ.Χ., εγκαθιδρύοντας το Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας (896–1000). Στη συνέχεια εξαπέλυσαν αρκετές επιτυχείς επιδρομές στη Δυτική Ευρώπη, μέχρι που αναχαιτίστηκαν στη μάχη του Λέχφελντ από τις δυνάμεις του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Όθωνα Α΄.
Μεσαιωνικά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσα Μεσαιωνικά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας εξελίχθηκε στο χριστιανικό Βασίλειο της Ουγγαρίας με τη στέψη του Στεφάνου Α΄ (γιου του πρίγκιπα Γκέζα και ονόματι Βάικ πριν βαπιστεί) στο Έστεργκομ την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 1000. Οι πρώτοι Ούγγροι βασιλείς ήταν από τη δυναστεία των Άρπαντ. Ο Στέφανος Α΄ πολέμησε εναντίον του Κοπάνυ, ηγεμόνα της περιοχής της Υπερδουναβίας, και το 998 με τη βοήθεια των Βαυαρών, τον νίκησε κοντά στην ουγγρική πόλη Βέσπρεμ. Η Καθολική Εκκλησία έλαβε σημαντική βοήθεια από τον Στέφανο Α΄, που μαζί με χριστιανούς Ούγγρους και Γερμανούς ιππότες επιθυμούσε την εδραίωση ενός χριστιανικού βασιλείου στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας ανακηρύχθηκε άγιος της Καθολικής Εκκλησίας το 1083 και της Ορθόδοξης Εκκλησίας το 2000. Τον 11ο αιώνα Βασίλειο της Ουγγαρίας έγινε χριστιανικό κράτος [9] και ο Καθολικισμός στο ουγγρικό βασίλειο ήταν κρατική θρησκεία. [10][11]
Μετά τον θάνατό του το 1038 ακολούθησε μια περίοδος εξεγέρσεων και συγκρούσεων για την εξουσία μεταξύ του βασιλικού οίκου και των ευγενών. Το 1051 οι στρατιές της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιχείρησαν να κατακτήσουν την Ουγγαρία, αλλά ηττήθηκαν στο Όρος Βέρτες. Οι στρατιές της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέχισαν να υφίστανται ήττες, με τη δεύτερη σημαντικότερη μάχη να δίνεται στην πόλη που σήμερα ονομάζεται Μπρατισλάβα το 1052. Πριν το 1052 ο Πέτρος Ορσεόλο, ανιψιός και διάδοχος στον ουγγρικό θρόνο του Στεφάνου Α΄ και φιλικά διακείμενος στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είχε εκθρονιστεί από τον Σαμουήλ Αμπα που έγινε ο επόμενος βασιλιάς της χώρας.[12][13]
Η περίοδος αυτή των εξεγέρσεων συνεχίστηκε και έληξε τελικά με τη βασιλεία του Μπέλα Α΄. Οι Ούγγροι χρονικογράφοι εξυμνούν τον Μπέλα Α΄ για την εισαγωγή νέου νομίσματος, του αργυρού δηναρίου, και για την καλοσύνη του προς τους πρώην υποστηρικτές του ανιψιού του και ανταγωνιστή του, Σολομώντα. Ο δεύτερος σπουδαιότερος Ούγγρος βασιλιάς, επίσης από τη δυναστεία των Άρπαντ, ήταν ο Λαδίσλαος Α΄, που σταθεροποίησε και ισχυροποίησε το βασίλειο και που επίσης ανακηρύχθηκε άγιος από την Καθολική Εκκλησία. Υπό την εξουσία του οι Ούγγροι πολέμησαν επιτυχώς εναντίον των Κουμάνων, ενώ το 1091 κατέλαβαν τμήματα της Κροατίας. Λόγω μιας δυναστικής κρίσης στην Κροατία, με τη βοήθεια των τοπικών ευγενών που υποστήριξαν τη διεκδίκηση του, κατάφερε να καταλάβει γρήγορα την εξουσία στα βόρεια μέρη του Κροατικού βασιλείου (Σλαβονία), καθώς διεκδικούσε τον θρόνο λόγω του γεγονότος ότι η αδερφή του ήταν παντρεμένη με τον αείμνηστο Κροάτη βασιλιά Ζβόνιμιρ, που είχε πεθάνει άτεκνος.
Παρόλα αυτά η επιβολή της ουγγρικής βασιλικής αρχής σε ολόκληρη την Κροατία επιτεύχθηκε μόνο την εποχή του διαδόχου του, Κολομάν. Με τη στέψη του βασιλιά Κολομάν ως "Βασιλέα της Κροατίας και Δαλματίας" στην πόλη Μπίογκραντ της βόρειας Δαλματίας το 1102, τα δύο βασίλεια (της Κροατίας και της Ουγγαρίας) ενώθηκαν υπό ένα στέμμα. [14][15] Αν και οι ακριβείς όροι αυτής της σχέσης αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνίας τον 19ο αιώνα, πιστεύεται ότι ο Κολομάν δημιούργησε ένα είδος προσωπικής ένωσης μεταξύ των δύο βασιλείων. Η φύση της σχέσης μεταβαλλόταν με την πάροδο του χρόνου, η Κροατία διατηρούσε ένα μεγάλο βαθμό εσωτερικής αυτονομίας συνολικά, ενώ η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια της τοπικής αριστοκρατίας.[16]Οι σύγχρονοι Κροάτες και Ούγγροι ιστορικοί θεωρούν ως επί το πλείστον τις σχέσεις μεταξύ του Βασιλείου της Κροατίας (1102–1526) και του Βασιλείου της Ουγγαρίας από το 1102 ως μια μορφή προσωπικής ένωσης, δηλ. ότι τους συνέδεε ένας κοινός βασιλιάς.[17] Επίσης ένας από τους μεγαλύτερους Ούγγρους νομικούς και πολιτικούς του 16ου αιώνα, ο Ιστβαν Βέρμπετσι στο έργο του Tripartitum αντιμετωπίζει την Κροατία ως βασίλειο ξεχωριστό από την Ουγγαρία.
Το 1222 ο Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας εξέδωσε το Χρυσόβουλο, που καθόρισε τις αρχές του δικαίου.
Μογγολική εισβολή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1241 επέδραμαν στην Ουγγαρία οι Μογγόλοι και, παρότι κατά τις πρώτες μικρότερες μάχες με τη σε ρόλο ανίχνευσης εμπροσθοφυλακή των δυνάμεων του Μογγόλου στρατηγού Σουμπουτάι, οι Ούγγροι σημείωσαν νίκες, οι Μογγόλοι τελικώς συνέτριψαν τους ενωμένους στρατούς των Ούγγρων και Κουμάνων στη μάχη του Μόχι. Το 1242, μετά το τέλος της μογγολικής επιδρομής, κατασκευάστηκαν από τον βασιλιά Μπέλα Δ΄ πολλά κάστρα για την άμυνα των Ούγγρων ενόψει μελλοντικών εισβολών. Ευγνωμονώντας τον οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν ως "Δεύτερο Ιδρυτή της Πατρίδας" και το Βασίλειο της Ουγγαρίας αποτέλεσε ξανά μια σημαντική δύναμη στην Ευρώπη. Το 1260 ο Μπέλα Δ΄ ηττήθηκε στον Πόλεμο της Διαδοχής των Μπάμπενμπερκ, όταν ο στρατός του ηττήθηκε στη μάχη του Κρέσσενμπρουν από τις δυνάμεις του Βασιλείου της Βοημίας. Παρόλα αυτά το 1278 ο Λαδίσλαος Δ΄ της Ουγγαρίας, με τη βοήθεια αυστριακών στρατευμάτων, νίκησε κατά κράτος τον στρατό της Βοημίας στη Μάχη του Μάρχφελντ.
Ύστερα μεσαιωνικά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δυναστεία των Αρπαντ εξέλιπε το 1301 με τον θάνατο του Ανδρέα Γ΄. Στη συνέχεια η Ουγγαρία κυβερνήθηκε από τους Ανδεγαυούς μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα και στη συνέχεια από αρκετούς μη δυναστικούς ηγεμόνες-ιδίως τον Σιγισμούνδο, Άγιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, και τον Ματθία Κορβίνο-μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα.
Η Περίοδος των Ανδεγαυών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο προκάτοχος του Ανδρέα Γ΄ Λαδίσλαος Δ΄ δολοφονήθηκε το 1290, ένας άλλος ευγενής τοποθετήθηκε ως κατ' όνομα Βασιλιάς της Ουγγαρίας, ο ανιψιός του, Κάρολος Μαρτέλος του Ανζού. Ο Κάρολος Μαρτέλος ήταν γιος του βασιλιά Καρόλου Β΄ της Νεάπολης και της Μαρίας της Ουγγαρίας, αδελφής του Λαδίσλαου Δ΄. Παρόλα αυτά ο Αντρέας Γ΄, ανταγωνιστής του Καρόλου, σύντομα πήρε το στέμμα για τον εαυτό του και κυβέρνησε ανενόχλητος μετά τον θάνατο του Καρόλου Μαρτέλου το 1295.
Μετά τον θάνατο του Ανδρέα Γ΄ το 1301 ο θρόνος διεκδικήθηκε από τον γιο του Καρόλου Μαρτέλου, τον Κάρολο Ροβέρτο. Μετά από μια περίοδο αστάθειας τελικά στέφθηκε βασιλιάς ως Κάρολος Α΄ το 1310. Εισήγαγε αξιοσημείωτες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της οικονομίας και νίκησε τους ευγενείς που εξακολουθούσαν να αντιστέκονται στη συγκεντρωτική βασιλική εξουσία, υπό την ηγεσία του Μάτε Τσακ Γ΄. Το βασίλειο της Ουγγαρίας υπό τον Κάρολο Α΄ απόλαυσε μια εποχή ευημερίας και σταθερότητας. Τα ορυχεία χρυσού του βασιλείου έτυχαν εντατικής εκμετάλλευσης και σύντομα η Ουγγαρία έφτασε σε υψηλά επίπεδα στην Ευρώπη στην παραγωγή χρυσού. Το φιορίνι εισήχθη ως νόμισμα της Ουγγαρίας, αντικαθιστώντας το δηνάριο, και σύντομα με τις μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Α΄ η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται πάλι, μετά την επικίνδυνης πτώση που είχε σημειωθεί την εποχή μετά τη Μογγολική εισβολή.
Ο Κάρολος εξύψωσε τη λατρεία του Αγιου Λαδίσλαου Α΄, χρησιμοποιώντας τον ως σύμβολο γενναιότητας, δικαιοσύνης και αγνότητας. Επίσης το ίδιο έκανε για τον θείο του, τον Άγιο Λουδοβίκο της Τουλούζης. Από την άλλη έδωσε σημασία στη λατρεία των πριγκιπισσών Αγίας Ελισάβετ και Αγίας Μαργαρίτας, που πρόσθεσαν στην κληρονομική καταγωγή μέσω των θηλυκών κλάδων. [27]
Ο Κάρολος Α΄ αποκατέστησε τη βασιλική εξουσία που είχε περιέλθει στα χέρια φεουδαρχών αρχόντων και τους ανάγκασε να ορκιστούν υποταγή και πίστη σε αυτόν. Για τον σκοπό αυτό ίδρυσε το 1326 το Τάγμα του Αγίου Γεωργίου, το πρώτο κοσμικό ιπποτικό τάγμα στον κόσμο, που περιλάμβανε τους σημαντικότερους ευγενείς του Ουγγρικού βασιλείου.
Ο Κάρολος παντρεύτηκε τέσσερεις φορές. Η τέταρτη σύζυγός του, Ελισάβετ, ήταν κόρη του Λαδίσλαου Α΄ της Πολωνίας. Όταν ο Κάρολος πέθανε το 1342 ο μεγαλύτερος γιος του από την Ελισάβετ τον διαδέχθηκε στον θρόνο ως Λουδοβίκος Α΄. Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Λουδοβίκος είχε ως στενό του σύμβουλο τη μητέρα του, πουαναδείχθηκε σε μία από τις πιο ισχυρές σε επιρροή προσωπικότητες στο βασίλειο.
Ο Κάρολος Α΄ είχε κανονίσει τον γάμο του δεύτερου γιου του Ανδρέα με την εξαδέλφη του Ιωάννα, εγγονή του βασιλιά Ροβέρτου της Νεάπολης, το 1332. Ο Ροβέρτος πέθανε το 1343, μεταβιβάζοντας το βασίλειό του στην Ιωάννα, έχοντας αποκλείσει όμως τα δικαιώματα του Αντρέα στον θρόνο της Νεάπολης. Το 1345 μια ομάδα Ναπολιτάνων συνωμοτών δολοφόνησε τον Αντρέα στην πόλη Αβέρσα της Καμπανίας. Σχεδόν αμέσως ο Λουδοβίκος κήρυξε τον πόλεμο στη Νεάπολη, με μια πρώτη εκστρατεία το 1347-1348 και μια δεύτερη το 1350. Τελικά υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Ιωάννα το 1352. Επίσης ο Λουδοβίκος διεξήγαγε πολέμους εναντίον της Σερβικής Αυτοκρατορίας και της μογγολικής Χρυσής Ορδής, αποκαθιστώντας την εξουσία των Ούγγρων μοναρχών στις περιοχές κατά μήκος των ουγγρικών συνόρων που είχαν χαθεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το 1370 ο θείος του Λουδοβίκου, βασιλιάς Καζιμίρ Γ΄ της Πολωνίας, πέθανε χωρίς άρρενα διάδοχο. Ο Λουδοβίκος τον διαδέχθηκε, εγκαθιδρύοντας έτσι την πρώτη ένωση της Ουγγαρίας με την Πολωνία. Η ένωση αυτή κράτησε δώδεκα έτη, έως το 1382, όταν ο Λουδοβίκος απεβίωσε χωρίς επίσης άρρενα διάδοχο. Οι δύο του κόρες, Μαρία και Γιαντβίγκα, ανέβηκαν τότε στους θρόνους της Ουγγαρίας και της Πολωνίας αντίστοιχα.
Η Εποχή του Σιγισμούνδου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας πάντοτε διατηρούσε καλές και στενές σχέσεις με τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κάρολο Δ΄ του Λουξεμβούργου, και τελικά ανακήρυξε τον γιο του Καρόλου, Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, ως διάδοχο στον θρόνο του βασιλιά της Ουγγαρίας (1387). Ο Σιγισμούνδος έγινε ένας ονομαστός βασιλιάς που εισήγαγε πολλές βελτιώσεις στο δικαιικό σύστημα της Ουγγαρίας και ανοικοδόμησε τα ανάκτορα της Βούδας και του Βίσεγκραντ. Εισήγαγε υλικά από την Αυστρία και τη Βοημία και διέταξε τη δημιουργία του πιο πολυτελούς οικοδομήματος σε όλη την Κεντρική Ευρώπη. Στους νόμους του μπορεί κανείς να διαπιστώσει τα ίχνη του πρώιμου μερκαντιλισμού. Εργάστηκε σκληρά για να κρατήσει την αριστοκρατία του βασιλείου του υπό τον έλεγχό του. Ένα μεγάλο μέρος της βασιλείας του αφιερώθηκε στον αγώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που άρχισε να επεκτείνει τα σύνορά της και την επιρροή της στην Ευρώπη. Το 1396 πολέμησε στη Μάχη της Νικόπολης στον ποταμό Δούναβη ενάντια στους Οθωμανούς, που κατέληξε στην καταστροφική ήττα του συνασπισμένου Ουγγρογαλλικού στρατού υπό την ηγεσία του Σιγισμούνδου και του Φιλίππου του Αρτουά, κόμη του Ε. Ωστόσο ο Σιγισμούνδος συνέχισε να συγκρατεί με επιτυχία τις Οθωμανικές δυνάμεις εκτός του Βασιλείου για το υπόλοιπο της ζωής του.
Χάνοντας τη δημοτικότητά του στην ουγγρική αριστοκρατία ο Σιγισμούνδος σύντομα αποτέλεσε θύμα μιας απόπειρας ενάντια στην εξουσία του, όταν ο Λαδίσλαος του Ανζού-Ντουράτσο (γιος του δολοφονηθέντος βασιλιά της Νεάπολης, Καρόλου Β΄ της Ουγγαρίας) κλήθηκε και στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας. Επειδή όμως τόσο η ανακήρυξη δεν έγινε με τη σύμφωνη γνώμη όλων των ευγενών όσο και επειδή η τελετή δεν διεξήχθη στην πόλη Σέκεσφεχερβαρ (όπου γίνονταν παραδοσιακά οι στέψεις των βασιλέων της Ουγγαρίας) θεωρήθηκε παράνομη. Ο Λαδίσλαος έμεινε στην ουγγρική επικράτεια μόλις λίγες ημέρες και σύντομα την εγκατέλειψε, μην αποτελώντας πλέον ενόχληση για τον Σιγισμούνδο. Το 1408 ο Σιγισμούνδος ίδρυσε το Τάγμα του Δράκου, που περιλάμβανε τους πιο επιφανείς μονάρχες και φεουδάρχες εκείνης της περιοχής της Ευρώπης. Αυτό αποτελούσε απλώς το πρώτο βήμα για αυτό που θα ακολουθούσε. Το 1410 εκλέχθηκε Βασιλιάς των Ρωμαίων, καθιστάμενος έτσι ο ανώτατος μονάρχης στα γερμανικά κρατίδια-εδάφη. Είχε να αντιμετωπίσει το κίνημα των Χουσιτών, μιας θρησκευτικής μεταρρυθμιστικής ομάδας που γεννήθηκε στη Βοημία και προέδρευσε στη Σύνοδο της Κωνσταντίας, όπου δικάστηκε ο θεολόγος ιδρυτής της Γιαν Χους. Το 1419 ο Σιγισμούνδος κληρονόμησε το στέμμα της Βοημίας μετά τον θάνατο του αδελφού του, Βεντσεσλάβου του Λουξεμβούργου, αποκτώντας τυπικά τον επίσημο έλεγχο τριών μεσαιωνικών κρατιδίων, αλλά συνέχισε ν' αγωνίζεται για τον ουσιαστικό έλεγχο της Βοημίας μέχρι τη συμφωνία ειρήνης με τους Χουσίτες και τη στέψη του το 1436. Το 1433 στέφθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Πάπα και βασίλεψε έως το 1437, αφήνοντας ως μόνη διάδοχό του την κόρη του Ελισάβετ του Λουξεμβούργου και τον σύζυγό της, Δούκα Αλβέρτο Ε΄ της Αυστρίας, που αργότερα στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας το 1437.
Ο Οίκος του Ουνυάδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χρυσή εποχή του ουγγρικού βασιλείου υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Ματθαίου Κορβίνου (1458-1490), υιού του Ιωάννη Ουνυάδη. Το προσωνύμιό του ήταν Ματθαίος ο Δίκαιος. Ο Ματθαίος Κορβίνος βελτίωσε περαιτέρω την ουγγρική οικονομία και εφήρμοσε οξυδερκή διπλωματία στη θέση της στρατιωτικής πολεμικής δράσης όπου αυτό ήταν δυνατό, χωρίς να σημαίνει ότι δεν διεξήγαγε πολεμικές εκστρατείες όποτε κρινόταν αναγκαίο. Από το 1485 μέχρι τον θάνατό του, εξουσίαζε τη Βιέννη, σκοπεύοντας να περιορίσει την επιρροή και ανάμειξη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις ουγγρικές υποθέσεις.
Τον καιρό της αρχικής Οθωμανικής επίθεσης οι Ούγγροι αντιστάθηκαν επιτυχώς. Ο Ιωάννης Ουνυάδης ήταν ο αρχηγός της Σταυροφορίας της Βάρνας, κατά την οποία οι Ούγγροι προσπάθησαν να εκδιώξουν τους Οθωμανούς από τα Βαλκάνια. Αρχικά το πέτυχαν, αλλά αργότερα, στη Μάχη της Βάρνας, οι Οθωμανοί πέτυχαν αποφασιστική αν και Πύρρειο νίκη. Ο σύμμαχος βασιλιάς της Πολωνίας, Λαδίσλαος Γ΄, αποκεφαλίστηκε μάλιστα σε εκείνη τη μάχη.
Το 1456 ο Ιωάννης Ουνυάδης πέτυχε συντριπτική νίκη κατά των Οθωμανών στην πολιορκία του Βελιγραδίου. Οι Μεσημβρινές Κωδωνοκρουσίες τιμούν τους πεσόντες χριστιανούς πολεμιστές. Τον 15ο αιώνα ο Μαύρος Στρατός της Ουγγαρίας ήταν ένας σύγχρονος μισθοφορικός στρατός, με τους Ουσάρους ν΄ αποτελούν τις πιο εκπαιδευμένες μονάδες του ουγγρικού ιππικού. Το 1479, υπό την ηγεσία του στρατηγού Παλ Κίνιζι ο Ουγγρικός στρατός συνέτριψε τα οθωμανικά και βλαχικά στρατεύματα στη Μάχη του Μπρέντφιλντ στην Τρανσυλβανία. Ο Ουγγρικός στρατός συνέτριβε τους αντιπάλους του σχεδόν πάντα, τον καιρό της βασιλείας του Ματθαίου Κορβίνου. Ο Ματθαίος απεβίωσε χωρίς να αφήσει νόμιμο διάδοχο, ως εκ τούτου τον διαδέχθηκε ο Λαδίσλαος Β΄, Γιαγκελλόνος (1490–1516), γιος του Καζίμιρ Δ΄ της Πολωνίας, που τον διαδέχθηκε με τη σειρά του ο γιος του, Λουδοβίκος Β΄ (1516–1526).
Το 1526 στη Μάχη του Μόχατς οι δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, συνέτριψαν τον Ουγγρικό στρατό. Προσπαθώντας να διαφύγει ο Λουδοβίκος Β΄ πνίγηκε στο ρυάκι Τσέλε. Ο διοικητής του ουγγρικού στρατού Παλ Τόμορι επίσης σκοτώθηκε στη μάχη.
Πρώιμη νεότερη ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το διαιρεμένο βασίλειο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη σοβαρή ήττα από τους Οθωμανούς στη Μάχη του Μόχατς η κεντρική εξουσία κατέρρευσε. Η πλειοψηφία της κυβερενώσας ουγγρικής ελίτ εξέλεξε βασιλιά τον Ιωάννη Ζαπόλυα (10 Νοεμβρίου 1526). Μια μικρή μειοψηφία αριστοκρατών συντάχθηκε με τον Φερδινάνδο Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ήταν και Αρχιδούκας της Αυστρίας και εξ αγχιστείας συγγενής του Λουδοβίκου. Εξαιτίας προηγούμενων συμφωνιών ότι οι Αψβούργοι θα έπαιρναν τον θρόνο της Ουγγαρίας αν ο Λουδοβίκος πέθαινε χωρίς διαδόχους, ο Φερδινάνδος εκλέχθηκε μεν βασιλιάς, αλλά από τη μειοψηφία της Δίαιτας τον Δεκέμβριο του 1526.
Παρόλο που τα σύνορα άλλαζαν συχνά εκείνη την περίοδο, τα τρία κρατίδια-τμήματα της Ουγγαρίας που προέκυψαν μετά τη νίκη των Οθωμανών στο Μοχάτς, κατά το μάλλον ή ήττον ορίζονταν ως εξής:
- Η Βασιλική Ουγγαρία, που περιλάμβανε τα βόρεια και δυτικά εδάφη όπου ο Φερδινάνδος Α΄ είχε αναγνωριστεί ως βασιλιάς της Ουγγαρίας. Το τμήμα αυτό θεωρείτο ότι καθόριζε τη συνέχεια του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Η επικράτεια αυτή μαζί με την Οθωμανική Ουγγαρία υπέφερε πολύ από τους σχεδόν συνεχείς πολέμους.
- Η Οθωμανική Ουγγαρία, το "Μεγάλο Αλφελντ" (το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Ουγγαρίας, που περιλάμβανε τη νοτιοανατολική Υπερδουναβία και το Βανάτο), εν μέρει χωρίς τη σημερινή βορειοανατολική Ουγγαρία.
- Το Ανατολικό Ουγγρικό Βασίλειο υπό τους Ζαπόλυα. Η επικράτεια αυτή, συχνά υπό οθωμανική επιρροή, ήταν διαφορετική από την κυρίως Τρανσυλβανία και περιλάμβανε ποικίλα άλλα εδάφη αναφερόμενα κάποιες φορές με τον γενικό όρο Partium. Αργότερα η πολιτική αυτή οντότητα αποκλήθηκε Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας.
Στις 29 Φεβρουαρίου 1528 ο Βασιλιάς Ιωάννης Α΄ της Ουγγαρίας έλαβε τη βοήθεια του Οθωμανού Σουλτάνου. Μια τριμερής πολεμική σύρραξη ανέκυψε καθώς ο Φερδινάνδος Α΄ προέλασε για να επιβεβαιώσει την εξουσία του σε όσο μεγαλύτερη έκταση του ουγγρικού βασιλείου μπορούσε. Το 1529 το βασίλειο είχε χωριστεί σε δύο τμήματα: την Αψβουργική Ουγγαρία και το Ανατολικό Βασίλειο της Ουγγαρίας. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οθωμανικά ή ουγγρικά εδάφη, όντας όλα διαφιλονικούμενα, εκτός από τα σημαντικά κάστρα στην περιοχή του Σρεμ. Το 1532 ο Νίκολα Τζούρισιτς υπερασπίστηκε το Κέσεγκ και αναχαίτισε μια ισχυρή οθωμανική στρατιά. Το 1541 η άλωση της Βούδας από τους Οθωμανούς σημάδεψε μια νέα διαίρεση της Ουγγαρίας σε τρεις περιοχές. Η χώρα παρέμεινε δαιρεμένη μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα.
Την 1η Μαΐου 1566 ο Σουλεϊμάν Α΄ ηγήθηκε της οθωμανικής εισβολής στην Ουγγαρία που έλεγχαν οι Αψβούργοι. Οι οθωμανικές του δυνάμεις ήταν ένας από τους πιο μεγαλύτερους στρατούς του στην 46ετή βασιλεία του. [18] Αφού έφτασε στο Βελιγράδι και συνάντησε τον Ιωάννη Β΄ Σιγισμούνδο Ζαπόλυα στις 27 Ιουνίου ο Σουλεϊμάν Α' έμαθε ότι ένας Κροατοούγγρος ευγενής, ο Νίκολα Δ΄ Ζρίνσκι, Μπαν της Κροατίας, επιτέθηκε σε οθωμανικό στρατόπεδο στο Σίκλος.[19][20] Ο Σουλεϊμάν Α΄ διέκοψε προσωρινά την επίθεσή του στο Έγκερ προς το παρόν και ξεκίνησε προς το φρούριο του Νίκολα Δ΄ Ζρίνσκι στο Σίγκετβαρ. Από τις 2 Αυγούστου ως τις 7 Σεπτεμβρίου οι οθωμανικές δυνάμεις πολιόρκησαν το φρούριο με μία δύναμη τουλάχιστον 150.000 εναντίον των 2.300 υπερασπιστών του Ζρίνσκι. Αν και η πολιορκία ήταν νικηφόρα για τους Οθωμανούς είχε απώλειες 25.000 Οθωμανούς στρατιώτες και τον ίδιο τον Σουλεϊμάν, που πριν από την τελική μάχη πέθανε λόγω γήρατος και ασθένειας.
Τους επόμενους αιώνες έγιναν πολλές απόπειρες να αναχαιτιστούν οι οθωμανικές δυνάμεις, όπως ο Μακρύς Πόλεμος ή Δεκατριετής Πόλεμος (29 Ιουλίου 1593 – 1604/11 Νοεμβρίου 1606) από ένα συνασπισμό Χριστιανικών δυνάμεων. Το 1644 η Χειμερινή Εκστρατεία του Μίκλος Ζρίνυ έκαψε την κρίσιμης στρατηγικής σημασίας Γέφυρα Σουλεϊμάν στο Όσιγιεκ στην ανατολική Σλαβονία, διακόπτοντας τις γραμμές εφοδιασμού των Τούρκων στην Ουγγαρία. Στη Μάχη του Αγίου Γοτθάρδου (1664) οι Αυστριακοί και οι Ούγγροι νίκησαν τον Οθωμανικό στρατό.
Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς το 1683, οι Αψβούργοι πέρασαν στην επίθεση εναντίον των Τούρκων. Με το τέλος του 17ου αιώνα κατάφεραν να εισβάλουν στα απομεινάρια του ιστορικού Βασιλείου της Ουγγαρίας και του Πριγκιπάτου της Τρανσυλβανίας. Για σύντομο διάστημα το 1686 η πρωτεύουσα Βούδα υπήρξε ξανά ανεξάρτητη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη βοήθεια άλλων Ευρωπαίων. Το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, οι τελευταίοι Οθωμανοί έφυγαν από την Ουγγαρία.
Η Περίοδος των Κούρουτς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας του Ράκοτσι (1703–1711) ήταν η πρώτη σημαντική ένοπλη απόπειρα ανεξαρτησίας στην Ουγγαρία ενάντια στην απολυταρχική εξουσία των Αψβούργων. Του πολέμου ηγήθηκε μια ομάδα ευγενών, υψηλά ιστάμενων στην κρατική ιεραρχία, πλουσίων και με προοδευτικές-φιλελεύθερες αντιλήψεις, που ήθελαν να τερματίσουν την ανισότητα στις σχέσεις εξουσίας, υπό την ηγεσία του Φραγκίσκου Β΄ Ράκοτσι (II. Rákóczi Ferenc στα ουγγρικά). Κύριοι σκοποί της ομάδας ήταν η προστασία των δικαιωμάτων των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και η διασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της Ουγγαρίας. Εξαιτίας της δυσμενούς ισορροπίας δυνάμεων, της πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη και των εσωτερικών συγκρούσεων ο αγώνας για την ανεξαρτησία και ελευθερία τελικά κατεστάλη, αλλά πέτυχε στο να αποφύγει η Ουγγαρία ν' αποτελέσει "εσωτερικό" τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, διατηρώντας το σύνταγμά της και μερική αυτονομία, αν και αυτό ήταν μόνο τυπικό.
Μετά την αποχώρηση των Οθωμανών οι Αψβούργοι κυριάρχησαν στο Ουγγρικό Βασίλειο. Η ανανεωμένη επιθυμία των Ούγγρων για ανεξαρτησία οδήγησε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Ράκοτσι. Οι σημαντικότεροι λόγοι του πολέμου αυτού ήταν οι νέοι και υψηλότεροι φόροι καθώς και ένα ανανεωμένο προτεσταντικό κίνημα. Ο Ράκοτσι ήταν ένας Ούγγρος ευγενής, γιος της θρυλικής ηρωίδας κόμησσας Ιλονας Ζρίνι. Πέρασε ένα τμήμα της εφηβείας του ως αιχμάλωτος των Αυστριακών. Τα Κούρουτς ήταν τα στρατεύματα του Ράκοτσι. Αρχικά ο στρατός των Κούρουτς (Ούγγρων εξεγερμένων) πέτυχε αρκετές σημαντικές νίκες εξαιτίας του ανώτερου ελαφρού ιππικού του. Τα όπλα των Κούρουτς ήταν κυρίως πιστόλες, ελαφριές σπάθες και τσεκούρια (ουγγρικά: fokos). Στη Μάχη του Αγίου Γοτθάρδου (1705) ο Γιάνος Μπόττγιαν, πέτυχε αποφασιστική νίκη εναντίον του αυστριακού στρατού. Ο Ούγγρος συνταγματάρχης Άνταμ Μπάλογκ παρολίγον να αιχμαλωτίσει τον Βασιλιά της Ουγγαρίας και Αρχιδούκα της Αυστρίας, Ιωσήφ Α΄.
Το 1708 οι Αψβούργοι τελικά νίκησαν το κύριο σώμα του Ουγγρικού στρατού στη Μάχη του Τρέντσιν, γεγονός που εκμηδένισε την περαιτέρω αποτελεσματικότητα του στρατού των Κούρουτς. Ενώ οι Ούγγροι ήταν αποκαμωμένοι από τις πολεμικές συγκρούσεις οι Αυστριακοί νίκησαν τον Γαλλικό στρατό στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Ως εκ τούτου ήταν ελεύθεροι να στείλουν περισσότερα στρατεύματα στην Ουγγαρία εναντίον των επαναστατών. Η Τρανσυλβανία είχε γίνει ξανά τμήμα της Ουγγαρίας από τα τέλη του 17ου αιώνα. [21][22]
H Εποχή του Διαφωτισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1711, ο Αυστριακός αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ΄ έγινε ο νέος ηγεμόνας της Ουγγαρίας. Kαθ' όλο τον 18ο αιώνα το Βασίλειο της Ουγγαρίας είχε τη δική του Δίαιτα και Σύνταγμα, αλλά τα μέλη του Κυβερνητικού Συμβουλίου (Helytartótanács, γραφείο του παλατίνου) διορίζονταν από τον Αψβούργο μονάρχη, και ο ανώτερος οικονομικός θεσμός, το Ουγγρικό Επιμελητήριο, υπαγόταν απευθείας στο Επιμελητήριο της Αυλής της Βιέννης.
Η μεταρρύθμιση της Ουγγρικής γλώσσας ξεκίνησε υπό τη βασιλεία του Ιωσήφ Β΄. Η εποχή συνολικής μεταρρύθμισης της Ουγγαρίας ξεκίνησε από τον Ίστβαν Σέτσενι, έναν Ούγγρο ευγενή, που έκτισε μία από τις σπουδαιότερες γέφυρες της Ουγγαρίας, τη Γέφυρα των Αλυσίδων, που φέρει το όνομα του. Επίσημη γλώσσα του βασιλείου παρέμεινε η Λατινική μέχρι το 1836, οπότε εισήχθη η ουγγρική.[25][26] Μεταξύ 1844 και 1849 και από το 1867 και έπειτα τα Ουγγρικά είναι η αποκλειστικά χρησιμοποιούμενη επίσημη γλώσσα.
Η Ουγγρική Επανάσταση του 1848
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κύμα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 σάρωσε την Ουγγαρία επίσης. Η Ουγγρική Επανάσταση του 1848 αναζητούσε να ανταποκριθεί στην επί μακρόν καταπιεσμένη επιθυμία για πολιτική αλλαγή, κυρίως με τη μορφή της πολυπόθητης ανεξαρτησίας. Το 1848 δημιουργήθηκε από νεαρούς Ούγγρους πατριώτες η Ουγγρική Εθνοφρουρά. Στη λογοτεχνία το όλο κλίμα της εποχής εκφράστηκε από τον σπουδαιότερο ποιητή της επανάστασης Σάντορ Πέτeφι.
Καθώς ξέσπασε ο πόλεμος με την Αυστρία οι ουγγρικές στρατιωτικές επιτυχίες, που περιλάμβαναν τις εκστρατείες του Ούγγρου στρατηγού Αρτουρ Γκέργκεϊ ανάγκασαν τους Αυστριακούς να περιέλθουν σε αμυντική θέση. Μία από τις πιο διάσημες μάχες της επανάστασης ήταν η μάχη του Πάκοζντ στις 29 Σεπτεμβρίου 1848, όταν οι Ούγγροι επαναστάτες υπό τον αντιστράτηγο Γιάνος Μόγκα νίκησαν τα στρατεύματα του Μπαν της Κροατίας Γιόσιπ Γιέλατσιτς. Φοβούμενοι την ήττα οι Αυστριακοί έκαναν έκκληση στους Ρώσους για βοήθεια. Οι συνδυασμένες δυνάμεις των δύο αυτοκρατοριών συνέτριψαν την επανάσταση. Οι επιθυμητές πολιτικές αλλαγές του 1848 κατεστάλησαν μέχρι τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867 που καθιέρωσε τη δυαδική μοναρχία της Αυστροουγγαρίας.
Aυστροουγγαρία (1867–1918)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867 η Μοναρχία των Αψβούργων έγινε η «δυαδική μοναρχία» της Αυστροουγγαρίας. Η οικονομία της Αυστροουγγαρίας άλλαξε θεαματικά κατά την περίοδο της Δυαδικής Μοναρχίας. Οι τεχνολογικές αλλαγές επιτάχυναν την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εξαπλώθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία κατά την πεντηκονταετή ύπαρξή της και οι παρωχημένοι μεσαιωνικοί θεσμοί συνέχισαν να εκλείπουν. Στις αρχές του 20ού αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της Αυτοκρατορίας άρχισε να γνωρίζει ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν περίπου 1,45% ετησίως από το 1870 έως το 1913. Αυτό το επίπεδο ήταν μεγαλύτερο με εκείνο άλλων ευρωπαϊκών κρατών όπως η Βρετανία (1,00%), η Γαλλία (1,06%) και η Γερμανία (1,51%).
Οι χώρες του Ουγγρικού Στέμματος (που περιλάμβανε το Βασίλειο της Ουγγαρίας, στο οποίο ενσωματώθηκε πλήρως η Τρανσυλβανία, και το Βασίλειο της Κροατίας-Σλαβονίας, που διατηρούσε μια ξεχωριστή ταυτότητα και εσωτερική αυτονομία) απέκτησαν ίσο λαθεστώς με την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Κάθε ένα από τα δύο κράτη που αποτελούσαν την Αυστροουγγαρία διέθετε σημαντική ανεξαρτησία, με ορισμένους θεσμούς, ιδίως τον βασιλικό οίκο, την άμυνα, τις εξωτερικές υποθέσεις και τα οικονομικά για κοινές δαπάνες, να παραμένουν υπό κοινή διαχείριση. Αυτή η ρύθμιση διήρκεσε μέχρι το 1918, όταν οι Κεντρικές Δυνάμεις κατέρρευσαν ηττηθείσες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετάβαση (1918 to 1920)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δύο βραχύβιες δημοκρατίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία ή Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων (Ουγγρικά: Magyarországi Tanácsköztársaság [27] ή Magyarországi Szocialista Szövetséges Tanácsköztársaság [28])) ήταν ένα βραχύβιο ανεξάρτητο κομμουνιστικό κράτος που ιδρύθηκε στην Ουγγαρία.
Διήρκεσε μόνο από τις 21 Μαρτίου ως την 1η Αυγούστου 1919. Ηγέτης του κράτους ήταν ο Μπέλα Κουν αλλά δεν αναγνωρίστηκε από τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ. [29] Ηταν το δεύτερο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο που δημιουργήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, που έφερε τους Μπολσεβίκους στην εξουσία. Η Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων συγκρούστηκε στρατιωτικά με το Βασίλειο της Ρουμανίας, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και τη νεοϊδρυθείσα Τσεχοσλοβακία. Κατέρρευσε την 1η Αυγούστου 1919, όταν οι Ούγγροι έστειλαν εκπροσώπους για να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους στις Ρουμανικές δυνάμεις και ο Μπέλα Κουν, μαζί με άλλους υψηλόβαθμους κομμουνιστές, κατέφυγαν στην Αυστρία.[30]
Μια προσπάθεια το 1919 να σχηματιστεί μια ομοσπονδία με το Βασίλειο της Ρουμανίας απέτυχε επίσης, όταν ο Ρουμάνος Βασιλιάς τελικά αρνήθηκε να δεχτεί το Ουγγρικό στέμμα.[31]
Η παλινόρθωση του Βασιλείου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αποχώρηση των δυνάμεων κατοχής της Ρουμανίας το 1920 η χώρα διολίσθησε σε εμφύλια σύγκρουση, με τους Ούγγρους αντικομμουνιστές και μοναρχικούς να εκκαθαρίζουν το έθνος από κομμουνιστές, αριστερούς και άλλους, από τους οποίους αισθάνονταν ότι απειλούνταν. Στις 29 Φεβρουαρίου 1920, μετά την αποχώρηση και των τελευταίων ρουμανικών δυνάμεων κατοχής, το Βασίλειο της Ουγγαρίας παλινορθώθηκε, καθώς δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός δεξιών πολιτικών δυνάμεων και επανέφερε το καθεστώς της Ουγγαρίας ως συνταγματικής μοναρχίας. Η επιλογή του νέου Βασιλιά καθυστερούσε λόγω εμφύλιων συγκρούσεων και διορίστηκε αντιβασιλέας που θα εκπροσωπούσε τη μοναρχία ο πρώην ναύαρχος της Αυστροουγγαρίας Μίκλος Χόρτυ.
H Συνθήκη του Τριανόν (1920)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα νέα σύνορα που ορίστηκαν το 1920 με τη Συνθήκη του Τριανόν παραχώρησαν το 72% του εδάφους του Βασιλείου της Ουγγαρίας στα γειτονικά κράτη. Επωφελήθηκαν κυρίως η Ρουμανία, τα νεοσύστατα κράτη της Τσεχοσλοβακίας και του Βασίλειου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αλλά η Αυστρία, η Πολωνία και η Ιταλία απέκτησαν επίσης μικρότερες περιοχές. Οι περιοχές που παραχωρήθηκαν στις γειτονικές χώρες συνολικά (και σε κάθε μία ξεχωριστά) διέθεταν πλειοψηφία του μη Ουγγρικού πληθυσμού, αλλά περισσότερα από 3,3 εκατομμύρια εθνοτικά Ούγγροι έμειναν έξω από τα νέα σύνορα της Ουγγαρίας. Πολλοί θεώρησαν αυτό αντίθετο με τους όρους που ορίστηκαν από τα Δεκατέσσερα Σημεία του Προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, που είχαν ως στόχο να σεβαστούν την εθνοτική σύνθεση των εδαφών. Καθώς ο Πρόεδρος Ουίλσον αποχώρησε από τη διάσκεψη για να τονίσει τη διαφωνία του και επειδή το αμερικανικό Κογκρέσο δεν επικύρωσε τη συνθήκη οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το Βασίλειο της Ουγγαρίας υπέγραψαν ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης στις 29 Αυγούστου 1921. [35]
Mεταξύ 1920 και 1946
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεσοπόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα νέα διεθνή σύνορα χώρισαν τη βιομηχανική βάση της Ουγγαρίας από τις πηγές πρώτων υλών και τις πρώην αγορές γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων της. Η Ουγγαρία έχασε το 84% των πόρων ξυλείας, το 43% της καλλιεργήσιμης γης και το 83% του σιδηρομεταλλεύματος. Επιπλέον η μετά το Τριανόν Ουγγαρία κατείχε το 90% της βιομηχανίας μηχανών και εκτυπώσεων του Βασιλείου, ενώ διατήρησε μόνο το 11% της ξυλείας και το 16% του σιδήρου. Επιπλέον το 61% της καλλιεργήσιμης γης, το 74% των δημόσιων οδών, το 65% των καναλιών, το 62% των σιδηροδρόμων, το 64% των δρόμων με σκληρή επιφάνεια, το 83% της παραγωγής χυτοσιδήρου, το 55% των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, το 100% των ορυχείων χρυσού, αργύρου, χαλκού, υδραργύρου και αλατιού και το 67% των πιστωτικών και τραπεζικών ιδρυμάτων του προπολεμικού Βασιλείου της Ουγγαρίας βρέθηκαν στο έδαφος των γειτόνων της Ουγγαρίας. [36][37][38]
Επειδή το μεγαλύτερο μέρος της προπολεμικής βιομηχανίας της χώρας είχε συγκεντρωθεί κοντά στη Βουδαπέστη η Ουγγαρία διατήρησε περίπου το 51% του βιομηχανικού της πληθυσμού και το 56% της βιομηχανίας της. Ο Χόρτυ διόρισε τον κόμη Παλ Τέλεκι πρωθυπουργό τον Ιούλιο του 1920. Η κυβέρνησή του εξέδωσε ένα νόμο ποσόστωσης, που περιόριζε την εισαγωγή «πολιτικώς ανασφαλών στοιχείων» (συνήθως Εβραίων) στα πανεπιστήμια και, προκειμένου να κατευνάσει την αγροτική δυσαρέσκεια, έκανε τα πρώτα βήματα προς την εκπλήρωση υπόσχεση μείζονος μεταρρύθμισης της γης με διαίρεση περίπου 3.850 τ.χλμ. από τα μεγαλύτερα κτήματα σε μικρές εκμεταλλεύσεις. Η κυβέρνηση του Τέλεκι παραιτήθηκε ωστόσο, μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του Καρόλου Δ΄ να ανακτήσει τον θρόνο της Ουγγαρίας τον Μάρτιο του 1921. Η επιστροφή του Βασιλιά Καρόλου προκάλεσε διχασμό μεταξύ των συντηρητικών που τάχθηκαν υπέρ της αποκατάστασης των Αψβούργων και των εθνικιστών δεξιών ριζοσπαστών, που υποστήριξαν την εκλογή Ούγγρου βασιλιά. Ο κόμης Ιστβαν Μπέτλεν, ανεξάρτητος δεξιός βουλευτής του κοινοβουλίου, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη ρήξη σχηματίζοντας ένα νέο Κόμμα Ενότητας υπό την ηγεσία του. Ο Χόρτυ τότε τον διόρισε πρωθυπουργό. Ο Κάρολος Δ΄ πέθανε λίγο μετά την αποτυχία του για δεύτερη φορά να ανακτήσει τον θρόνο τον Οκτώβριο του 1921.
Ως πρωθυπουργός ο Μπέτλεν κυριάρχησε στην ουγγρική πολιτική μεταξύ 1921 και 1931. Δημιούργησε μια πολιτική μηχανή τροποποιώντας τον εκλογικό νόμο, παρέχοντας θέσεις εργασίας στη διευρυνόμενη γραφειοκρατία στους υποστηρικτές του και χειραγωγώντας τις εκλογές σε αγροτικές περιοχές. Αποκατέστησε την τάξη στη χώρα δίνοντας στους ριζοσπάστες αντεπαναστάτες επιδόματα και κυβερνητικές θέσεις εργασίας με αντάλλαγμα την παύση της εκστρατείας τρόμου εναντίον των Εβραίων και των αριστερών. Το 1921 έκανε μια συμφωνία με τους Σοσιαλδημοκράτες και τα συνδικάτα (το λεγόμενο Σύμφωνο Μπέτλεν-Πέγερ), συμφωνώντας, μεταξύ άλλων, να νομιμοποιήσει τη δράση τους και να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατούμενους σε αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους να απέχουν από τη διάδοση αντιουγγρικής προπαγάνδας, την πρόκληση πολιτικών απεργιών και την οργάνωση των αγροτών. Ο Μπέτλεν ενέταξε την Ουγγαρία στην Κοινωνία των Εθνών το 1922 και την έβγαλε από τη διεθνή απομόνωση υπογράφοντας συνθήκη φιλίας με την Ιταλία το 1927. Η αναθεώρηση της Συνθήκης του Τριανόν ανέβηκε στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας της Ουγγαρίας και η στρατηγική που ακολουθούσε ο Μπέτλεν συνίστατο στην ενίσχυση της οικονομίας και την οικοδόμηση σχέσεων με ισχυρότερα έθνη. Η αναθεώρηση της συνθήκης είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη στην Ουγγαρία που ο Μπέτλεν τη χρησιμοποιούσε, τουλάχιστον εν μέρει, για να αποτρέψει την κριτική για τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πολιτικές του.
Η Μεγάλη Υφεση προκάλεσε πτώση του βιοτικού επιπέδου και το πολιτικό κλίμα της χώρας μετατοπίστηκε περαιτέρω προς τα δεξιά. Το 1932 ο Χόρτυ διόρισε έναν νέο πρωθυπουργό, τον Γκιούλα Γκέμπες, που άλλαξε την πορεία της ουγγρικής πολιτικής προς στενότερη συνεργασία με τη Γερμανία. Ο Γκέμπες υπέγραψε μια εμπορική συμφωνία με τη Γερμανία που έβγαλε την οικονομία της Ουγγαρίας από την ύφεση, αλλά κατέστησε την Ουγγαρία εξαρτημένη από τη γερμανική οικονομία τόσο για πρώτες ύλες όσο και για αγορές. Στις 2 Νοεμβρίου 1938, ως αποτέλεσμα της Πρώτης Επιδίκασης της Βιέννης, τμήματα της Τσεχοσλοβακίας - της Νότιας Σλοβακίας και τμήματος της Ρουθηνίας των Καρπαθίων - επιστράφηκαν στην Ουγγαρία, μια έκταση 11.927 τ.χλμ. με πληθυσμό 869,299 (86,5% εκ των οποίων ήταν Ούγγροι με την απογραφή του 1941). Μεταξύ 5 Νοεμβρίου και 10 Νοεμβρίου οι Ουγγρικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν ειρηνικά τα πρόσφατα επιστραφέντα εδάφη. [39] Ο Χίτλερ υποσχέθηκε αργότερα να προσαρτήσει όλη τη Σλοβακία στην Ουγγαρία με αντάλλαγμα μια στρατιωτική συμμαχία, αλλά η προσφορά του απορρίφθηκε. Αντ'αυτού ο Χόρτυ επέλεξε να επιδιώξει μια εδαφική αναθεώρηση που θα γινόταν με εθνικά κριτήρια. Τον Μάρτιο του 1939 η Τσεχοσλοβακική Δημοκρατία διαλύθηκε, η Γερμανία εισέβαλε σε αυτήν και ιδρύθηκε το Προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας. Στις 14 Μαρτίου η Σλοβακία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος.
Στις 15 Μαρτίου ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος η Καρπαθοουκρανία. Η Ουγγαρία απέρριψε την ανεξαρτησία της Καρπαθοουκρανίας και, μεταξύ 14 Μαρτίου και 18 Μαρτίου, οι ουγγρικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν την υπόλοιπη Ρουθηνία των Καρπαθίων και έδιωξαν την κυβέρνηση του Αυγουστίν Βολόσιν. Αντίθετα η Ουγγαρία αναγνώρισε το ναζιστικό κράτος-μαριονέτα της Σλοβακίας με επικεφαλής τον φασίστα κληρικό Γιόζεφ Τίσο. [40] Τον Σεπτέμβριο του 1940, με στρατεύματα να συγκεντρώνονται και στις δύο πλευρές των ουγγρορουμανικών συνόρων, ο πόλεμος αποτράπηκε με τη Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης, που προσάρτησε το βόρειο μισό της Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία, με συνολική έκταση 43.492 τ.χλμ. και πληθυσμό 2.578.100 με 53,5% Ουγγρική πλειοψηφία σύμφωνα με την απογραφή του 1941. Χωρίζοντας την Τρανσυλβανία μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας, ο Χίτλερ μπόρεσε να χαλαρώσει τις εντάσεις στην Ουγγαρία. Τον Οκτώβριο του 1940 οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια πολιτική αμοιβαιότητας μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας, που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην περιοχή της Ρουθηνίας των Καρπαθίων δόθηκε ειδικό αυτόνομο καθεστώς με την πρόθεση να αυτοδιοικηθει τελικά από τη ρουθηνική μειονότητα.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1941–1945
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την προσάρτηση τμήματος της νότιας Τσεχοσλοβακίας και της Ρουθηνίας των Καρπαθίων από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς με την Πρώτη Επιδίκαση της Βιέννης το 1938 και στη συνέχεια της Βόρειας Τρανσυλβανία με τη Δεύτερη το 1940, η Ουγγαρία συμμετείχε στις πρώτες στρατιωτικές της ενέργειες στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα το 1941. Έτσι ο ουγγρικός στρατός συμμετείχε στην εισβολή στη Γιουγκοσλαβία, αποκτώντας μερικά ακόμη εδάφη. Στις 22 Ιουνίου 1941 η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση με την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Η Ουγγαρία εντάχθηκε στη γερμανική προσπάθεια και κήρυξε τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση στις 26 Ιουνίου, μπαίνοντας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό του Άξονα. Στα τέλη του 1941 τα ουγγρικά στρατεύματα στο Ανατολικό Μέτωπο σημείωσαν επιτυχία στη Μάχη της Ουμάν. Το 1943, μετά τις εξαιρετικά μεγάλες απώλειες της Δεύτερης Ουγγρικής Στρατιάς στον ποταμό Ντον, η ουγγρική κυβέρνηση προσπάθησε να διαπραγματευτεί συνθηκολόγηση με τους συμμάχους. Στις 19 Μαρτίου 1944, ως αποτέλεσμα αυτής της διπροσωπίας, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ουγγαρία με τη λεγόμενη Επιχείρηση Μαργαρίτα. Τότε ήταν σαφές ότι η ουγγρική πολιτική θα καταπιεζόταν σύμφωνα με την πρόθεση του Χίτλερ να κρατήσει τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό του Ναζιστικού Τρίτου Ράιχ λόγω της στρατηγικής της θέσης. Στις 15 Οκτωβρίου 1944 ο Χόρτυ έκανε μια συμβολική προσπάθεια να αποδεσμεύσει την Ουγγαρία από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί ξεκίνησαν την επιχείρηση Πάντσερφαουστ και το καθεστώς του Χόρτυ αντικαταστάθηκε από μια φασιστική κυβέρνηση-μαριονέτα υπό τον Γερμανό ηγέτη του Σταυρού του Βέλους Φέρεντς Σάλασι, τερματίζοντας έτσι ουσιαστικά τη δυνατότητα για ανεξάρτητες ενέργειες στον πόλεμο. Ωστόσο η μορφή διακυβέρνησης άλλαξε σε δημοκρατία μόνο μετά από δύο χρόνια.
Μετάβαση σε δημοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας το 1944 η Σοβιετική Ένωση επέβαλε σκληρούς όρους επιτρέποντας στους Ρώσους να αρπάξουν σημαντικά υλικά περιουσιακά στοιχεία και να ελέγξουν τις εσωτερικές υποθέσεις. [41] Καθώς ο Κόκκινος Στρατός δημιούργησε αστυνομικά όργανα για τη δίωξη των «ταξικών εχθρών», οι Σοβιετικοί υπέθεσαν ότι ο εξαθλιωμένος ουγγρικός πληθυσμός θα υποστήριζε τους Κομμουνιστές στις εκλογές που θα ακολουθούσαν. [42] Οι κομμουνιστές τα πήγαν άσχημα, έλαβαν μόνο το 17% των ψήφων, με αποτέλεσμα μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον πρωθυπουργό Ζόλταν Τίλντυ. [43] Η σοβιετική παρέμβαση ωστόσο οδήγησε σε μια κυβέρνηση που αγνόησε τον Τίλντυ, τοποθέτησε τους κομμουνιστές σε σημαντικά υπουργεία και επέβαλε περιοριστικά και κατασταλτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης του πρώτου Κόμματος των Ανεξάρτητων Μικροιδιοκτητών, Αγροτικών Εργατών και Πολιτών. [42] Το 1945 ο Σοβιετικός Στρατάρχης Κλιμέντ Βοροσίλοφ ανάγκασε την ελεύθερα εκλεγμένη ουγγρική κυβέρνηση να παραδώσει το Υπουργείο Εσωτερικών σε υποψήφιο του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο κομμουνιστής Υπουργός Εσωτερικών Λάζλο Ράικ ίδρυσε τη μυστική αστυνομία τ HVH, που κατέστειλε την πολιτική αντιπολίτευση μέσω εκφοβισμού, ψευδών κατηγοριών, φυλάκισης και βασανιστηρίων. [44] Το 1946 η μορφή διακυβέρνησης άλλαξε σε δημοκρατία. Λίγο μετά την κατάργηση της μοναρχίας η Σοβιετική Ένωση πίεσε τον Ούγγρο ηγέτη Mάτυας Ράκοσι να ακολουθήσει μια γραμμή "εντονότερης ταξικής πάλης". Αυτό που προέκυψε ήταν ένα κομμουνιστικό κράτος, που διήρκεσε μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 1956, όταν η Σοβιετική ρωσική κατοχή σαρώθηκε από την Ουγγρική εξέγερση, που επικράτησε ως τις 10 Νοεμβρίου 1956. Η σοβιετική κατοχή αποκαταστάθηκε στη συνέχεια, διήρκεσε μέχρι το 1989, όταν οι κομμουνιστές συμφώνησαν να εγκαταλείψουν το μονοπώλιό τους στην εξουσία, ανοίγοντας τον δρόμο για ελεύθερες εκλογές τον Μάρτιο του 1990. Στη σημερινή δημοκρατία το Βασίλειο θεωρείται ως ένα μακρύ στάδιο στην ανάπτυξη του κράτους. Αυτή η αίσθηση συνέχειας αντικατοπτρίζεται στα εθνικά σύμβολα της δημοκρατίας, όπως το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας και το Εθνόσημό της, που είναι το ίδιο με την εποχή της μοναρχίας. Διατηρήθηκαν επίσης πολλές αργίες, η επίσημη γλώσσα (ουγγρικά) και η πρωτεύουσα Βουδαπέστη. Το επίσημο ουγγρικό όνομα της χώρας είναι Magyarország (απλώς Ουγγαρία) από το 2012, [8] που ήταν επίσης το κοινό όνομα της μοναρχίας. [7] Η χιλιετία του ουγγρικού κράτους εορτάστηκε το 2000. [45]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Kristó Gyula – Barta János – Gergely Jenő: Magyarország története előidőktől 2000-ig (History of Hungary from the prehistory to 2000), Pannonica Kiadó, Budapest, 2002, (ISBN 963-9252-56-5), p. 687, pp. 37, pp. 113 ("Magyarország a 12. század második felére jelentős európai tényezővé, középhatalommá vált."/"By the 12th century Hungary became an important European factor, became a middle power.", "A Nyugat részévé vált Magyarország.../Hungary became part of the West"), pp. 616–644
- ↑ Stickel, Gerhard (2010). National, regional and minority languages in Europe: contributions to the annual conference 2009 of EFNIL in Dublin. Peter Lang. ISBN 9783631603659 – μέσω Google Books.
- ↑ «Hungary | Culture, History, & People». Encyclopedia Britannica.
- ↑ Leslie Konnyu, Hungarians in the United States: an immigration study, American Hungarian Review, 1967, p. 4 [1]
- ↑ László Kósa, István Soós, A companion to Hungarian studies, Akadémiai Kiadó, 1999, p. 16 [2]
- ↑ Hintersteiner, Norbert (9 Φεβρουαρίου 2017). Naming and Thinking God in Europe Today: Theology in Global Dialogue. Rodopi. ISBN 978-9042022058 – μέσω Google Books.
- ↑ 7,0 7,1 «Magyarország geográfiai szótára». www.fszek.hu.
- ↑ 8,0 8,1 Fundamental Law of Hungary (2012), Wikisource
- ↑ Alex Kish, George (2011). The Origins of the Baptist Movement Among the Hungarians: A History of the Baptists in the Kingdom of Hungary From 1846 to 1893. BRILL. σελ. 18. ISBN 9789004211360.
- ↑ N. Ciolan, Ioan (1993). Transylvania: Romanian History and Perpetuation. Military Publishing House. σελ. 41. ISBN 9789733203162.
Catholicism in the Hungarian Kingdom was a state religio
- ↑ Hóman, Bálint (1983). King Stephen the Saint. University of Wisconsin Press. σελ. 18. ISBN 9789733203162.
The Roman Catholic Church was placed under State protection, while the Catholic religion became the state religion of the Hungarian Kingdom
- ↑ «Aba Sámuel». www.csongrad-megye.hu.
- ↑ [3] Αρχειοθετήθηκε 6 December 2007 στο Wayback Machine.
- ↑ Larousse online encyclopedia, Histoire de la Croatie: (in γαλλική)
- ↑ «Croatia (History)». Britannica. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/143561/Croatia/223953/History.
- ↑ John Van Antwerp Fine: The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century, 1991, p. 288
- ↑ Barna Mezey: Magyar alkotmánytörténet, Budapest, 1995, p. 66
- ↑ Turnbull, Stephen R (2003). The Ottoman Empire, 1326–1699. New York (USA): Osprey Publishing Ltd. σελίδες 55. ISBN 0-415-96913-1.
- ↑ Shelton, Edward (1867). The book of battles: or, Daring deeds by land and sea. London, UK: Houlston and Wright. σελίδες 82–83.
- ↑ Turnbull, Stephen R. (2003). The Ottoman Empire, 1326–1699. New York, USA: Osprey Publishing Ltd. σελίδες 55–56. ISBN 0-415-96913-1.
- ↑ «Transylvania | Location & History». Encyclopedia Britannica.
- ↑ «Grand Principality of Transylvania». TheFreeDictionary.com.
- ↑ Spatiul istoric si ethnic romanesc, Editura Militara, Bucuresti, 1992
- ↑ «Browse Hungary's detailed ethnographic map made for the Treaty of Trianon online». dailynewshungary.com. 9 Μαΐου 2017.
- ↑ «1836. évi III. törvénycikk a Magyar Nyelvről». 1000ev.hu. Wolters Kluwer Kft. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2021.
- ↑ «A Pallas nagy lexikona "Hivatalos nyelv"». www.mek.iif.hu. Országos Széchenyi Könyvtár – Hungarian Electronic Library.
- ↑ «A Forradalmi Kormányzótanács XXVI. számú rendelete – Wikiforrás». hu.wikisource.org.
- ↑ Official name of the state between 23 June and 1 August according to the constitution, see: A Magyarországi Szocialista Szövetséges Tanácsköztársaság alkotmánya (in Hungarian)
- ↑ Brecher, Michael· Wilkenfeld, Jonathan (1 Ιανουαρίου 1997). A Study of Crisis. University of Michigan Press. ISBN 0472108069 – μέσω Google Books.
- ↑ «Hungary Hungarian Soviet Republic – Flags, Maps, Economy, Geography, Climate, Natural Resources, Current Issues, International Agreements, Population, Social Statistics, Political System». 2002.
- ↑ Béla K. Király, Gunther Erich Rothenberg, War and Society in East Central Europe: Trianon and East Central Europe antecedents and repercussions, p. 114
- ↑ Francis Tapon: The Hidden Europe: What Eastern Europeans Can Teach Us, Thomson Press India, 2012
- ↑ Molnar, A Concise History of Hungary, p. 262
- ↑ Richard C. Frucht, Eastern Europe: An Introduction to the People, Lands, and Culture pp. 359–360M1
- ↑ 1921. évi XLVIII. törvénycikk az Amerikai Egyesült-Államokkal 1921. évi augusztus hó 29. napján Budapesten kötött békeszerződés becikkelyezéséről – XLVIII. Act of 1921 about the enactment the peace treaty signed in Budapest on 29. August 1921 with the United States of America – http://www.1000ev.hu/index.php?a=3¶m=7504 Αρχειοθετήθηκε 2017-09-21 στο Wayback Machine.
- ↑ Flood-light on Europe: a guide to the next war by Felix Wittmer, published by C. Scribner's sons, 1937, Item notes: pt. 443, Original from Indiana University, Digitized 13 November 2008 p. 114
- ↑ History of the Hungarian Nation by Domokos G. Kosáry, Steven Béla Várdy, Danubian Research Center, Published by Danubian Press, 1969, Original from the University of California, Digitized 19 June 2008 p. 222
- ↑ The European powers in the First World War: an encyclopedia by Spencer Tucker, Laura Matysek Wood, Justin D. Murphy, Edition: illustrated, Published by Taylor & Francis, 1996 (ISBN 0-8153-0399-8), (ISBN 978-0-8153-0399-2), p.697 [4]
- ↑ Thomas, The Royal Hungarian Army in World War II, pg. 11
- ↑ «Slovakia». U.S. Department of State.
- ↑ Wettig 2008, σελ. 51
- ↑ 42,0 42,1 Wettig 2008, σελ. 85
- ↑ Norton, Donald H. (2002). Essentials of European History: 1935 to the Present, p. 47. REA: Piscataway, New Jersey. (ISBN 0-87891-711-X).
- ↑ UN General Assembly Special Committee on the Problem of Hungary (1957) «Chapter II.N, para 89(xi) (p. 31)» (PDF). (1.47 MB)
- ↑ «Text of the Millennium Act». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2009.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Kingdom of Hungary στο Wikimedia Commons