Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιορκία της Ακρόπολης (1826-27)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιορκία της Ακρόπολης
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Σκηνή από την Ελληνική Επανάσταση του 1821
(Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου υπό την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη).
Χρονολογία3 Αυγούστου 1826 - 25 Μαΐου 1827
ΤόποςΑκρόπολη
ΈκβασηΠαράδoση Ακρόπολης στους Τούρκους
Αντιμαχόμενοι
Ελληνικός τακτικός στρατός της Επανάστασης του 1821
Σώματα ατάκτων διοικούμενα από Έλληνες οπλαρχηγούς
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
6.000
10.000

Η πολιορκία της Ακρόπολης αποτέλεσε μια κρίσιμη καμπή στο πλαίσιο του αγώνα για ανεξαρτησία τών Ελλήνων. Τόσο από στρατηγικής όσο και από διπλωματικής απόψεως η απελευθέρωση της Αθήνας βάραινε στην έκβαση του αγώνα αλλά και στην προώθηση του αιτήματος για ανεξαρτησία και την εξασφάλιση διεθνούς στήριξης.

Η εξέλιξη της επανάστασης το 1826

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου επήλθε κατάπτωση της επανάστασης στην Δυτική Ελλάδα. Ο Κιουταχής εξεστράτευσε στην Ανατολική Ελλάδα. Στο πέρασμά του υπέταξε την Εσπερία Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, και εγκατέστησε φρουρά για να διατηρεί τη συγκοινωνία Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας με τη Θεσσαλία, Ανατολική Στερεά Ελλάδα, Εύβοιας και Πελοποννήσου. Πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και οι Βαρνακιώτης, Δυοβουνιώτης, Ράγκος, Κοντογιάννης, Ίσκος υποκρίνονταν υποταγή. Ο Καραϊσκάκης, αν και ασθενής αντιτάσσονταν όσο μπορούσε στέλνοντας αποσπάσματα επαναστατών σε επίκαιρες θέσεις εναντίον του περάσματος του Κιουταχή. Συγχρόνως εξεστράτευσε και ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου στην Αττική με 5.000 στρατό και στρατοπέδευσε στο Καπανδρίτι. Από εκεί έκανε επιδρομές λεηλατώντας τα μέρη γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά.

Η κατάληψη της Αθήνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυνάμεις του Κιουταχή, 2.000 πεζοί και 1.000 ιππείς, ενώθηκαν με αυτές του Ομέρ πασά στο Καπανδρίτι και την 1η Ιουλίου κατέλαβαν το Λιόπεσι που ήταν αφύλακτο καθώς οι οπλαρχηγοί Γιάννης Ντάβαρης και Αναγνώστης Γιάννης Ντάβαρης ευρίσκονταν στην πολιορκία της Ακρόπολης και στις 3 Ιουλίου κατέλαβαν την Μονή Πετράκη, τα Πατήσια, τα Σεπόλια και το Χάνι του Χασεκή. Από τις 3 Ιουλίου του 1826 ο Κιουταχής με 10.000 ιππείς, πεζούς και πολλά πυροβόλα στρατοπεδεύει κοντά στην Αθήνα. Στις 5 Ιουλίου οι Έλληνες κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου, οι Τούρκοι την Πνύκα, την Αγία Τριάδα και την Αγία Μαρίνα. Στις 6 Ιουλίου κατελήφθη ο Άγιος Αθανάσιος στο Θησείο.

Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Αθήνα και έκαναν καταδρομές. 2000 ιππείς και πεζοί του Ασλάνμπεη συνεπλάκησαν στις 10, 11 και 12 Ιουλίου με τον Κριεζώτη και Βάσσο, οι οποίοι εξεστράτευσαν από την Ελευσίνα και ανάγκασαν τον εχθρό να υποχωρήσει καίγοντας τη Μαγούλα και τη Μάνδρα.

Στις 11 Ιουλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου και κατεδίωξαν τους Έλληνες. Την επόμενη αντεπιτέθηκε ο Γκούρας και έδιωξε τους Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν στο στρατόπεδο της Μονής Πετράκη. Την επόμενη (13 Ιουλίου) οι Έλληνες εξόρμησαν από την Ακρόπολη με αρχηγούς τον Γκούρα και Μακρυγιάννη και έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή. Συνεχίστηκαν και άλλες πολλές αψιμαχίες.

Μάχες έξω από την Ακρόπολη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την Μάχη στην Αράχωβα

Από τις 3 Ιουλίου του 1826 ο Κιουταχής με 10.000 ιππείς, πεζούς και πολλά πυροβόλα είχε στρατοπεδεύσει κοντά στην Αθήνα. Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από το Ναύπλιο στις 19 Ιουλίου και έφθασε στη Σαλαμίνα με μια δύναμη που δεν ξεπερνούσε τους 130 πολεμιστές, λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να τον εφοδιάσει καλύτερα. Εκτός της Ακρόπολης των Αθηνών που τη φρουρούσε ο Γκούρας, τις θέσεις Κάζα και Δερβενοχώρια φρουρούσαν δύο οπλαρχηγοί, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης και ο Νικόλαος Κριεζώτης οι οποίοι είχαν απορρίψει όλες τις προτάσεις υποταγής. Ο Καραϊσκάκης αφού συνεννοήθηκε με αυτούς έστησε το στρατηγείο του στην Ελευσίνα όπου κατόρθωσε μέσα σε μικρό διάστημα να συγκεντρώσει 1.000 περίπου Πελοποννήσιους υπό τον Γεώργιο Χελιώτη, τους οποίους έθεσε στις διαταγές του Φαβιέρου. Έτσι με τα αποσπάσματα στρατιωτών που ήδη υπήρχαν ο στρατός αυξήθηκε στους 3.500 μαχητές. Ο Καραϊσκάκης προέλασε χωρίς εφόδια, μόνο με ψωμί επί τρεις ημέρες και στρατοπέδευσε στο Χαϊδάρι. Απέκρουσε μια επίθεση, τρέποντας τους εχθρούς του σε φυγή, αλλά στις 7 Αυγούστου προσήλθε στο στρατόπεδο του Ομέρ Πασά της Καρύστου με 5.000 πεζούς και 1.000 ιππείς. Ο Καραϊσκάκης αδυνατώντας να αντιμετωπίσει αυτή τη δύναμη κρούσης ζήτησε τη βοήθεια του Φαβιέρου αλλά ούτε και με τη βοήθειά του μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους χιλιάδες ιππείς και το πεζικό των Τούρκων. Καραϊσκάκης και Φαβιέρος διαφωνούσαν ως προς τις μεθόδους μάχης. Ο Φαβιέρος με τον τακτικό του στρατό δεν ήθελε να πολεμά πίσω από οχυρώματα όπως προτιμούσε ο Καραϊσκάκης, ειδικά όταν, όπως στη περίπτωση αυτή, δεν υποστηριζόταν από ικανό πυροβολικό. Ο Φαβιέρος δυσαρεστημένος έφυγε για τη Σαλαμίνα, ενώ τον ακολούθησαν αρκετοί ακόμη που ήταν δυσαρεστημένοι με την αρχηγία τού Καραϊσκάκη. Το στρατόπεδο της Ελευσίνας κινδύνευε να ερημωθεί.

Μάχη Χαϊδαρίου

Οι δυνάμεις των πολιορκημένων Αθηναίων ήταν γύρω στους 1.400 άνδρες αποφασισμένοι να πεθάνουν μέχρις ενός, εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του Μεσολογγίου[1]. Όλος ο μήνας πέρασε με μικρές αιφνιδιαστικές εξόδους των πολιορκημένων, με τις οποίες κατέφεραν πλήγματα στους αντιπάλους τους. Στις 3 Αυγούστου, 5.000 Τούρκοι χτύπησαν ένα αδύνατο σημείο των τειχών που υπεράσπιζαν 800 Έλληνες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και να κλειστούν στην Ακρόπολη. Οι Έλληνες συνέχισαν τις αιφνιδιαστικές καθόδους. Μέσα στην Ακρόπολη, παρά τις επιτυχίες των πολιορκημένων, το ηθικό των ανδρών του φρούραρχου της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα είχε διαβρωθεί και ορισμένοι ήθελαν να λιποτακτήσουν. Για αυτόν τον λόγο ο Γκούρας και οι δημογέροντες της Αθήνας ήθελαν να εισέλθει ένα ακόμα σώμα στην Ακρόπολη. Οι Επτανήσιοι επιχείρησαν να μπουν δύο φορές, αλλά και τις δύο φορές απέτυχαν. Οι δυσκολίες μεγάλωναν και όλοι περίμεναν βοήθεια από τον Καραϊσκάκη. Γύρω από την Ακρόπολη στρατεύματα υπό τον Καραϊσκάκη, τον Φαβιέρο, τον Μαυροβουνιώτη και τον Κριεζώτη, διεξάγουν μάχες με τα στρατεύματα του Κιουταχή.

Θάνατος Γκούρα, Είσοδος Κριεζώτη και Φαβιέρου στην Ακρόπολη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 30 Σεπτεμβρίου σκοτώνεται από εχθρική σφαίρα ο φρούραρχος της Ακρόπολης Γιάννης Γκούρας[2]. Ο Κιουταχής προσπαθώντας να επωφεληθεί από αυτό, εξαπολύει επιθέσεις τα χαράματα τής 2ας προς 3η Οκτωβρίου στη θέση Λιοντάρι. Νέα επίθεση έγινε τα χαράματα τής 7ης Οκτωβρίου, η οποία εξελίχθηκε σε δίωρη μάχη, η μεγαλύτερη ως τότε, χωρίς αποτέλεσμα. Οι συγκρούσεις σώμα με σώμα συνεχίζονταν με διαλείμματα ως το βράδυ. Το πρωί οι Έλληνες ανατινάξαν τους υπονόμους τους και επωφελούμενοι από την ζάλη των πολιορκητών προξένησαν αρκετές απώλειες στον εχθρό[2]. Στη δεύτερη επίθεση των Τούρκων τραυματίστηκε μεταξύ άλλων και ο Μακρυγιάννης που ήταν μεταξύ των υπερασπιστών της. Μετά από αυτήν τη μάχη δύο αγγελιοφόροι κατάφεραν να μπουν στην Ακρόπολη και να ανακοινώσουν ότι ο Καραϊσκάκης με τους Σουλιώτες κινούνται εναντίον του εχθρικού στρατοπέδου και ότι ο Κριεζώτης με τον Μαμούρη ετοιμάζονταν να έλθουν στην Ακρόπολη ενώ ο Φαβιέρος βάδιζε προς τον Ωρωπό[3].

Ο Καραϊσκάκης πρότεινε να εισέλθει στην Ακρόπολη ο Κριεζώτης με τους άνδρες του. Στις 12 Οκτωβρίου, ο Κριεζώτης και 450 άνδρες του κατόρθωσαν να φτάσουν απαρατήρητοι ως τον λόφο τού Φιλοπάππου και από εκεί, αφού έτρεψαν σε φυγή τους λίγους Τούρκους που φρουρούσαν το σημείο αυτό να ανέβουν σώοι στην Ακρόπολη[2]. Ο Καραϊσκάκης ταυτόχρονα επιχειρούσε αντιπερισπασμό στα Πατήσια. Στις 17 Νοεμβρίου οι πολιορκημένοι ζήτησαν ποσότητα μπαρουτιού από την κυβέρνηση. Μάλιστα ο ίδιος ο Μακρυγιάννης βγήκε για να μεταφέρει το αίτημα[2]. Η επιχείρηση ανεφοδιασμού των πολιορκημένων ανατέθηκε από την κυβέρνηση στον Φαβιέρο, ο οποίος βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στα Μέγαρα. Ο Φαβιέρος, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση, μαζί με δύο τάγματα πεζικού, τους φιλέλληνες και τους πυροβολητές, συνολικά 480 άνδρες, έφτασε από την περιοχή Τρεις Πύργοι (λιμάνι του Φαλήρου), μεταφέροντας την πυρίτιδα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα οι άνδρες του Φαβιέρου και ενώ βρίσκονταν στην περιοχή ανάμεσα στο λόφο των Μουσών και στο Ωδείο, έγιναν αντιληπτοί από την τουρκική φρουρά και ενεπλάκησαν σε μάχη σώμα με σώμα. Οι άνδρες του Κριεζώτη που φυλούσαν αυτό το σημείο της Ακρόπολης παρεξήγησαν αρχικά και άρχισαν να πυροβολούν. Γρήγορα όμως αντελήφθησαν τι συνέβαινε και έσπευσαν να βοηθήσουν τους Έλληνες. Από τη συμπλοκή σκοτώθηκαν 100 Έλληνες και τραυματίστηκαν 25[4], ωστόσο η επιχείρηση ήταν μεγάλη επιτυχία καθώς ο ανεφοδιασμός των πολιορκημένων ήταν πολύ σημαντικός.

Στο μεταξύ ο Καραϊσκάκης αποφάσισε με ορισμένα σώματα να βαδίσει στις επαρχίες της Στερεάς, για να εγκαρδιώσει τους κατοίκους, να διώξει τις τουρκικές φρουρές και να αναγκάσει τον Κιουταχή να τρέξει πίσω του αφήνοντας έτσι λίγες δυνάμεις στην Αθήνα[5]. Ενώ ο Καραϊσκάκης θα κινούταν δυτικά, τα σώματα των Θρακομακεδόνων θα απέκλειαν τις επικοινωνίες των τουρκικών δυνάμεων. Στις 25 Οκτωβρίου μεταβίβασε στην Ελευσίνα δύναμη ικανή να διατηρήσει αυτή τη θέση και επέτρεψε να ηγηθεί ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, που είχε φύγει από τη Ρούμελη με 2.500 πολεμιστές. Η δύναμη ήταν μικρή αλλά αποτελούνταν από τους καλύτερους άνδρες που είχε τότε η Ελλάδα και προπάντων παλαίμαχους που είχαν διαπρέψει κατά την έξοδο του Μεσολογγίου. Εκτός από αυτό αναδείχτηκαν σe αυτήν την εκστρατεία και νέοι μαχητές ιδιαίτερα αγαπητοί στον Καραϊσκάκη, όπως ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Χατζηπέτρος. Η απουσία του Καραϊσκάκη από την Αττική διήρκεσε τέσσερεις μήνες.

Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1827 διάφοροι επίσημοι με επιστολές ζητούσαν την παρουσία του Καραϊσκάκη στην Ακρόπολη. Η παρουσία του στην περιοχή ήταν απαραίτητη, επειδή εκεί είχαν προστρέξει διάφορα τουρκικά στρατεύματα. Οι Τούρκοι, οι οποίοι αποτελούνταν από 2.000 πεζούς και 600 ιππείς, επιδιώκοντας να διαλύσουν τα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονται στο Καματερό, εκστράτευσαν εναντίον τους και χτύπησαν στις 27 Ιανουαρίου τα ταμπούρια τους με 3 κανόνια, με αποτέλεσμα να καθηλώσουν τους Έλληνες στο Φάληρο και να μην μπορούν να βοηθήσουν τους υπόλοιπους Έλληνες. Αμέσως μετά κατέλαβαν την Ελευσίνα και οι Έλληνες τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες ήταν σοβαρές με 500 νεκρούς[6].

Τρεις μέρες μετά, η ήττα των Ελλήνων στο Καματερό αντισταθμίστηκε με τη νίκη τους στην Καστέλλα και την αποτυχία του Κιουταχή και των 4.000 πεζών και ιππέων του εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι υποστηρίζονταν από πυροβολικό από την στεριά και από πλοία από την θάλλασα.

Ακολουθεί μάχη στους Τρεις Πύργους (λιμήν Φαλήρου), που είχαν καταληφθεί και οχυρωθεί από τους Έλληνες. Προς τη θέση εξόρμησε ο Κιουταχής στις 20 Φεβρουαρίου. Η μάχη κράτησε όλη μέρα αλλά κατά το βράδυ οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν στην Καστέλλα. Έτσι οι Τούρκοι κατέλαβαν την Καστέλλα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σιγά-σιγά δημιουργήθηκε έξω από την Ακρόπολη το ελληνικό στρατόπεδο, αποτελούμενο από 11.000 άνδρες από τους οποίους οι 1.500 ήταν από την Νότια Ελλάδα και οι υπόλοιποι ήταν από την Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και την Θεσσαλία[7].

Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Φεβρουαρίου 1827 συνήλθε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, η οποία άρχισε και τελείωσε μέσα σε μεγάλη διχόνοια, δυσπιστία και ταραχές, όπως αναφέρει ο Τρικούπης[8]. Ο Τάσος Βουρνάς[8] σημειώνει ότι ο διορισμός του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας επιχειρήθηκε να αντισταθμιστεί από τους Άγγλους με το διορισμό του Ρίτσαρντ Τσωρτς ως επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων και του Τόμας Κόχραν ως επικεφαλής των ναυτικών. Οι δύο αρχηγοί στρατού και στόλου δεν έγιναν ευμενώς δεκτοί από όλους. Ο Μακρυγιάννης διασώζει την αντίδραση του Καραϊσκάκη όταν άκουσε για το διορισμό των δύο επικεφαλής στρατού και στόλου στα απομνημονεύματά του: «Σήκω να φύγουμε ότι αυτήνοι θέλουν να μας φάνε».[9] Παρ' όλα αυτά, όλες οι προσδοκίες των ελληνικών αρχών εκφράζονταν από την αναμενόμενη δράση των δυο ανωτέρων αξιωματικών και ιδιαίτερα στην κατεύθυνση της απαλλαγής των εγκλείστων μαχητών του φρουρίου της Ακρόπολης, από τον κλοιό του Κιουταχή[10].

Επιστροφή του Καραϊσκάκη στην Αττική μετά την εκστρατεία του στη Στερεά Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο
Στρατόπεδο Καραϊσκάκη

Ο Καραϊσκάκης επέστρεψε στην Ελευσίνα στις 23 Φεβρουαρίου. Όταν αναχώρησε για την εκστρατεία του στις 25 Οκτωβρίου όλη η Στερεά Ελλάδα ήταν υποταγμένη στους Τούρκους· όταν επέστρεψε, από τον Αμβρακικό μέχρι την Αθήνα πουθενά δεν φαίνονταν οθωμανική σημαία, πλην των παραλίων φρουρίων της Βόνιτσας, του Μεσολογγίου και της Ναυπάκτου. Παρότι ο Καραϊσκάκης είχε κατορθώσει ήδη από το Φεβρουάριο του 1827 να απελευθερώσει το Δίστομο, το οποίο θεωρούσε στρατηγικής σημασίας για τα υπόλοιπα στρατόπεδα της Στερεάς Ελλάδας, ο Κιουταχής προέκρινε την κατάληψη της Ακρόπολης στην Αθήνα. Μετά την τελευταία του επιτυχία στο Δίστομο, ο Καραϊσκάκης κλήθηκε να αναλάβει την αρχηγία. Θριαμβευτής λοιπόν ξεκίνησε από εκεί στις 23 Φεβρουαρίου και στις 2 Μαρτίου έφτασε στο Κερατσίνι. Η άφιξη του Καραϊσκάκη χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό, γιατί όλες οι ελπίδες για την σωτηρία της Ακρόπολης έχουν εναποτεθεί σε αυτόν. Τόσο η κυβέρνηση όσο και ο Καραϊσκάκης γνώριζαν ότι αν έπεφτε η Ακρόπολη θα υποτάσσονταν ολόκληρη η Στερεά. Για τον σκοπό αυτόν το στρατόπεδο της Ελευσίνας είχε ενισχυθεί από τον Καραϊσκάκη και την κυβέρνηση στο μεταξύ διάστημα με 6.000 άνδρες, δύο ατμοκίνητες φρεγάτες, την «Ελλάς» και την «Καρτερία» και πολλά μικρότερα πλοία, ενίσχυση που έγινε δυνατή τόσο λόγω φιλελληνικών προσφορών, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, όσο και λόγω της εκτέλεσης της παραγγελίας πλοίων και πολεμοφοδίων με χρήματα του δεύτερου δανείου. Εξαιτίας αυτής της ενίσχυσης του στρατού της Αττικής ο Καραϊσκάκης άφησε το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού του στο Μεσολόγγι και γύρισε μόνο με 1.000 άνδρες. Ο ίδιος θεωρούσε τόσο τον πρώτο στρατό του στην Αττική όσο και τον στρατό της Ρούμελης αποκλειστικά δικό του έργο, καθώς δεν είχε ενισχυθεί αρκετά από την κυβέρνηση. Το σχέδιο του Καραϊσκάκη στην Αττική προέβλεπε αποκλεισμό του Κιουταχή, ώστε να υποχρεωθεί να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης, λόγω έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων. Οι επιτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων στο Κερατσίνι και την Καστέλλα εντάσσονταν στην επίτευξη αυτού του στόχου. Σημειώνεται ότι, η συνολική δύναμη που βρισκόταν στην πειραϊκή και τη φαληρική ακτή ήταν στο ύψος των 10.000 μαχητών, η μεγαλύτερη δηλαδή που είχε γίνει δυνατό να συγκεντρωθεί στη διάρκεια του ελληνικού αγώνα, με τους πιο πολλούς μέχρι τότε οπλαρχηγούς να έχουν προσέλθει σε κοινό στρατόπεδο προς επίτευξη του ίδιου σκοπού. Την αποτελούσαν δε τακτικά σώματα, νησιώτικες μονάδες, Κρήτες πολεμιστές υπό τον Δημ. Καλλέργη, Πελοποννήσιοι κάτω από τις διαταγές του Γενναίου Κολοκοτρώνη, των αδελφών Νοταρά και άλλων καπετάνιων, Ρουμελιώτες και Σουλιώτες[11].

Στις 13 Απριλίου, το απόγευμα, οι Έλληνες με τον Καραϊσκάκη και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ξεκινούν από το Κερατσίνι και κάνουν επίθεση ενάντια στα εχθρικά οχυρώματα, που εκτείνονταν από το Φάληρο έως το λιμάνι του Πειραιά, τα οποία και καταλαμβάνουν. Ένα τμήμα του εχθρού κατέφυγε στο μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνος στο λιμάνι του Πειραιά. Η κατάληψη του μοναστηριού ήταν στρατηγικής σημασίας στο πλαίσιο της προσπάθειας να ενταθεί ο αποκλεισμός τού Κιουταχή. Οι Έλληνες περικύκλωσαν τους κλεισμένους στο μοναστήρι Τούρκους και τότε εκείνοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως και τις δύο φορές που έστειλαν διαπραγματευτές, αυτοί έγιναν δεκτοί με πυροβολισμούς. Τέλος οι Τούρκοι παραδόθηκαν στις 16 Απριλίου, λόγω της πείνας, μετά από 3 μέρες εγκλεισμού, με την προϋπόθεση ότι θα δώσουν τα όπλα τους και θα επιβιβαστούν σε ένα ελληνικό πλοίο. Όταν όμως οι στρατιώτες το έμαθαν κατηγόρησαν τον Καραϊσκάκη και τους άλλους αρχηγούς ότι πληρώθηκαν από τους Τούρκους. Σε αυτήν την ψυχολογική κατάσταση και με αφορμή ένα περιστατικό κατά το οποίο ένας Τουρκαλβανός, προσπαθώντας να υπερασπίσει τα υπάρχοντά του, πυροβόλησε έναν άρπαγα, επιτέθηκαν και σκότωσαν 200 από τους 300 Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης αισθάνθηκε αποτροπιασμό για την παραβίαση των συμφωνηθέντων[8].

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη

Την 22η Απριλίου, σε μία τυχαία συμπλοκή Ελλήνων και Τουρκαλβανών (σύμφωνα με κάποιες πηγές δεν υπήρξε συμπλοκή, αλλά ο Καραϊσκάκης δέχθηκε ξαφνικά μια σφαίρα στους βουβώνες με κατεύθυνση από ψηλά προς χαμηλά, αλλά ο πυροβολισμός δε στάθηκε δυνατό να εξακριβωθεί από που προήλθε), μεταξύ Καστέλλας και των εκβολών του Κηφισού, τραυματίστηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης στην κοιλιά από Τούρκο ιππέα και μεταφέρθηκε σε ένα καράβι, όπου του παρέσεχε τις πρώτες βοήθειες ο Ελβετός γιατρός Λουί-Αντρέ Γκος (Louis-Andre Gosse). Στις τελευταίες του στιγμές νουθέτησε τους παρόντες αρχηγούς και τους παρακίνησε να πολεμήσουν με πείσμα για την πατρίδα τους. Πέθανε στις 23 Απριλίου, την ημέρα της γιορτής του, σε ηλικία 45 ετών, ώρα 8 το πρωί, αφού έκανε τη διαθήκη του. Την άλλη μέρα τον έθαψαν με πολλές τιμές στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Ο χαμός του αρχηγού έγινε τραγικά αισθητός στους Έλληνες μία μέρα μετά τον θάνατο του, γιατί κανείς άλλος αρχηγός δεν είχε τόσο καλές στρατηγικές ικανότητες σαν αυτόν για να συγκρατήσει ένα άτακτο σώμα στρατού. Έτσι οι άλλοι αρχηγοί οδήγησαν τα ελληνικά στρατεύματα σε πανωλεθρία στην μάχη του Φαλήρου (Μάχη Αναλάτου). Προσωρινός αρχηγός των Ελλήνων διορίστηκε τώρα ο Κίτσος Τζαβέλας[12].

Το βράδυ της 23ης προς την 24η Απριλίου, ελληνικά σώματα με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Βάσο Μαυροβουνιώτη, Ιωάννη Νοταρά, Παναγή Νοταρά, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Δημήτριο Καλλέργη, Χριστόδουλο Μέξη, Ιωάννη Μήτσα, Κώστα Μπότσαρη, Λάμπρο Βέικο, Γεώργιο Δράκο, Γ. Τζαβέλα, Αθανάσιο (Τούσια) Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλα, Ν. Ζέρβα και τακτικοί υπό τον Ιγγλέση, αποβιβάστηκαν κοντά στην περιοχή Τρεις Πύργοι προκειμένου να προβάλλουν αντίσταση στον Κιουταχή[13]. Εκεί έφτασαν 2 ώρες πριν ξημερώσει. Με την ανατολή του ηλίου, ο Κιουταχής έφτασε στους Τρεις Πύργους και οδήγησε το πεζικό του στο λόφο των Μουσών, ενώ 600 ιππείς πέρασαν απαρατήρητοι από την ανατολική πτέρυγα των Ελλήνων. Κατόπιν βομβάρδισε τον τακτικό στρατό. Έπειτα 600 ιππείς και οι 2.000 πεζοί, θέρισαν τους Σουλιώτες. Αφού εξόντωσαν τους εχθρούς τους, στράφηκαν προς τις δυνάμεις του Μακρυγιάννη, οι οποίες τράπηκαν σε φυγή και τότε οι Τούρκοι επέπεσαν στον τακτικό στρατό τού Ιγγλέση[14].

Η μάχη του Φαλήρου (Αναλάτου)

Οι άλλες δυνάμεις, κλεισμένες στα υπόλοιπα ταμπούρια έφυγαν άτακτα προς την παραλία. Ρίχτηκαν στην θάλασσα για να καταφύγουν στα καράβια. 800 από αυτούς κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ενώ 150 πνίγηκαν. Την ίδια στιγμή οι 7.000 άνδρες του Τζαβέλα και η αριστερή πτέρυγα έμεναν αδρανείς βλέποντας τον χαμό των άλλων Ελλήνων. Τελικά οι άνδρες της αριστερής πτέρυγας εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν προς τον Ισθμό.

Έτσι με την νίκη του Κιουταχή έληξε η μάχη του Φαλήρου (Αναλάτου). Οι νεκροί έφταναν τους 1.500 άνδρες, οι οποίοι έμειναν άταφοι. Ανάμεσα στους επιφανείς νεκρούς περιλαμβάνονταν ο Λάμπρος Βέικος, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γ. Τζαβέλας, ο Φώτος Φωτομάρας, ο Ιγγλέσης, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Αθηναίος Συμεών Ζαχαρίτσας, οι φιλέλληνες αξιωματικοί Ντελουρντούι και Λεφέβρ, ενώ ο Γεώργιος Δράκος και ο Δημήτριος Καλλέργης αιχμαλωτίστηκαν[15]. Οι περίπου 150 αιχμαλωτισθέντες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Τσελεπής Αιγινήτης και πολλοί φιλέλληνες, με διαταγή του Κιουταχή καρατομίσθηκαν και τα δέρματα της κεφαλής τους στάλθηκαν ως τρόπαιο στην Κωνσταντινούπολη.

Παράδοση της Ακρόπολης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη και την καταστροφή του στρατού της 24ης Απριλίου, πανικός κατέλαβε το ελληνικό στρατόπεδο, το οποίο σιγά-σιγά διαλύθηκε, γιατί οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν και δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη ούτε στους αρχηγούς, αλλά ούτε και στην κυβέρνηση. Η λιποταξία άρχισε αμέσως και εξακολούθησε αδιάκοπα. Η απαρίθμηση στις 27 Απριλίου έδειξε ότι η δύναμη του στρατού ανέρχονταν στις 3.500 άνδρες. Ο Κιουταχής την επόμενη μέρα κάλεσε τους πολιορκημένους να παραδώσουν την Ακρόπολη, αλλά αυτοί απέρριψαν την πρότασή του.

Εξακολουθούμενης της λιποταξίας έγινε πλέον αδύνατο να υπερασπισθούν οι θέσεις. Στις 13 Μαΐου ήρθαν μερικά καράβια και επιβίβασαν τα ελαφρά κανόνια, ενώ τα υπόλοιπα που δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν, τα έριξαν σε ένα πηγάδι. Στις 15 Μαΐου επιβιβάστηκε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού. Στην Ακρόπολη, οι πολιορκημένοι όταν είδαν την εγκατάλειψη του Φαλήρου απελπίστηκαν και έχασαν κάθε ιδέα εξόδου και σωτηρίας. Οι αρχηγοί παρουσίαζαν ψυχολογική κόπωση και, μετά από μεγάλη λογομαχία, υπερίσχυσε η περί συμβιβασμού γνώμη. Συγκεκριμένα ο Φαβιέρος ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαπραγματευθεί για την παράδοση της Ακρόπολης με την εγγύηση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας[16]. Ο Κόχραν ζητά τη διαμεσολάβηση του αρχηγού της γαλλικής μοίρας Δεριγνύ στη συνθήκη παράδοσης των πολιορκημένων Ελλήνων. Εγγυήτριες δυνάμεις ορίστηκαν η Αγγλία και η Γαλλία. Ο ίδιος ο Δεριγνύ ανέβηκε στην Ακρόπολη μαζί με το γραμματέα τού Κιουταχή. Η συνθήκη παράδοσης της Ακρόπολης αποτελείτο από 11 άρθρα:

  1. Όλα τα στρατεύματα της φρουράς θα εξέλθουν με τα όπλα και τα υπάρχοντά τους
  2. Οι οικογένειες των Αθηναίων θα βγουν χωρίς όπλα, με τα υπάρχοντά τους όμως.
  3. Οι μουσουλμάνοι πάσης τάξεως, ηλικίας και γένους θα παραδοθούν στα χέρια του βεζίρη τους.
  4. Ο τόπος όλος εκτός από το Χαβαλέ (Φιλοπάππου) θα είναι κενός από στρατεύματα μέχρι την θάλασσα.
  5. Τρεις αξιωματικοί Γεντεκλήδες Καφτάν Αγάς, Τζιαντάραγας και Σελιάμαγας να δοθούν όμηροι.
  6. Θα δοθούν 60 ζώα προς μετακόμιση των ασθενών και πληγωμένων.
  7. Η Ακρόπολη θα παραδοθεί όπως ήταν με τα πολεμοφόδια και πυροβόλα.
  8. Τρεις Τούρκοι επόπτες θα σταλθούν στην Ακρόπολη για να περιεργαστούν το μέρος και να διαπιστώσουν την κατάστασή της.
  9. Να δοθεί ενέχυρο ανταλλαγής για να εξασφαλιστεί η επιστροφή των τριών Τούρκων εποπτών.
  10. Η συνθήκη θα ακυρωθεί αν οι τρεις επόπτες διαπιστώσουν βλάβες στις πηγές, στον Πύργο ή αλλού μετά την παράδοση της Ακρόπολης.
  11. Θα οριστεί μια συγκεκριμένη ώρα για την έναρξη της εξόδου.

Τα υπόλοιπα άρθρα αναφέρονταν στον τρόπο και την ώρα παράδοσης καθώς και στους ομήρους εκατέρωθεν ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση της συνθήκης[17]. Τελικά, η Ακρόπολη παραδόθηκε στις 25 Μαΐου και οι πολιορκημένοι επιβιβάστηκαν σε γαλλικά και αυστριακά πλοία με προορισμό τη Σαλαμίνα. Φυσικό ήταν να αναζητηθούν ευθύνες για την ατυχή έκβαση των προσπαθειών να απελευθερωθεί η Αττική από τους Τούρκους. Έτσι ως υπαίτιος της απόφασης για παράδοση υποδείχθηκε ο Φαβιέρος και ζητήθηκε να δικαστεί. Στην πραγματικότητα όμως η απώλεια του Καραϊσκάκη, η έλλειψη άλλου ικανού αντικαταστάτη καθώς και τα καταστροφικά σχέδια των Κόχραν και Τσωρτς είχαν κάνει την παράδοση της Ακρόπολης αναπόφευκτη. Μετά την παράδοσή της ο Κιουταχής, θα αφήσει φρουρές στο Φάληρο και στον Πειραιά και θα αναχωρήσει για τη Θήβα, όπου και θα δημιουργήσει στρατόπεδο.

Επιπτώσεις του συμβιβασμού για τους Έλληνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πτώση της Ακρόπολης επέφερε την πτώση όλων των επί του Καραϊσκάκη απελευθερωμένων μερών της Στερεάς Ελλάδας. Οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες συμβιβάστηκαν με τον Κιουταχή και έμειναν στις επαρχίες, ή πέρασαν στην Πελοπόννησο. Ο Κιουταχής αφήνοντας στην Ακρόπολη μια φρουρά απέλυσε τους περισσότερους Αλβανούς και έφυγε για την Θήβα, ενώ στην Ανατολική Ελλάδα άφησε τον Ομέρ Πασά Καρύστιο.